Πώς είναι η φάση που βλέπεις στις ταινίες τους πρωταγωνιστές να ανεβαίνουν σ’ ένα ύψωμα, να ατενίζουν την πόλη από ψηλά και να εντοπίζουν το σπίτι τους; Ε, φαντάσου το σπίτι που εντοπίζουν και δείχνουν να είναι στην πραγματικότητα το σπίτι σου, κι έχεις περίπου μια ιδέα πώς ειναι να ξεφυλλίζεις το World Film Locations: Athens. Το πιο πρόσφατο απ’ τη σειρά βιβλίων της Intellect Books, μετά απο πόλεις – σταθμούς της κινηματογραφικής Ιστορίας όπως το Λος Άντζελες, το Παρίσι, η Νέα Υόρκη και το Βερολίνο, ήρθε να εντοπίσει το στίγμα και της δικής μας πρωτεύουσας στο χωροχρονικό χάρτη του σινεμά, μέσα από πλειάδα ταινιών που εντόπισαν κι ανέδειξαν στις σελίδες του οδηγού τους οι ακαδημαϊκοί Άννα Πούπου, Αφροδίτη Νικολαϊδου και Ειρήνη Σηφάκη.
Από τις Περιπέτειες του Βιλάρ / The Adventures of Villar (1924) του Joseph Hepp, το Παιδί και το Δελφίνι / Boy on a Dolphin (1957) με τη Sophia Lauren, και την Άρπα Κόλα (1982) του Νίκου Περάκη, ως τα Φτηνά Τσιγάρα (2000) του Ρένου Χαραλαμπίδη, τη Στρέλλα (2009) του Πάνου Χ Κούτρα, τα Δυο Πρόσωπα του Γενάρη / The Two Faces of January (2014) με τον Viggo Mortensen και το επερχόμενο Τετάρτη 04.45 (2015) του Αλέξη Αλεξίου, η πλούσια επιλογή των τριών επιμελητριών και της ομάδας τους, καλύπτει τα πρόσωπα που πήρε η Αθήνα όχι μονάχα στο πέρασμα του χρόνου αλλά και στις εναλλαγές των κοινωνικών της δομών. Παράλληλα, τα διάσπαρτα editorials από ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους, προσθέτουν στο βιβλίο μια βαθιά ουσιαστική αλλά και άκρως χειροπιαστή θεώρηση, για το κατά πόσον η Αθήνα είναι κινηματογραφική πόλη. Αυτό δηλαδή, που ρώτησε κι η Popaganda τις δυο απ’ τις τρεις ιθύνουσες του τόμου.
Αν κάτσει κάποιος να φτιάξει μια λίστα με αυτές που του έρχονται στο μυαλό ως «κινηματογραφικές πόλεις», σε ποια θέση πιστεύετε θα βρεθεί η Αθήνα;
Αφροδίτη Νικολαΐδου: Εξαρτάται απ’ το σε ποια ταινία θέλεις να βρεθείς!
Άννα Πούπου: Ναι, βέβαια, μπορεί να θέλεις να ζήσεις για παράδειγμα στο Delivery (2004 / Νίκος Παναγιωτόπουλος), που είναι λίγο πιο ζόρικα τα πράγματα…
ΑΝ: Ή στην Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά (1999 / Πάνος Χ Κούτρας)!
ΑΠ: Ή στο Κυριακάτικο Ξύπνημα (1954 / Μιχάλης Κακογιάννης)! Πέρα απ’ την πλάκα όμως, αυτό σημαίνει πώς το αν είναι μια πόλη είναι κινηματογραφική, εξαρτάται απ’ τους δημιουργούς της. Όχι τόσο απ’ την ίδια την πόλη δηλαδή, όσο απ’ τον τρόπο με τον οποίο θα μεταφράσουν το μυαλό τους πάνω στην πόλη. Το κατά πόσο και πώς θα δημιουργ΄σηουν μια δική του εκδοχή της εκάστοτε πόλης, δηλαδή.
Στο δικό σας μυαλό, πώς είναι η Αθήνα; Συνυπογράφετε ένα κομμάτι στο βιβλίο, που μιλάτε για τη γοητεία που κρύβει η πόλη ως μια απέραντη dirtopia.
ΑΠ: Εμείς μεγαλώσαμε στην Αθήνα του ‘80-’90, που ήταν μια περίοδος όπου ο λόγος για την Αθήνα ήταν πραγματικά πάρα πολύ αρνητικός. Μια πραγματική δαιμονοποίηση…
ΑΝ: …Αθήνα: το υδροκέφαλο τέρας!
