Περνώ τη μεγάλη κεντρική πύλη. Είναι πρωί, άλλωστε η πόρτα κλείνει με τη δύση του ηλίου, και Κυριακή. Η ημέρα είναι σοφά επιλεγμένη. Κυριακή δεν τελούνται κηδείες. Φτάνουν οι τόσοι νεκροί που υπάρχουν ήδη μέσα, δεν χρειάζεται κι άλλος θρήνος. Και το κυριότερο, δεν χρειάζεται φρέσκος θρήνος. Ησυχία, λίγος κόσμος και αρκετές γάτες. Οι περισσότερες λιάζονται κοντά στην είσοδο, άλλες σουλατσάρουν από εδώ κι από εκεί, μια μάλιστα κοιμάται κουλουριασμένη πάνω σε έναν χορταριασμένο τάφο. «Ψιτ, ψιτ», της διαταράζω τον ύπνο και με κοιτά εμφανώς δυσαρεστημένη. Αν δεν μπορεί να βρει ούτε στο νεκροταφείο την ηρεμία της, τότε πού;
Το Α’ Νεκροταφείο είναι το δικό μας Père LaChaise. Δεν έχει βέβαια Jim Morrison και Oscar Wilde αλλά οι τάφοι όσων σημάδεψαν την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική πορεία της χώρας βρίσκονται εδώ. Κι ενώ ο θάνατος δεν κάνει διάκριση μπροστά σε εξουσία, χρήμα ή ταλέντο, οι άνθρωποι εξακολουθούν να κατηγοριοποιούν ακόμα και τους νεκρούς σύμφωνα με κοινωνικά κριτήρια. Το ταφικό μνήμα αποκρυπτογραφεί πώς έβλεπαν αυτόν που χάθηκε οι δικοί του άνθρωποι ή ακόμα και η πολιτεία, σε περίπτωση επιφανών ανδρών και γυναικών.
Συνεχίζω τη βόλτα μου ανάμεσα στους τάφους. Την προσοχή μου τραβούν όσοι ξεχωρίζουν λόγω ιδιοτυπίας όπως ο οικογενειακός τάφος της οικογένειας Σκάλου, που απεικονίζει τα δώδεκα ζώδια. Λίγο πιο κάτω παρατηρώ τη γλυπτή γυναικεία μορφή που χαράζει το όνομα του Α.Φ. Παπαδάκη, ευεργέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών, πάνω στην επιτύμβια πλάκα. Γλύπτης είναι ο Γεώργιος Βρούτος, που μεταξύ άλλων είχε φιλοτεχνήσει και την νεκρική προτομή του δασκάλου του Ιωάννη Κόσσου, λίγα μέτρα πιο πέρα. Το Α’ Νεκροταφείο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες γλυπτοθήκες της Ελλάδας, μόνο και μόνο γι’ αυτό αξίζει να το επισκεφτεί κανείς. Η σταρ βέβαια είναι η περίφημη «Κοιμωμένη» του Χαλεπά, ο οποίος αποτύπωσε με μοναδική τέχνη στο μάρμαρο τη μορφή της Σοφίας Αφεντάκη, που πέθανε το 1873 σε ηλικία 18 ετών από φυματίωση. Ανάλογης αξίας είναι και το γλυπτό που φιλοτέχνησε ο Ιωάννης Βιτσάρης για τον τάφο της Μαρίας Δεληγιάννη και απεικονίζει το κορίτσι σε παρόμοια στάση.
Κοιτώ με προσοχή τις φυσιογνωμίες στα γλυπτά και στις φωτογραφίες. Συνειδητοποιώ ότι προσπαθώντας να διαβάσω σβησμένες επιγραφές περπατώ γύρω από τα μνήματα˙ το πόδι μου δεν πατά σε καμία περίπτωση επάνω παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάζομαι να κάνω ακροβατικά λόγω έλλειψης χώρου. Ναι, ξέρω ότι δεν θα διαμαρτυρηθεί κανείς από όσους βρίσκονται από κάτω αλλά τελικά μερικά πράγματα, όπως ο σεβασμός αλλά ίσως κι ένας μικρός τρόμος απέναντι στον νεκρούς, είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μας. Λίγο πιο πέρα διαβάζω στην ταφική πλάκα «Ελένη Α. Μομφεράτου ετών 8 1/2 1933-1941 ήταν ένα ωραίο καλό ευγενικό και τόσο έξυπνο παιδάκι» και κάπου εκεί νιώθω την ίδια ανατριχίλα που αισθάνομαι όταν στις ταινίες τρόμου εμφανίζεται από το πουθενά ένα γλυκό, πεθαμένο κοριτσάκι με βελούδινο φορεματάκι, άσπρο γιακαδάκι και λευκό φιόγκο στα μαλλιά. Ώρα να απομακρυνθώ.
Να κι ένας τάφος παραμελημένος τόσο που αναδίδει γοτθικό άρωμα. Κλαδιά, αγριόχορτα, ρίζες κι ανάμεσα τους ένας μπούφος να με κοιτά. Πάω να τον βγάλω φωτογραφία, αλλάζω θέση για να πετύχω τη καλύτερη δυνατή γωνία λήψης, δεν δείχνει να ενοχλείται αλλά γυρνά το κεφάλι ώστε να μη με χάσει από τα μάτια του. Γενικά πολλά πουλιά στο νεκροταφείο, καρακάξες αλλά κυρίως δεκαοχτούρες που πίνουν νερό από τις άδειες ανθοστήλες. Κάνω το λάθος να κοιτάξω μέσα σε μία, βλέπω ότι εκεί είναι και το γεύμα των πουλιών, κάτι ωραιότατες παχιές κάμπιες.
Περπατάω ώρα πολύ, το Α’ Νεκροταφείο είναι πραγματικά τεράστιο. Σκέφτομαι τα λόγια της Ειρήνης «Ο θάνατος φαντάζει πιο κατανοητός στη φύση. Στην πόλη είναι ακατανόητος. Και αφύσικος». Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι ο θάνατος μοιάζει αφύσικος στην πόλη γιατί δε φαίνεται να εντάσσεται στον “κύκλο της ζωής”. Ό,τι πεθαίνει στη φύση την ανατροφοδοτεί ενώ στο αστικό τοπίο όχι. Αλλά είχα κάνει λάθος. Κι εδώ η ζωή βρίσκει τον τρόπο να τρυπώσει όπως ακριβώς οι ηλιαχτίδες ανάμεσα στα πανύψηλα κυπαρίσσια. Είτε το θέλουμε είτε όχι η ζωή πάντα τρυπώνει. Και αυτό δεν είναι μια αισιόδοξη άποψη, είναι απλώς η αλήθεια.
Φεύγω. Λίγο πριν η είσοδος γίνει έξοδος βλέπω δίπλα στο κυλικείο το τιμολόγιο. Διαβάζω «Κατάσταση οικογενειακών τάφων προς διάθεση» και από κάτω σε στήλες: «Στοιχεία τάφου/Προηγούμενος δικαιούχος/Έκταση Τετρ. Μέτρα/Εκταση Τ.Τ. Πηχ./Τελική αξία/Εγγυητική Επιστολή/ Όροι Δόμησης.»
Α, ναι! Ξέχασα να σας πω ότι το Α’ Νεκροταφείο είναι πανάκριβο.
Α’ Νεκροταφείο, Οδός Αναπαύσεως, Μετς