Categories: ΜΟΔΑFeatured

Αποδομώντας την Κοκό Σανέλ

Ένα μικρό αριστούργημα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το ντοκιμαντέρ Inside Chanel, που περιγράφει αφηγηματικά, μέσα από μίνι-σειρές την ζωή της μεγαλύτερης couturier όλων των εποχών, της Κοκό Σανέλ. Η δημιουργική ομάδα του οίκου Σανέλ συνεργάστηκε με τις συντάκτριες του περιοδικού Elle, Λορίν Λέβινσον και Βικτόρια Ντάουσον Χοφ για την δημιουργία της συγκεκριμένης σειράς. Ασπρόμαυρα γραφικά και λιτές λεζάντες με τα χρώματα κατατεθέν του οίκου να κυριαρχούν στο ντοκιμαντέρ, η πολυτάραχη ζωή της Δεσποινίδος της Μόδας ξετυλίγεται έξυπνα, σύντομα και δημιουργικά, με τον οίκο Σανέλ να παραχωρεί το πιο σπάνιο υλικό του για την δημιουργία αυτής της μίνι-σειράς με απώτερο στόχο την εύκολη ενημέρωση του θεατή για την πραγματική ιστορία της διάσημης σχεδιάστριας. Μινιμαλιστική αισθητική, με έντονα αλτρουιστικά στοιχεία κάνουν το ντοκιμαντέρ να φαντάζει τρισδιάστατο παραμύθι ενώ η λιτή lullaby μουσική υπόκρουση δίνει ιδιαίτερο συναισθηματισμό στο ύφος της αφήγησης.

H ζωή της Κοκό Σανέλ όπως την διηγείται το Inside Chanel

Γεννημένη στις 19 Αυγούστου του 1883, από έναν μικροπωλητή και μια παραδουλεύτρα μητέρα, η Κοκό δεν φαντάστηκε ποτέ στην ζωή της την καλλιτεχνική επιρροή που θα ασκούσε για τις επόμενες δεκαετίες στο χώρο της μόδας και της τέχνης.
Μεγαλωμένη στο οικοτροφείο του Μοναστηριού Ομπαζίν και εγκαταλελειμμένη από τον πατέρα της και ορφανή από την μητέρα της, η νεαρή τότε Γκαμπριέλ έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τον κόσμο της αισθητικής. Η ζωή της και οι εικόνες που αντικρίζει γίνονται κύριες πηγές ζωτικής ενέργειας καθώς αντλεί έμπνευση από την αίσθηση της αυστηρότητας που κατακλύζει τον χώρο στον οποίο θα ζήσει μέχρι και την ενηλικίωση της. Αγαπημένα της χρώματα, το λευκό και το μαύρο, υποδηλώνουν την λιτότητα που την διακατέχει ως χαρακτήρα μα η αφθονία των θρησκευτικών και τελετουργικών ενδυμάτων που την περιβάλουν θα της ξυπνήσουν μια κρυφή αγάπη για το μπαρόκ, πράγμα που θα την επηρεάσει ως σχεδιάστρια στην συνέχεια της ζωής της.

Μακριά από τα μεγαλοπρεπή τείχη του Αβαείου που μεγάλωσε, η Κοκό αρχίζει να κεντάει με επιμονή τα προσωπικά της ρούχα ενώ τα βράδια τραγουδούσε σε επαρχιακό καμπαρέ. “Who saw Coco in the Trocadero?”, τραγουδάει η όμορφη Γκαμπριέλ που μετατρέπεται σε Κοκό, ένα παρατσούκλι που ισχυριζόταν πως της χάρισε ο πατέρας της, ένα παρατσούκλι που θα στιγμάτιζε την μετέπειτα ζωή της. Η ζωή της ατίθασης δημιουργού, δεν έμοιαζε εύκολη, μα η ίδια πίστευε στην επιμονή που την διακατείχε. Αρχίζει να εμπνέεται από την ανδρική μόδα, σχεδιάζοντας καινοτόμα ελαφριά καπέλα από φτερά πουλιών ενώ ράβει σύνολα για την εργατική τάξη.

Ο έρωτας όμως έρχεται για της αλλάξει την ζωή και ακούει στο όνομα, Μπόι Καπέλ. Ο αριστοκράτης Καπέλ, λειτουργεί ως μέντορας στη ζωή της ανήσυχης σχεδιάστριας και την μυεί στο μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας, της στωικότητας και των πολύχρωμων εικόνων της Άπω Ανατολής. Την εμπιστεύεται και της ανοίγει τα πρώτα της καταστήματα ακούγοντας την να δηλώνει πως θέλει να ελευθερώσει την ψυχής μέσα από την δημιουργία. Ο Καπέλ είναι ο λόγος που “η Κοκό έγινε Σανέλ”.

Η επανάσταση όμως στον χώρο της μόδας μόλις ξεκίνησε, καθώς η “φεμινίστρια” σχεδιάστρια καταργεί το απόλυτο αξεσουάρ της εποχής, τον κορσέ και κονταίνει τα πατροπαράδοτα κλασικά φορέματα αποκαλύπτοντας τον γυναικείο αστράγαλο. Η γυναίκα πλέον εξευγενίζεται, αποπνέει δύναμη και θηλυκότητα.