ΑΠ: Ακριβώς! Και σ’ όλη μας την παιδική ηλικία, ακούγαμε να γίνεται λόγος για την Αθήνα ως τσιμεντόπουλη, μια πάρα πολύ άσχημη, βρώμικη και δυσλειτουργική πόλη, η οποία συγκρινόταν συνεχώς μ’ αυτές τις υπέροχες μητροπόλεις του εξωτερικού, όπου όλα είναι όμορφα, καθαρά και τακτοποιημένα. Οπότε νομίζω ότι αυτό που λέμε στο κομμάτι για την dirtopia είναι κάτι πάρα πολύ βιωματικό.
ΑΝ: Δεν ξέρω πόσο έχει αλλάξει αυτή η εκδοχή της πόλης από τότε, νομίζω όμως ότι έχει αλλάξει το βλέμμα μας από τότε. Δηλαδή τη δεκαετία του ‘90 που φύγαμε και ζήσαμε λίγο στο εξωτερικό κι όλα αυτά, όταν γυρνάς πίσω βλέπεις διαφορετικά τα πράγματα.
ΑΠ: Ναι, γιατί έχεις απομυθοποιήσει και το εξωτερικό βέβαια.
ΑΝ: Φυσικά. Κι ύστερα, ο τρόπος που αποφασίζεις να ζήσεις στην Αθήνα, το πώς δηλαδή θα διαχειριστείς εσύ ο ίδιος πια το αστικό περιβάλλον, αυτό αλλάζει σίγουρα και τον τρόπο που το βλέπεις.
Οι σκηνοθέτες που δραστηριοποιούνταν την περίοδο που περιγράφετε (ο Παναγιωτόπουλος, ο Περάκης, ο Πανουσόπουλος) έχουν καταγραφοί ως μεγάλοι εραστές της Αθήνας. Οι σύγχρονοι δημιουργοί, που έχουν κάνει κι αυτοί τη θητεία τους στο εξωτερικό, πιστεύετε αγαπάνε εξίσου την Αθήνα;
ΑΠ: Σίγουρα την αγαπάνε! Ο Κούτρας για παράδειγμα, δεν αγαπάει την Αθήνα;
ΑΝ: Είναι σχέση αγάπης – μίσους νομίζω. Ο Οικονομίδης για παράδειγμα, με την ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία του…
ΑΠ: …χαχαχα, ναι, αυτός ας πούμε ότι την αγαπάει μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο!
ΑΝ: Νομίζω ότι αυτή η σχέση αγάπης-μίσους είναι που έχει και το ενδιαφέρον. Γιατί κι ο Παναγιωτόπουλος, που είναι ο επίτιμος κινηματογραφιστής της Αθήνας, αν τον ρωτήσεις λέει ότι η Αθήνα δεν του αρέσει καθόλου!
Το άσχημο είναι πως κι οι Αθηναίοι δεν φαίνεται να αγαπάνε ιδιαίτερα τους κινηματογραφιστές τους…
ΑΠ: Α ναι, αυτό είναι μεγάλο ζήτημα…
Το σινεμά εδραιώθηκε ως μια μορφή ψυχαγωγίας ολότελα αστική. Κρίνοντας όμως απ’ την πορεία των εισιτηρίων τα τελευταία χρόνια, πόσο βλέπετε να διατηρεί τη θέση του στην καθημερινότητα του αστικού πληθυσμού της Αθήνας;
ΑΠ: Εντάξει, η αίθουσα, ο κατ’ εξοχήν χώρος του κινηματογράφου δηλαδή, είναι σαφές ότι έχει υποβαθμιστεί πάρα πολύ –ούτως ή άλλως έχουν παραμείνει ελάχιστες αίθουσες στο κέντρο της Αθήνας. Από ‘κει και πέρα όμως, δε σημαίνει πια ότι κινηματογράφο βλέπει κανείς μόνο στην αίθουσα.
ΑΝ: Ο κινηματογράφος διασπείρεται σε άλλα μέρη…
ΑΠ: Και σε άλλα Μέσα.
