Κατά τη διάρκεια ανέγερσής του προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, πολλοί το έκριναν ως ένα οικοδόμημα – σύμβολο υπεροψίας. Έλεγαν πως πρόκειται για έναν «ουρανοξύστη που ορθώνεται με ασέβεια» απέναντι από την ανατολική όψη της Ακρόπολης. Αν και βρίσκεται σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, μια ανάσα μακριά από το ιστορικό κέντρο και την πλατεία Συντάγματος, η ιστορία του δεν είναι ευρέως γνωστή.
Απέναντι από το πάρκο του Ζαππείου και κοντά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, το κτίριο στον αριθμό 36 της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας είναι ένα αρχιτεκτονικό στολίδι της πόλης που για πολλούς κατοίκους της παραμένει ανεξερεύνητο.
Γνωστό μέχρι τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας ως «Μέγαρο Λυκιαρδόπουλου», οικοδομήθηκε από τον Κεφαλονίτη εφοπλιστή Νικόλα Δ. Λυκιαρδόπουλο, μεταξύ των ετών 1926-1933, βάσει σχεδίων του Κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Κυριακίδη. Το μεγαλοπρεπές κτίριο υπήρξε ένα από τα πρώτα ιδιωτικά μέγαρα της πόλης των Αθηνών και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ενός εκμοντερνισμένου εκλεκτικισμού, με στοιχεία από το πνεύμα της γαλλικής Ecole des Beaux-Arts και της Art Deco.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, το μέγαρο υπήρξε χώρος διανομής συσσιτίου αλλά και καταφύγιο καταδιωκόμενων από την Gestapo. Αν και το κτίριο -όπως και πολλά αλλά σπίτια αστών εκείνη την περίοδο- είχε επιταχθεί προκειμένου να διαμείνει ένα Γερμανός γιατρός, σύμφωνα με την ιστορία, ο ίδιος φρόντιζε να περιθάλπει τους καταδιωκόμενους που είχαν ανάγκη.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, μια βόμβα τοποθετήθηκε στην είσοδο του κτιρίου που τότε φιλοξενούσε τη βιβλιοθήκη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Με την έκρηξή της, ένα μέρος της μαρμάρινης σκάλας καταστράφηκε καθώς και πολλά από τα περίτεχνα τζάμια του μεγάρου που πλέον έχουν αποκατασταθεί -όπως και η σκάλα- αποτελώντας πιστά αντίγραφα των αρχικών.
Ο συνονόματος και δισέγγονος του πρώτου ιδιοκτήτη του κτιρίου, Νικόλας Φ. Λυκιαρδόπουλος, ξεκίνησε το 2008 τις διαδικασίες ανακαίνισης της παλιάς οικογενειακής κατοικίας αποκαθιστώντας τις φθορές του χρόνου αλλά και τις αλλαγές που υπέστη από ενοίκους που έβαφαν τις ξύλινες επενδύσεις των τοίχων ή αφαιρούσαν αντικείμενα αξίας, όπως πόμολα και πολυελαίους. Έκτοτε, το κτίριο δεν λειτούργησε ξανά σαν κατοικία.
Το σημερινό Amalias 36, με τα απλοποιημένα κλασικιστικά στοιχεία, τις περίτεχνες διακοσμήσεις, τους κίονες ιωνικού ρυθμού και τα ταβάνια που αποτελούν από μόνα τους έργα τέχνης δεν είναι ένα κτίριο που εντυπωσιάζει μόνο με την όψη του.
Πρόκειται για ένα ορόσημο του αρχιτεκτονικού μας αποθέματος αφού είναι ένα από τα λίγα κτίρια στην Αθήνα που παραμένει πιστό στα αρχικά του σχέδια και το ιστορικό του παρελθόν. Μέλημα και προτεραιότητα άλλωστε του σημερινού του ιδιοκτήτη ήταν το να μην γίνει κάποια σύγχρονη επέμβαση που θα αλλάξει την αισθητική, τα αρχικά σχέδια, την αίγλη που αποπνέουν οι εσωτερικοί του χώροι.
Το κτίριο του αριθμού 36 φιλοξενεί τον πρώτο ανελκυστήρα της Αθήνας, είχε κατασκευαστεί στη Γαλλία και λειτουργεί ακόμα. Οι μεντεσέδες στους χώρους ήταν και παραμένουν ανοδικοί, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται σημάδια στα ξύλινα πατώματα όταν διαστέλλονται με την αλλαγή του καιρού.
