30.07.2018
Όσο ετοιμαζόμασταν για την Χώρα, φορώντας τα πιο καλά μας ρούχα, που στάζαν σκόνη και πέτρες, ο Σάκης, ο γείτονας, έπλεκε με στυφές και ατέρμονες χορδές το μπαγλαμαδάκι του. Στεκόταν μισός πίσω από μια ελιά, περιμένοντας την Ματίνα να κάνει το μπάνιο της στο αυτοσχέδιο ντους, και δίχως να μπορώ να διακρίνω το μπαγλαμαδάκι φαντάστηκα πως τέντωνε την άκρη κάποιου άγνωστου σύμπαντος. Με μια βελόνα, την περνούσε προσεκτικά μέσα από μια μαύρη τρύπα και την τέντωνε ξανά και ξανά προκαλώντας αστρικές εκρήξεις. Μας πλησίασε μια άλλη γειτόνισσα, κέρασε μπύρα και κουβέντες, η στάχτη ανακατεύτηκε με την σκόνη, όταν όλα τελείωσαν είχε γεννηθεί ένας ολόκληρος γαλαξίας.
Φτάσαμε στο λιμάνι. Η γεμάτη πλατεία χόρευε αγκαλιά με τις διάσπαρτες ιταλικές προφορές, come stai, come è stato, ανάλογα αν στο αίμα σου ρέει νότος ή βορράς. Ένα λεπτό μελαχρινό κορίτσι από τη Σικελία κοίταξε προς την Ελλάδα και σηκώθηκε κύμα, ανασκουμπώθηκαν τα αγόρια και έγλειψαν τα δάχτυλα για να στρώσουν τους κροτάφους. Τα άσπρα παράθυρα με τα μπλε ορθογώνια περιγράμματα έγιναν μάτια και ρουφούσαν το θόρυβο με μανία. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να βαστήξουν τη σιωπή του χειμώνα που περίμενε υπομονετικά τη σειρά του. Ανεβήκαμε ως το δημοτικό σχολείο στροβιλισμένοι από το ούζο και την ευφορία. Ήταν ένα σύγχρονο απολίθωμα ιταλικής αρχιτεκτονικής που απλωνόταν αρχοντικά στην κορυφή της Χώρας. Φαντάστηκα μικρά παιδιά να μιλούν με ρυθμό και να ζωγραφίζουν, ενώ από την πλατεία η μουσική σκαρφάλωνε ως πάνω σαν εξατμισμένο αλκοόλ πονώντας τις μύτες μας. Είμαι εκεί ώρα πολλή ή λίγη, παρατηρώ τους ήχους του κόσμου έτσι όπως μεταναστεύουν σε σχήματα, μακριά μας. Παριστάνουν τα πουλιά και κινούμενα σε σχηματισμό Μακεδονικής Φάλαγγας διασπούν την πρώτη γραμμή άμυνας του ανέμου ενώ, την ίδια στιγμή τον περικυκλώνουν διαλύοντας τις πλάγιες ριπές τους. Φορέσαμε ζακέτα και απολαύσαμε το φαινόμενο.
Πήραμε στράτα και ζαλισμένοι ακόμα, ο Σάκης έβαλε την Ματίνα να οδηγήσει.
(…)
Το αυτοκίνητο διασχίζει τον φεγγαροστρωμένο δρόμο αργά, απλώνεται σαν αχνισμένο βούτυρο λιώνοντας πάνω του όλες μας τις σκέψεις. Στρίβουμε και ξεπροβάλλει γνώριμος τόπος, το καταφύγιό μας τις νύχτες, ένα μέρος που επιπλέει στο παράφορο κάλεσμα της Καλύψου. Από μακριά, τα φώτα της ταβέρνας μεταστράφηκαν, μαζεύτηκε η άγκυρα και ακούστηκαν οι ναύτες να χορεύουν αγκαλιά με μια λίρα. Οι κουπαστές ανάβλυζαν κρασί, ναι, κάθε ταξίδι και ένας τόπος δίχως επιστροφή. Κλείσαμε τα μάτια, αφήσαμε την Ματίνα μόνη, ψηλά στο κατάστρωμα, την πήρε αγκαλιά ένα σύννεφο, δεν έπρεπε να κοιμηθεί, έκλεισε και αυτή τα μάτια, το αμάξι διάβαινε μόνο του, όσοι έχουν υπάρξει εδώ φτάνουν όπου θέλουν χάρη στους αόρατους δρόμους που έχτιζε ο Οδυσσέας για να ξεφύγει από τα δεσμά ενός μονόπλευρου έρωτα.
(Απόσπασμα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Χαράς Μπερτσιά)