ΑΝ: …Δηλαδή στο DVD σου, στο home cinema, κι ακόμα και στο κινητό σου. Στον υπολογιστή σου, και στις οθόνες που προσπερνάς διασχίζοντας την πόλη, στις οποίες μπορεί να αντικρίσεις κινηματογραφικές εικόνες. Πια ο κινηματογράφος έχει μετατοπιστεί δηλαδή, δεν είναι μόνο το “να πάω στο σινεμά και την αίθουσα”, αλλά και πολλά άλλα πράγματα που υπάρχουν γύρω μας, και νομίζω πρέπει να το δούμε λίγο πιο ανοιχτά αυτό το θέμα.
Εδώ όμως μιλάμε για την ιδιωτικοποίηση ενός θεάματος που ξεκίνησε ως κατ’ εξοχήν μαζικό, δεν είναι αυτό μια βαθιά ριζική αλλαγή της ταυτότητάς του;
ΑΠ: Είναι μια μετάλλαξη σίγουρα.
ΑΝ: Αυτό είναι το ωραίο με το σινεμά όμως, πως επειδή είναι μια τέχνη που βασίζεται στην τεχνολογία –τέλος του 19ου αιώνα– έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσεται. Και πρέπει να δεχτούμε αυτές τις αλλαγές, εστώ και κριτικά βέβαια. Αλλά αυτή του η ικανότητα να μεταλλάσσεται, είναι κομμάτι της ίδιας της φύσης του, από τη γέννεσή του. Θέλω να πω, ο κινηματογράφος δεν παιζόταν πάντα σε αίθουσες, οι αίθουσες γίναν κάποια στιγμή στην πορεια. Πριν τις αίθουσες παιζόταν σε καφέ και σε μπαρ. Σε υπαίθριους χώρους. Ήταν κάτι άλλο.
ΑΠ: Προφανώς βέβαια η υποβάθμιση της αίθουσας είναι μια πολύ κακή εξέλιξη. Θα ήταν δηλάδη πολύ καλό να υπήρχαν ακόμη αίθουσες και να υπήρχε ένα ζωντανό κοινό που να πηγαίνει σε ένα δημόσιο θέαμα, αλλά πιθανότατα να πρέπει να υπάρξει κι ένας τρόπος να μετεξελιχθούν αυτές οι αίθουσες. Δηλαδή ίσως στα επόμενα χρόνια να δούμε αίθουσες κινηματογραφικές οι οποίες να είναι πολυχώροι, να βασίζονται σε εναλλασσόμενο πρόγραμμα, να λειτουργούν και ως εκθεσιακοί χώροι… κάπως όπως έχει ήδη γίνει σε χώρες του εξωτερικού δηλαδή, όπου ήδη υπάρχει αυτό το μοντέλο σε λειτουργία.
Ο Δημήτρης Ελευθεριώτης γράφει στο βιβλίο για τα θερινά σινεμά και την σημασία τους στην σύγχρονη κουλτούρα, η οποία λέει ότι αγνοείται απ’ το ‘80. Είναι κι αυτό ένα δείγμα υποβάθμισης των αιθουσών απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό, έτσι όπως αυτοπεριθωριοποιούνται και αυτοκαδραρονται ως δείγματα παρελθοντολαγνείας;
ΑΝ: Ναι, φάση γιασεμί και χαλικάκι… Κοίτα, είναι ωραία η εμπειρία του να πηγαίνεις σε θερινό σινεμά, αλλά σε γενικές γραμμές οι τεχνικές προδιαγραφές είναι τόσο κακές που τελικά προτιμάς να πας να κλειστείς σ’ ένα multiplex που έχει πολύ καλό ήχο και προβολή κλπ, παρά να πας στο θερινό.
ΑΠ: Νομίζω ότι τα τελευταία 3-4 χρόνια, αυτό που βλεπουμε στα θερινά σινεμά τουλάχιστον του κέντρου της Αθήνας, είναι πως λειτουργούν ως ατμομηχανή του τουρισμού πια. Περισσότερο λειτουργούν ως τουριστικά αξιοθέατα δηλαδή, παρά ανταποκρίνονται σε μια καθημερινή ανάγκη του Αθηναίου. Οπότε αυτό που θα λέγαμε ότι είναι μάλλον επιθυμητό, είναι να ξανανοίξουν περιφερειακά θερινά σινεμά στις συνοικίες, τα οποία πραγματικά μπορούν να ανταποκριθούν σε μια σινεφίλ ανάγκη, γιατί τα πιο κεντρικά έχουν πια επιλέξει έναν άλλον ρόλο.
ΑΝ: Έχουν γίνει σαν τα τσολιαδάκια, έχουν φολκλοροποιηθεί τελείως.
