Categories: FeaturedΠΟΛΗ

Urban Life: 10 Aθηναίοι μας συστήνουν το κτίριο που αγαπούν περισσότερο στην πόλη τους

Μια πόλη είναι κυρίως οι άνθρωποί της. Η Αθήνα είναι οι Αθηναίοι. Είναι όμως και τα κτίρια της, εκείνα που κατασκευάστηκαν, κατοικήθηκαν ίσως και κακοποιήθηκαν απο ανθρώπους. 10 Αθηναίοι  και συγκεκριμένα η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, ο Χρήστος Αστερίου, η Τζίνα Σωτηροπούλου, η Μανίνα Ντάνου, η Άννα Γούλα Βαρδινογιάννη, η Δήμητρα Βγενοπούλου, η Μυρτώ Κιούρτη, ο Cacao Rocks, η Μαριλένα Βαϊνανίδη και ο Νίκος Λιβαθινός μας συστήνουν το αγαπημένο τους κτίριο στην πόλη, όχι μόνο  από αρχιτεκτονικής άποψης αλλά κυρίως λόγω προσωπικής οπτικής. Η λίστα ετερόκλιτη όπως άλλωστε είναι η πόλη και οι άνθρωποί της.


Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου ονειρεύεται μια άλλη χρήση του κτιρίου που σήμερα στεγάζει το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών

Δεν ξέρω αν το αγαπάνε πολλοί. Ίσως κάποιοι να το απεχθάνονται. Ένα είναι το βέβαιο. Είναι ένα κτίριο που περιμένει να αγαπηθεί. Στον πυρήνα της πόλης, στη γειτονιά των μουσείων, ένας συμπαγής όγκος δίχως στολίδια, ακουμπισμένος σε διάφανο, γυάλινο βατήρα. Σωστή κλίμακα και – τι σπάνιο – αξιοζήλευτος περιβάλλων χώρος. Δεν έχει τη γοητεία του Ωδείου του Δεσποτόπουλου. Έχει όμως την ίδια φόρα. Τη φόρα του μοντερνισμού του Θουκυδίδη Βαλεντή. Το αντικρίζω συχνά. Βλέπω τον κόσμο να περιμένει το λεωφορείο στη στάση που φέρει το όνομά του. Πάντα, όμως, σκέφτομαι το ίδιο πράγμα. Ας επιτραπεί να του δώσει κάποιος ζωή. «Δείγμα αθηναϊκού μπάουχαους». Έτσι χαρακτηρίζεται. Για να είναι, όμως, πραγματικό μπάουχαους, χρειάζεται να υπάρξει το θαύμα ενός απλού μα δύσκολου συγκερασμού ορθολογισμού, τόλμης, έμπνευσης. Δεν θέλω ένα μακάβριο, υπνωτισμένο πολεμικό μουσείο στο κέντρο της πόλης μου. Άλλοι είναι οι τρόποι καλλιέργειας της εθνικής μου κουλτούρας και της απόδοσης τιμής σε όσους με θάρρος υπερασπίστηκαν τον τόπο μου. Το αγαπημένο μου κτίριο στην Αθήνα υπάρχει, και δεν υπάρχει. Ζει, και δεν ζει. Του λείπει το περιεχόμενο, οι άνθρωποι. Το αγαπημένο μου κτίριο στην Αθήνα ανήκει στο μέλλον. Θα είναι το πρώην Πολεμικό Μουσείο, ένα ζωντανό εργοστάσιο ιδεών στην καρδιά της Αθήνας.

Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου είναι Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.


