Εμπνευσμένη από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των κτιστών περιστεριώνων της Τήνου και από τον τρόπο που πραγματοποιούνταν οι προσθήκες καθ’ ύψος στο νησί, μια κατοικία στον Τριαντάρο γίνεται αντιληπτή σε δύο ζώνες που λειτουργούν συμπληρωματικά.
Πρόκειται για να έργο του Αριστείδη Ντάλα, ενός αρχιτέκτονα που πιστεύει ότι η σύγχρονη αρχιτεκτονική οφείλει να κρατά κριτική σκέψη στο παρελθόν και να μεταφράζει τις ανάγκες του σήμερα μέσα από την ανάγνωση του χθες. Παράλληλα, «πρέπει να σέβεται τον άνθρωπο, τόσο τον χρήστη όσο και τον επισκέπτη του τόπου, και να μην μπαίνει στη λογική της μορφολογικής ακραιότητας και του εντυπωσιασμού».
Η κατοικία πρόσφατα βρέθηκε στις 5 καλύτερες ανακαινίσεις στην Ελλάδα στα Βραβεία Αρχιτεκτονικής 2012-2017 του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, έλαβε την ανάλογη διάκριση στα βραβεία ΔΟΜΕΣ 2018 καθώς και ήταν ένα από τα 3 έργα που έφεραν τον αρχιτέκτονα στα βραβεία 40 under 40 καλύτερων αρχιτεκτόνων στην Ευρώπη του European Centre of Architecture and Design.
Το έργο της Τήνου έχει τίτλο “A Touch of New”. Υιοθετώντας την αφαιρετική προσέγγιση και επιζητώντας την ελάχιστη παρέμβαση στο τοπίο, η αρχιτεκτονική πρόταση, σύγχρονη αλλά ταυτόχρονα κριτικά παραδοσιακή, αποτελείται από την αρμονική ένταξη/αιώρηση ενός κύβου από ανεπίχριστο σκυρόδεμα πάνω στον υφιστάμενο πέτρινο όγκο.
Το οριζόντιο άνοιγμα που δημιουργείται ανάμεσα στο υπάρχον παλαιό και το νέο, εκτός από σημείο παύσης στο εξωτερικό περίβλημα, αναπτύσσει μια διαμπερή ζώνη, εμπλουτίζει με φυσικό φως το χώρο και δημιουργεί οπτικές φυγές, καδράροντας τη θέα στη γραμμή του ορίζοντα.
Την ίδια στιγμή, το μεγάλο τετράγωνο άνοιγμα που διαρρηγνύει την λιθοδομή μπροστά από το καθιστικό, λειτουργεί σαν οθόνη που απελευθερώνει τη θέα και ταυτόχρονα, διαμορφώνοντας ένα μικρό πεζούλι – υπαίθριο καθιστικό – στον χώρο της αυλής, είναι το σημείο ένωσης του «μέσα »με το «έξω».
Η υπάρχουσα τηνιακή πέτρα του ισογείου εναλλάσσεται με τον γκρι-καφέ σοβά των προσθηκών, σε μια προσπάθεια σαφούς διαχωρισμού του παλαιού από το νέο. Έτσι, η κατοικία εισάγει ένα σύγχρονο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο σε μία αρμονική μίξη του παραδοσιακού και του νεωτερικού χαρακτήρα της ελληνικής υπαίθρου.
«Η βαθιά ανάγνωση του τόπου εφαρμογής είναι μια από τις βασικές μας προτεραιότητες σε κάθε έργο, καθώς πιστεύουμε ότι μέσω αυτής ωθείται η συνθετική χειρονομία. Συνεπώς, η έμπνευση κάθε έργου αναδύεται μέσα από τη μελέτη και την τεράστια αγωνία για την ένταξη στο τοπίο. Ουσιαστικά, αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να κατανοήσουμε όσο καλύτερα γίνεται τον τόπο, ώστε το κτίριο να ρηγματώνεται μέσα σε αυτό, τόσο μεταφορικά, όσο και κυριολεκτικά».