Το 1918, στην οδό Καμπόν στο νούμερο 31, στο Παρίσι, η ματμαζέλ Σανέλ άνοιξε το πρώτο κατάστημα υψηλής ραπτικής. Η μικρή επαρχιώτισσα από την Οβέρζ και οικότροφος του Ομπαζίν μετατρέπεται σε βασίλισσα της υψηλής κοινωνίας του Παρισίου. Ένιωθε πλέον ελεύθερη, στόχος της πλέον ήταν, η απελευθέρωση της γυναίκας ως ον, ως αυτοτελούς δύναμης, μέσα στην κοινωνία και ως κύρια πηγή ομορφιάς. Ο θάνατος όμως θα της στερήσει την μεγαλύτερη αγάπη της ζωή της τον Μπόι, καθώς σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, για πρώτη και τελευταία φορά ο κόσμος είδε την Κοκό να κλαίει. “Ή θα πεθάνω και εγώ ή θα τελειώσω αυτό που μαζί αρχίσαμε” δήλωσε. Επέλεξε να συνεχίσει με καρτερικότητα το έργο τους.

Την δεκαετία του ʼ20 οι γυναίκες είχαν αγκαλιάσει την μοναδικότητα της άνεσης που η Ματμαζέλ τους είχε χαρίσει, μα η ίδια, συντετριμμένη από την προσωπική της απώλεια, βρίσκει καταφύγιο παρηγοριάς στην Βενετία πλάι στους φίλους της Χοσέ Μαρία και Μίσια Σέρτ. Η εκπληκτική Μίσια, από την Ρωσία αποτελούσε φαινόμενο της εποχής καθώς ήταν κύρια πηγή έμπνευσης για τον θρυλικό Προυστ, μοντέλο για τους Τουλούς-Λοτέκ και διάσημη πιανίστρια. Εκτός από καλή φίλη, η Μίσια θα γίνει μούσα της μεγάλης σχεδιάστριας καθώς την μυεί στον παραμυθένιο κόσμο του Ρώσικου Μπαλέτου και την συστήνει σε σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Κοκτό, ο Στραβίνσκι και ο Πικάσο.

Η Κοκό τότε, αναλαμβάνει των σχεδιασμό των ρούχων για παραστάσεις των Κοκτό και Ντουλάν, καθώς ταυτόχρονα εμπλέκεται με την πολιτική βοηθώντας στην επανεκλογή του Κοκτό ενώ αναλαμβάνει με την διακριτικότητα που την αντιπροσωπεύει την οργάνωση της κηδείας του καλού της φίλου Ντιαγκιλέφ στην Βενετία.

Στην ζωή της πλέον λόγο παίρνει ο Δούκας Ντιμίτρι, ένας εραστής με μελαγχολικό βλέμμα. Ο Ντιμίτρι εκτός από σύντροφος της γίνεται πηγή έμπνευσης για την σχεδιάστρια, η οποία αντλεί δημιουργικότητα για την ραπτική της από τις ρώσικες στέπες και στα σύνολα της μπαίνουν τα βυζαντινά κοσμήματα και οι γούνες. Χάρη στον Δούκα γνωρίζει τον μεγαλύτερο αρωματοποιό της εποχής, τον Ερνεστ Ορνό με αποτέλεσμα της γνωριμίας τους, την δημιουργία του “μεγαλύτερου αρώματος μέχρι και σήμερα”, το σκανδαλώδες, Νο. 5.

Η Σανέλ συνεχίζει να αντλεί έμπνευση από τους “Μεγάλους Άνδρες” της εποχής, αυτή τη φορά ο Δούκας του Γουέστμινστερ, την φαντασιώνει και την μυεί με τον ερωτισμό και την αυστηρότητα του στην δημιουργία των τουίντ σακακιών, των συμμετρικών γιλέκων, της απαλής μαρινιέρας και των πλεκτών πουλόβερ. Η Κοκό θα ζήσει μαζί του έναν σύντομο έρωτα, ο οποίος όμως γρήγορα θα ναυαγήσει.

Η αγάπη της προς το μαύρο χρώμα σε συνδυασμό με την αποστροφή της από την μόδα της εποχής κάνουν την Σανέλ να επιβάλει ένα λαϊκό και πένθιμο χρώμα όπως το μαύρο ως “κατεστημένο” και “σήμα κατατεθέν της θηλυκότητας”. Έτσι γεννιέται και το “Μικρό Μαύρο Φόρεμα”, το οποίο στολίζει με περίτεχνα “φο” κοσμήματα στα οποία τοποθετούσε πολύτιμους λίθους, υποστηρίζοντας “πως η σημασία στο κόσμημα δεν είναι τα καράτια, αλλά η ψευδαίσθηση”. Η Κοκό πλέον είναι μια γυναίκα χωρίς σύνορα, γυναίκες από όλο τον πλανήτη θέλουν να φορέσουν δημιουργίες της, το Χόλλυγουντ την φλερτάρει, μα η ίδια δεν εντυπωσιάζεται και το προσπερνά. Επιστρέφει στο Παρίσι όπου διαμένει στο ξενοδοχείο “Ρίτζ”.