Ο Χρήστος Αστερίου ακούει στο κουφάρι του αεροδρομίου του Ελληνικού τους ψιθύρους των παλιών επιβατών

Φωτογραφία: Παναγιώτης Τζάμαρος

Απ’ όλα τα κτήρια των Αθηνών, τα νεοκλασικά του Τσίλερ, τις παλιές πολυκατοικίες με την σκούρα πατίνα του καυσαερίου, τα χαμηλά προσφυγικά, τις μεζονέτες ή τα φαραωνικά υπολείμματα μιας περιόδου που μοιάζει πιο μακρινή απ’ ότι πραγματικά είναι, αγαπώ μόνο όσα «αισθηματοποιήθηκαν» για μένα, όπως γράφει ο ποιητής, στεγάζοντας μικρές τραγωδίες, θριάμβους, αποχαιρετισμούς. Κι από τα μεγάλα αρχιτεκτονικά ορόσημα των τουριστικών οδηγών προτιμώ τους κάθε λογής «μεθοριακούς» σταθμούς της πόλης, επειδή σαν άλλες θεατρικές σκηνές φιλοξενούν το έργο της προσωπικής μας καθημερινότητας. Το παλιό αεροδρόμιο στο Ελληνικό υπήρξε ένας χώρος με ιδιαίτερη σημασία μέχρι το οριστικό του κλείσιμο το 2001. Θυμάμαι κάποιες επεισοδιακές αναχωρήσεις για την Γερμανία, όταν ακόμα το διαδίκτυο ήταν σε εμβρυακή μορφή, οι πληροφορίες συγκεχυμένες κι ένα ταξίδι στο εξωτερικό μια δύσκολη υπόθεση. Την κίνηση στην παραλιακή και την μυθική διάσταση που έπαιρνε στο μυαλό μου η διαδικασία της επιβίβασης, τις αμήχανες κουβέντες πριν το πέρασμα στην ουδέτερη ζώνη του χώρου αναμονής και τον μεταλλικό ήχο της σφραγίδας όταν ο αστυνομικός μάρκαρε με κόκκινη μελάνη το διαβατήριο. Το Ελληνικό ήταν η επιτομή μιας παλιάς Ελλάδας που πέθαινε αργά μπροστά στα μάτια μας για να ξαναγεννηθεί, με διαφορετική ταυτότητα και υπερβολικές προσδοκίες, σε άλλο σημείο της αττικής γης. Στο τσιμεντένιο κουφάρι του θα αντηχούν ακόμα, φαντάζομαι, οι ψίθυροι των παλιών επιβατών -μεταξύ άλλων και ο δικός μου.

Το τελευταίο βιβλίο του Χρήστου Αστερίου «Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη: μια αληθινή ιστορία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.


Για τη Τζίνα Σωτηροπούλου το REX ειναι η λαμπερή υπενθύμιση μιας αρχιτεκτονικής που σπανίζει

Φωτογραφία:  Παναγιώτης Τζάμαρος

Εκτυφλωτικά εντυπωσιακό, ιδίως το σούρουπο, το κτίριο αυτό στο νούμερο 48 της Πανεπιστημίου κουβαλά την αμερικάνικη κινηματογραφική λάμψη ενός θαυμαστού παρελθόντος. Με σαφείς art deco αναφορές της δεκαετίας του ’20 και του ‘30, το κτίριο που πλέον στεγάζει τρεις σκηνές του Εθνικού Θεάτρου σχεδιάστηκε ως κινηματοθέατρο Rex από τους αρχιτέκτονες Βασίλειο Κασσάνδρα και Λεωνίδα Μπόνη. Δικό τους κτίριο είναι και το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, γνωστό σήμερα και ως City Link, εκεί που βρίσκεται το Attica και το πολυσυζητημένο Zonar’s.

Το Rex σε κερδίζει με αυτή την στυλιστικά αγέρωχη όψη, ύψους 34 μέτρων, που στέκεται εκεί από το ‘37. Ο πρώτος μοντέρνος κινηματογράφος της Αθήνας ήταν απολύτως σύγχρονος της εποχής του: απρόβλεπτα γοητευτικός, ανήσυχα διακοσμητικός, μια υπενθύμιση ενός μητροπολιτικού νεοϋορκέζικου τοπίου ουρανοξυστών. Ένα κτίριο που κουβαλά την λεπτή ισορροπία μεταξύ της στιβαρότητας και της χολιγουντιανής φαντασμαγορίας ακριβώς στο κέντρο της πόλης.

