Μάιος 2014, Τήνος. Αφού πέρασε το Πάσχα, τα πλοία της γραμμής, γεμάτα από επιβάτες μπουκωμένους ως το λαιμό με καταχρήσεις, οικογενειακές τριβές και χριστιανικά έθιμα, γυρίσανε αγχωμένα και με σκυμμένο το κεφάλι πίσω στον Πειραιά και τη Ραφήνα. Τα έβλεπα από το παράθυρο να περνάνε στον ορίζοντα, να έρχονται από την Μύκονο, να δένουν στην Τήνο, να φεύγουν για Σύρο ή Άνδρο και μετά να εξαφανίζονται στον ορίζοντα για τον Πειραιά και τη Ραφήνα. Σε λίγες ώρες το νησί είχε γυρίσει στην φυσική του κατάσταση, αυτήν που υπήρχε όλο το χειμώνα, όλη την άνοιξη: αυτή της ευγενικής σιωπής. Της σιωπής που σπάει μόνο από το φύσημα του αέρα, τα κύματα που σκάνε μακριά (τα ακούς και από μακριά, καμιά φορά, αν ο αέρας φέρνει τον ήχο) και τα ζώα που φωνάζουν κωμικά με αντίλαλο από κάποιο παραδίπλα χωράφι. Η Τήνος – όπως και όλα τα νησιά – δεν είναι μόνο παραλίες, ξενοδοχεία, βραχώδεις, ξηροί τόποι ολιγοήμερων διακοπών μέσα στη μπλε θάλασσα. Φαίνεται πως τις έχουμε φτιάξει στο μυαλό μας σαν κάποιο Club Med, σαν ένα καλοκαιρινό λούνα παρκ για να ξεμπουκώσουμε λίγες μέρες κάθε Πάσχα ή κάθε Αύγουστο από την άρρωστη ζωή της πόλης. Δυστυχώς αυτή η αποικιοκρατική αντίληψη, μέσα στην κακογουστιά της κουρασμένης πια ρητορικής της (αυτής που ορίζει την πολυτέλεια ως κάτι ακριβοπληρωμένο) κλέβει από τον επισκέπτη την αληθινή πολυτέλεια: να ζήσει με τις αισθήσεις του το νησί σαν ζωντανό οργανισμό, άγριο, ατίθασο, αμόλυντο, να του προσφέρεται γύρω του με όλη του την αρχαία ομορφιά. Του κλέβει την ευκαιρία να σκαρφαλώσει στα βουνά, να περπατήσει στα κρυφά και δύσβατα λαγκάδια, δίπλα στα δυσπρόσιτα ρέματα, στα κρυφά μεσαιωνικά μονοπάτια. Εκεί που η ζωή της φύσης συνεχίζεται, λες και έχει καταφέρει από θαύμα να ξεφύγει από τα νύχια των ανθρώπων, λες και είναι ο τελευταίος παράδεισος.
Εκεί που ξεδιψάς «στις πρώτες πηγές» όπως έγραψε κάποτε και ο ποιητής Ασλάνογλου, και το μόνο αντάλλαγμα που σου ζητείται είναι να ξεβολευτείς από το αμάξι σου και να βάλεις τα πόδια σου να περπατήσουν, να κλείσεις το κινητό σου και να ανοίξεις τα μάτια, τη μύτη και τ’ αυτιά σου. Αλλά, ξέρω, είναι δύσκολο. Mπορεί τώρα να γράφω όλ’ αυτά, αλλά όταν βρέθηκα εκεί, είχα το άγχος της φωτογραφικής μηχανής – την αγωνία να φωτογραφίσω τα πάντα. Κάθε πεταλούδα, κάθε κατσίκα, κάθε δέντρο και φυτό. Όλα έμοιαζαν με υλικό προς αποτύπωση και μελλοντική χρήση. Η σκοτεινή γοητεία της “κοινωνίας του θεάματος” δύσκολα σε αφήνει ήσυχο, και εκεί το συνειδητοποιείς τρομαγμένος, γιατί η έκθεση σου στη φύση σε ξεγυμνώνει και σου τρίβει στα μούτρα τις νευρώσεις σου.
Εκεί είσαι μια ξεγυμνωμένη ακτινογραφία, και την “μηχανική καρδιά της πόλης” την ακούς ντροπιασμένα να χτυπάει στο στήθος σου σαν ξεχαρβαλωμένο κουρδιστήρι.
(Οι φωτογραφίες είναι από την ενδοχώρα του νησιού και τραβήχτηκαν τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2014, μια εποχή που συναντάει κανείς χρώματα, βλάστηση και νερά που δε βρίσκει κατακαλόκαιρο, και που μέσα στον μήνα του Ιουνίου, με γρήγορους ρυθμούς, χάνεται μέσα στο καλοκαίρι.)