Στην προκειμένη περίπτωση, οι δύο βασικοί παράγοντες του τόπου που έπρεπε να αντιμετωπίσει το αρχιτεκτονικό γραφείο του Αριστείδη Ντάλα ήταν η παραδοσιακή υποδομή και η σχέση της με την τοπική αρχιτεκτονική, καθώς και η αλληλεπίδραση με την τοπική κοινότητα.
«Η βασική αναφορά του έργου βρίσκεται στους παραδοσιακούς περιστερώνες της Τήνου και στις προσθήκες καθ’ ύψος που παραδοσιακά γινόντουσαν στο νησί, την οποία ωστόσο εμείς εφαρμόζουμε με ένα διαφορετικό τρόπο διατύπωσης, τόσο ως προς την αναλογία όσο και ως προς την υλικότητα». Η προσθήκη εκφράζεται μέσω της διαφοροποίηση του υλικού και της αποκόλλησης του νέου όγκου, δημιουργώντας ένα οριζόντιο άνοιγμα προς τη θέα, στο σημείο όπου διαγράφεται νοητά ο ορίζοντας. «Αυτό το σημείο παύσης στο εξωτερικό περίβλημα, αναπτύσσει μια διαμπερή ζώνη, εμπλουτίζοντας με φυσικό φως το εσωτερικό. Παράλληλα, δημιουργεί στοχευμένες οπτικές φυγές, καδράροντας τη θέα στη γραμμή του ορίζοντα. Έτσι, γεννιέται ένας όγκος που φαίνεται να αιωρείται ενώ παράλληλα προσπαθεί να “γειωθεί” από την πλευρική σκάλα».
Το AD architects στοχεύει πάντα τα έργα του να αποτελούν μια αποκάλυψη όταν κάποιος το βιώνει από κοντά, αλλά από μακριά προσπαθούμε να διαγράφονται νοητά στον τόπο. Παράλληλα, «προσπαθούμε να συγκεράσουμε τα θέλω του ιδιοκτήτη, με τον μυστικό κώδικα κάθε τόπου, μεταφράζοντας αυτό το διάλογο σε χώρο, μέσα στον οποίο να “συμβαίνει” η ζωή».
Ο Αριστείδης Ντάλας αντιμετωπίζει την αρχιτεκτονική σαν έναν γρίφο και ως μια διαδικασία επίλυσης όλων των μεταβλητών, αλλά πάντα υπό το πρίσμα του καλλιτέχνη που προσπαθεί να επαναδιατυπώσει την παράδοση με την δική του προσωπική ματιά. Έτσι, «η έρευνα και οι ανησυχίες μας, μας έχουν οδηγήσει σε μια αρχιτεκτονική που αναπαριστά ή καλύτερα μεταφράζει την αρχιτεκτονική του τόπου, επιχειρώντας δυναμικές ίσως ακόμα και αμφιλεγόμενες, για κάποιους, μορφές. Όποιο και αν είναι κάθε φορά το αποτέλεσμα ωστόσο, παραμένει μια αρχιτεκτονική με αφετηρία και κατάληξη την παράδοση».
Συγκεκριμένα, καθώς η πλειονότητα των έργο του γραφείου βρίσκεται στον νησιωτικό ιστό, και ιδιαίτερα στα κυκλαδίτικα νησιά, το πλούσιο ανάγλυφό τους, με τους ξεχωριστούς βράχους και πλαγιές, «τις λαξευμένες από τους δυνατούς ανέμους πέτρες και εδαφικές κοιλότητες και με τα υφιστάμενα, σχεδόν αρχετυπικά, κτίσματα, προσφέρεται απλόχερα ως το πεδίο αναφοράς και εφαρμογής, που γεννά μια σύγχρονη αρχιτεκτονική. Αυτά τα φαινόμενα εκφράζονται στον σχεδιασμό μας ως χωρικές ποιότητες που διαμορφώνουν τους χώρους κατοίκησης».