Από πολύ μικρή ανεβοκατεβαίνω την Πανεπιστημίου, ειδικά αυτό το κομμάτι προς Ομόνοια. Για χρόνια ήταν εκεί το γραφείο του πατέρα μου, Εμμανουήλ Μπενάκη & Πανεπιστημίου, τώρα λίγο πιο πίσω το δικό μας και παραδίπλα το δικό του και της αδερφής μου. Συχνά περνάω ξυστά από το κομψό αυτό κτίριο: απατηλή πολυτέλεια μιας στιγμιαίας εποχής ευμάρειας. Συχνά διασχίζω την Πανεπιστημίου, ανεβαίνω τα σκαλοπάτια της πλατείας Δικαιοσύνης και έρχομαι αντιμέτωπη μ’ αυτές τις τόσο ισχυρές κατακόρυφες γραμμές, τις ολόλευκες λωρίδες νέον που στραφταλίζουν και αντανακλούν την ζωντάνια και την πολυπλοκότητα ενός χώρου θεάματος. Το Rex είναι για μένα ο συμβολικός εκείνος τόπος, η λαμπερή υπενθύμιση μιας αρχιτεκτονικής που σπανίζει. Μιας αρχιτεκτονικής που δίνει αξία στις επιμέρους λεπτομέρειες της κατασκευής και διαιωνίζει την αστική εκείνη φαντασίωση που γεννιέται από την δύναμη της εικόνας. Το βράδυ ειδικά, το Rex αποκλείεται να περάσει απαρατήρητο. Διαπερνά την ματιά σου: μια δέσμη φωτός στοιχισμένη σ’ ένα μοναδικά αυστηρό κάναβο.

Η Τζίνα Σωτηροπούλου είναι αρχιτέκτονας.


Η Μανίνα Ντάνου αναπολεί τα επαγγελματικά νιάτα της στο κτίριο που κάποτε στέγαζε την Καθημερινή στην οδό Σωκράτους

Φωτογραφία: Γεράσιμος Δομένικος

Όταν ρωτούσαν τον Μικρό Νικόλα ποιός είναι ο καλύτερός του φίλος, δυσκολευόταν. «Έχω ένα σωρό καλύτερους φίλους, όλοι οι άλλοι δεν είναι καθόλου φίλοι μου», έλεγε κι είναι το πιο σοφό πράγμα που έχω ακούσει για τους φίλους, αλλά και τα «αγαπημένα κάτι» του καθενός. Σαν το Μικρό Νικόλα έχω ένα σωρό αγαπημένα κτίρια. Τις στρογγυλές πολυκατοικίες στην Κηφισιά ή εκείνες του ’30 στην Κυψέλη, σε μια εκ των οποίων μένω σήμερα. Τα μικρά ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Τα ερασιτεχνικά γήπεδα, με το χώμα. Τα συνοικιακά κομμωτήρια. Τα συνεργεία στο Βοτανικό.

Αλλά αν έπρεπε να διαλέξω ένα, αυτό θα ήταν της Καθημερινής στη Σωκράτους, όπου πρωτοέπιασα δουλειά το 2000. Το κατασκεύασε τη δεκαετία του ’50 η οικογένεια Βλάχου, για να στεγάσει την εφημερίδα, αφού είχε γκρεμίσει τη διώροφη κατοικία της. Εκείνο το κτίριο που σήμερα στεγάζει την Πολεοδομία του Δήμου Αθηναίων, ήταν για μένα η προσωποποίηση της δημοσιογραφίας -της παλαιού τύπου, πριν το ίντερνετ και τα iMac, που όταν αναζητούσαμε παλιά δημοσιεύματα πηγαίναμε στη βιβλιοθήκη της Βουλής και κοιτούσαμε διαφάνειες.