Από το 2009, οι αίθουσες του Amalias 36 διατίθενται για να φιλοξενήσουν κοινωνικές και επαγγελματικές εκδηλώσεις με μεγάλο αριθμό καλεσμένων ενώ παράλληλα διοργανώνονται καλλιτεχνικές εκθέσεις από την Image Gallery, η οποία στεγάζεται στον χώρο.
Προσφέροντας την αίσθηση και τη ζεστασιά της παλιάς αριστοκρατικής αθηναϊκής κατοικίας, οι τρεις διαφορετικές αίθουσες/όροφοι του κτιρίου είναι χώροι επιβλητικοί, ψηλοτάβανοι, με εκλεπτυσμένη διακόσμηση αφού είναι στολισμένοι με τα έπιπλα των παλαιών κατοίκων του κτιρίου και με vintage διαφημιστικές, κινηματογραφικές, ολυμπιακών αγώνων, μουσικές, pop art, αυθεντικές αφίσες από την τεράστια συλλογή του Νικόλα Φ. Λυκιαρδόπουλου και της Image Gallery.
Ο διάκοσμος του ισογείου συνδυάζει τη διαχρονική πολυτέλεια του κλασικού με την απλότητα του μοντέρνου. Εκεί λειτουργεί ένας εκθεσιακός χώρος τεσσάρων δωματίων πλήρως εξοπλισμένος, αφού σήμερα διαθέτει επαγγελματικό φωτισμό και σύστημα ανάρτησης έργων τέχνης.
Το αρχιτεκτονικό μεγαλείο όμως του κτιρίου είναι πιο εμφανές και έντονο στον πρώτο όροφο, αφού πρόκειται για τον μοναδικό που έχει διασωθεί ακριβώς όπως ήταν όταν χτίστηκε. Τα 240 τετραγωνικά μέτρα μοιράζονται σε μία μεγάλη κεντρική αίθουσα και πέντε επιπλέον δωμάτια.
Διαθέτει παλαιά φωτιστικά και πολυελαίους, εντοιχισμένες ξύλινες ντουλάπες, πόρτες με χειροποίητα διακοσμητικά τζάμια, ένα μπάνιο με παλαιό σύστημα θέρμανσης και ενσωματωμένα χρηματοκιβώτια στους τοίχους. Αν κοιτάξετε προσεκτικά, θα διακρίνετε τις τέσσερις μυστικές πόρτες που χρησιμοποιούσε το προσωπικό του προκειμένου να μετακινείται από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
Εκτός από τα δύο τζάκια του χώρου που λειτουργούσαν, όλα τα υπόλοιπα που θα συναντήσετε στα δωμάτια του ορόφου είχαν κατασκευαστεί εξαρχής ως διακοσμητικά. Οι κίονες που συγκρατούν τον όροφο είναι σιδερένιοι και όχι μαρμάρινοι όπως μπορεί να υποθέσει κανείς με την πρώτη ματιά. Σηκώνοντας το βλέμμα προς το ταβάνι που έχει διατηρηθεί -και απέχει πάνω από τρία μέτρα από το πάτωμα- θα δείτε φύλλα χρυσού να κοσμούν τις μπορντούρες του.
Ανεβαίνοντας προς τα πάνω, με θέα στο πάρκο του Ζαππείου, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης, ο δεύτερος όροφος της Amalias 36 αποπνέει με τη σειρά του μια πολυτέλεια άλλων εποχών, παρότι διαθέτει λιγότερα διακοσμητικά στοιχεία από τον πρώτο. Πλέον είναι κατάλληλος και διατίθεται για την διοργάνωση γαμήλιων δεξιώσεων, επίσημων γευμάτων, πάρτι, για παρουσιάσεις προϊόντων, συνέδρια, σεμινάρια, επαγγελματικές φωτογραφήσεις, καλλιτεχνικές εκθέσεις κ.α.
Ακόμα όμως κι αν δεν τύχει να παρευρεθείτε σε κάποια τέτοια εκδήλωση, μπορείτε να γνωρίσετε από κοντά το ισόγειο του κτιρίου κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής σας στην Image Gallery. Επίσης, μια καλή ευκαιρία για να περιηγηθείτε και στους υπόλοιπους ορόφους του είναι στην επόμενη διοργάνωση του διεθνούς θεσμού Open House που στοχεύει στην ανάδειξη και προώθηση της αρχιτεκτονικής μέσα από ξεναγήσεις σε σημαντικά κτίρια της πόλης, όπως είναι το Amalias 36.