Στην ηλικία των 55 χρόνων της, ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της, έρχεται αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη πληγή της ανθρωπότητας, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ίδια πίστευε πλέον πως η εποχή και η κοινωνία δεν μπορεί να ακολουθήσει πια την μόδα και την δημιουργικότητα και για αυτό τον λόγο σφραγίζει το ατελιέ της στην οδό Καμπόν, στο Παρίσι και αποσύρεται στην Ελβετία δηλώνοντας “πως θέλει να συμμετέχει σε ότι συμβαίνει στην ανθρώπινη κοινωνία”.

Μετά το τέλος του πολέμου, σε ηλικία 70 ετών επιστρέφει δυναμικά στο Παρίσι, ανοίγοντας πάλι το ατελιέ της οδού Καμπόν. Η Κοκό, εξοργισμένη από τους σχεδιαστές της εποχής επιλέγει να επιβάλλει την προσωπική της άποψη και πάλι στην μόδα, επιλέγει το 5 ως αγαπημένο της αριθμό με αφορμή την ημερομηνία της πρώτης επίδειξης μόδας που έκανε στις, 5 Φεβρουαρίου του 1954.

Μετά την επίδειξη ο γαλλικός τύπος την καταρρακώνει, εξευτελίζοντας λεκτικά τα σχέδια της και χλευάζοντας την ηλικία της. Λίγο καιρό αργότερα η Αμερική απογειώνει το “Στυλ Σανέλ”, με το περιοδικό Life να γράφει:

Στα 71 της χρόνια η Γκαμπιέλ Σανέλ δεν φέρνει απλά μια άποψη στον χώρο της μόδας αλλά επανάσταση!

Έτσι η Κοκό ξανακερδίζει την επιρροή της στον χώρο της μόδας και επιβάλει το στυλ της σε όλη την υφήλιο. Πλέον η Ματμαζέλ, φέρνει την ανατροπή στο χώρο της μόδας με το θρυλικό ταγέρ, “Σανέλ”, που είχε τις αρχές του στα σακάκια των στρατιωτικών στολών. Κεντημένο από τουίντ, σχεδιασμένο με εξωτερικές τσέπες και κουμπιά που θύμιζαν κοσμήματα, το συγκεκριμένο τζάκετ παρουσίαζε καινοτομία στην εφαρμογή του χάρη στην αλυσίδα που ήταν κρυμμένη μέσα στο στρίφωμα του. Το ταγιέρ Σανελ είναι πλέον καθεστώς στο χώρο της μόδας ενώ οι σημαντικότερες γυναίκες της εποχής όπως η Ρόμυ Σνάιντερ, η Μάρλεν Ντίντριχ και η Μπριζίτ Μπαρντό το κάνουν σήμα κατατεθέν τους. Το μπέζ παπούτσι με την μαύρη λωρίδα στην μύτη του και η καπιτονέ τσάντα με την ασημένια αλυσίδα στον ώμο έρχονται για να ολοκληρώσουν την “Γυναίκα Σανέλ”, μια γυναίκα ελεύθερη, που η Κοκό οραματιζόταν από την αρχή της καριέρας της.

Το κύκνειο άσμα της ακούει στο όνομα Νο.19, είναι το άρωμα που σηματοδότησε την λήξη του έργου της Κοκό, μέχρι και εκείνη την Κυριακή που την επισκέφτηκε ο θάνατος, στις 10 Ιανουαρίου του 1971. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μέρα που δεν εργάστηκε η Κοκό.

Είχε σχεδιάσει τον ίδιο της τον τάφο καθώς έλεγε: “χωρίς ταφόπλακα επάνω μου, θα ήθελα να φύγω, εάν είχα την δυνατότητα, να πάω στον Παράδεισο και να ντύσω τους Αγγέλους”. Η Γκαμπριέλ Σανέλ πέρασε στην ιστορία ως ένας Θρύλος της Τέχνης και μαζί με τους Ντε Γκώλ και Πικάσο αποτέλεσε μια από τις τρεις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Γαλλίας για τον 20ο αιώνα. Το έργο της θα συνεχίζει με απόλυτο σεβασμό και δημιουργικότητα προς το πρόσωπο της, ο Κάιζερ της Μόδας, Κάρλ Λάγκερφελντ.

Η αιώνια θηλυκότητα θα προσδιορίζεται πάντα από τον οίκο Σανέλ, σχεδόν μισό αιώνα μετά το θάνατο της Ματμαζέλ, ο οίκος και η ιδέα της μεγάλης σχεδιάστριας συνεχίζουν να μεσουρανούν.

Κωνσταντίνος Λάσκαρης

Share
Published by
Κωνσταντίνος Λάσκαρης