Ηταν ένα παράξενο κτίριο που είχε επεκταθεί με γραφεία στα διπλανά. Τον ανήλιαγο πρώτο όροφο όπου στεγαζόταν το Ελεύθερο (εμείς δηλαδή) το λέγαμε Τάφο του Ινδού. Σε κανένα σημείο του δεν μπορούσες να καταλάβεις τι ώρα είναι, αν έχει σκοτεινιάσει, αν βρέχει, αν γίνεται πόλεμος. Το ρολόι του ορόφου δε βοηθούσε: είχε σταματήσει από τις 7 Σεπτεμβρίου 1999 στις 3 το μεσημέρι, την ώρα του μεγάλου σεισμού. Είχε γραφείο «φαξ και τέλεξ», ασανσέρ υπηρεσίας που χωρούσε με το ζόρι τρία παραπολυαδυνατα άτομα, ντούμπλεξ τηλέφωνα (μια γραμμή συχνά τη μοιράζονταν δύο ή τρεις συντάκτες) και το αγαπημένο μου πράγμα στον κόσμο, την περίφημη «μπόμπα», ένα σωλήνα που διαπερνούσε κάθετα το κτίριο, στο οποίο «ρίχναμε» ένα κυλινδρικό δοχείο με χαρτιά που θέλαμε να μεταφέρουμε πάνω-κάτω και αυτό τα ρουφούσε!

Ποτέ δεν είδα από μέσα την περίφημη «αίθουσα Βλάχου» όπου η διοίκηση τραπέζωνε εκλεκτούς καλεσμένους. Εμείς τραπεζωνόμασταν στα μαγειρεία της στοάς από κάτω, στα σουβλάκια της Γωνίας και αργότερα στα KFC. Κάθε μέρα περνούσαμε οπωσδήποτε μια φορά από το Metropolis. Κι από τη μέρα που μετακομίσαμε στο ηλιόλουστο και σύγχρονο κτίριο του Νέου Φαλήρου, δεν έχει περάσει μέρα που να μην μνημονεύσουμε τη Σωκράτους. Τα επαγγελματικά νιάτα μας δηλαδή.

Η Μανίνα Ντάνου είναι δημοσιογράφος στην Καθημερινή.


Η Άννα Γούλα Βαρδινογιάννη βρίσκεται σε σύγχυση και μπερδεύει το Παλατάκι Χαϊδαρίου με το Πύργο των Αθηνών

Εμένα το αγαπημένο μου κτίριο είναι ο Πύργος των Αθηνών! Τον έχετε δει ποτέ? Πήγαινα παλιά με τους γονείς μου κι αυτοί καθόντουσαν εκεί στην πλατεία για ουζάκι, ενώ εγώ εξερευνούσα τον περίτεχνα φτιαγμένο Πύργο!

Με συνάρπαζαν και με συναρπάζουν οι πέτρινοι τοίχοι, οι πολεμίστρες , οι βαριές ξύλινες πόρτες , οι φαρδιές σκάλες που οδηγούν στο εσωτερικό του κτιρίου. Το πεδίον του ‘Αρεως απλώνεται γύρω του.

Μπροστά από τον Πύργο των Αθηνών περνούσε η λεωφόρος Αλεξάνδρας , που κατά ένα περίεργο τρόπο τότε μου φαινόταν πολύ πιο φαρδιά απ ότι τη βλέπω τώρα. Εμοιαζε με Εθνική Οδό.

Έχω πάει πολλές φορές τώρα στο Πεδίον του Αρεως ψάχνοντας για τον Πύργο των Αθηνών. Που στο καλό έχει πάει? Τον κατεδαφίσανε κι αυτόν? Είμαι πραγματικά ευγνώμων στον δήμαρχο που τον έχτισε, αλλά στον αχρείο που τον κατεδάφισε θα στείλω μήνυμα διαμαρτυρίας .

Ευτυχώς για τον πολιτισμό μας έχει μείνει κάτι παρόμοιο εκεί σ’ ένα βουνό – κοντά στην Αθήνα-που πάω για περπάτημα και την περιοχή εκεί την λένε Τατρόι νομίζω .