Ποιο είναι για εσάς το στίγμα του βιβλίου σας; Μπορεί να λειτουργήσει ως τουριστικός οδηγός για τους αμετανόητους σινεφίλ;
ΑΝ: Ασυζητητί! Κατ’ αρχήν για κάποιον που αγαπά το σινεμά, το το σινεά το ίδιο είναι ο ιδανικός τουριστικός οδηγός!
ΑΠ: Μα ναι, αν πας στη Βυρηττό για παράδειγμα, δεν ξεκινάς βλέποντας δυο-τρεις ταινίες για τη Βυρηττό;
ΑΝ: Ακριβώς. Κι αντίστοιχα λειτουργεί κι αυτός ο τόμος για την Αθήνα: σού προτείνει τις ταινίες, τις βλέπεις, κι ύστερα τον παίρνεις μαζί σου και επισκέπτεσαι την πόλη.
Έχει όμως πράγματα να ανακαλύψουν και γι’ αυτούς που ζουν στην πόλη.
ΑΝ: Ναι, ναι, φυσικά. Το βιβλίο αυτό επιλέξαμε να είναι γραμμένο με έναν τρόπο αρκετά pop, σε αντίθεση με πολλούς απ’ τους άλλους τόμους της σειράς που ακολουθούν μια πιο ακαδημαϊκή γραφή –όπως το βιβλίο για το Παρίσι, ας πούμε. Θέλαμε να συνδυάζει μεν το ακαδημαϊκό στο κομμάτι της έρευνας, αλλά να μιλά με έναν τρόπο πιο λαοφιλή, για να απευθυνθεί σε ευρύ κομμάτι του κοινού.
ΑΠ: Οπότε αυτό το βιβλίο προσφέρει πράγματα σε οποιονδήποτε μπορεί να ενδιαφερθεί για την Ιστορία της Αθήνας, ή τον κινημαογράφο της, ή και για την ίδια την πόλη. Κι ίσως μάλιστα να έχει και μια πιο τουριστικη προσέγγιση απ’ τα άλλα βιβλία της σειράς, με την έννοια ότι μπορείς πραγματικά μια βόλτα που την κάνεις καθημερινά, με αυτό το βιβλίο στο χέρι να την δεις απο εντελώς διαφορετική σκοπιά.
ΑΝ: Ναι, γενικά προσπαθήσαμε να απευθυνθούμε σε κόσμο που ξέραμε ότι ήδη είχε ασχοληθεί με το θέμα της Αθήνας στον κινηματογράφο, και νομίζω ότι η σύνθεση όλων αυτό που έχουν γράψει μέσα, μας έχει κάνει περήφανες.
Το βιβλίο World Film Locations: Athens, σε επιμέλεια των Άννα Πούπου, Αφροδίτη Νικολαΐδου και Ειρήνη Σηφάκη κυκλοφορεί σε ενημερωμένα βιβλιοπωλεία από την Intellect Books.
Με κείμενά τους συμμετείχαν οι: Λευτέρης Αδαμίδης, Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης, Σταύρος Αλιφραγκής, Μανόλης Αρκολάκης, Φαίδρα Βόκαλη, Λήδα Γαλανού, Δημήτρης Ελευθεριώτης, Μπέτυ Κακλαμανίδου, Μυρτώ Καλοφωλιά, Χάρης Καραχάλιος, Αθηνά Καρτάλου, Ούρσουλα – Ελένη Κασσαβέτη, Δημήτρης Κερκινός, Υβόν Κοσμά, Ελευθερία Ράνια Κοσμίδου, Αγγελική Κουκουτσάκη – Monnier, Στέλιος Κυμιωνής, Μανώλης Κρανάκης, Γιώργος Κρασσακόπουλος, Ιουλία Μέρμηγκα, Δέσποινα Μουζάκη, Ερατώ Μπασέα, Λίνα Μυλωνάκη, Λύδια Παπαδημητρίου, Έφη Παπαζαχαρίου, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Παραδείση, Θανάσης Πατσαβός, Δέσποινα Παυλάκη, Κατερίνα Πολυχρονιάδη, Nick Potamitis, Sylvie Rollet, Γιάννης Σκοπετέας, Νίκος Τσαγκαράκης, Βασιλική Τσιτσοπούλου, Ηλίας Φραγκούλης, Μαρία Χάλκου, Έλενα Χρηστοπούλου, Μάριος Ψαρράς.