Αλλά το πιο ωραίο δε σας το είπα! Μια γνωστή μου Αιγαλιώτισσα , μου είπε ότι ο Πύργος των Αθηνών-τον οποίο της περιέγραψα – λέγεται Παλατάκι και βρίσκεται στο Χαϊδάρι. Το ότι δεν βρίσκεται στην Αθήνα το αφήνω -είναι αγεωγράφητη- αλλά Παλατάκι ???

Μια άλλη πάλι απ το Κολωνάκι μου είπε ότι ο Πύργος των Αθηνών υπάρχει μια χαρά , αφού ένας φίλος της διατηρεί γραφείο στον 25ο όροφο .Ποιό 25ο όροφο βρε αγάπη ? Δύο τρεις ορόφους είχε ο Πύργος λέμε !

Κορίτσια Συνέλθετε !

Η Άννα Γούλα-Βαρδινογιάννη είναι το καλλιτεχνικό alter ego της εικαστικού Χαράς Κολαΐτη και η περσόνα πάνω στην οποία βάσισε το έργο της τα τελευταία χρόνια.


Για τη Δήμητρα Βγενοπούλου ο Πύργος του Πειραιά είναι κάτι σαν τα σεμεδάκια της μαμάς

Φωτογραφίες: Σοφία Ζαχαριάδη

Σε καμία περίπτωση δεν τον λες «ωραίο». Κατ’ αρχάς, σου κόβει τη θέα. Ούτε καν την ανάσα, τη θέα απλά. Κατά δεύτερον, πιάνει χώρο. Στέκει εκεί για περισσότερα από 40 χρόνια, και δεν χρησιμοποιείται. Κι ας είναι το δεύτερο ψηλότερο κτίριο της χώρας. Επίσης, «χαλάει» τη μόστρα. Όχι, ότι τα κτίρια κατά μήκος του λιμανιού του Πειραιά έχουν να επιδείξουν σπουδαίες αρχιτεκτονικές αρετές ή αξιόλογη «αισθητική», αλλά ο ουρανοξύστης – ερείπιο έρχεται απλά να σου εντείνει την αίσθηση ότι κάτι λείπει από το πρώτο λιμάνι της χώρας: η ομορφιά.

Ο Πύργος του Πειραιά είναι ένα από τα αγαπημένα μου κτίρια.

Για κανέναν από τους παραπάνω λόγους. Για τις αναμνήσεις. Όσοι έχουν μεγαλώσει στον Πειραιά, ίσως καταλάβουν. Ίσως όμως, γιατί οι Πειραιώτες δεν αγαπούν τον Πύργο τους. Τον ανέχονται, τον έχουν συνηθίσει, αλλά δεν είναι ανάμεσα στα καμάριά τους. Για πολλούς λόγους.

Ο Πύργος που αγγίζει τον ουρανό, αν σταθείς και τον κοιτάξεις από χαμηλά, για να επιστρέψω στις δικές μου αναμνήσεις, είναι μία από τις εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό αν με ρωτήσεις για τις βόλτες μου ως παιδί στον Πειραιά. Πάντα τον έκανα χάζι. Ακόμα κι όταν περνούσαμε με το αυτοκίνητο. Με εντυπωσίαζε, ακόμα με εντυπωσιάζει, το μέγεθός του. Ένα μέγεθος που δεν συναντάς στα κτίρια της Ελλάδας.

Η αίσθηση, μάλιστα, είναι διαφορετική, αν τον συγκρίνεις π.χ. με τον Πύργο των Αθηνών, που έρχεται πρώτος στη λίστα με τα ψηλότερα κτίρια της χώρας: στέκεται μόνος του- και γιγαντιαίος!- ανάμεσα σ’ άλλα (πολύ) μικρότερα, άψυχος ανάμεσα σ’ άλλα τριγύρω που σφύζουν από ζωή.

Είναι ένα από τα δικά μου memorabilia. Φαντάσου εκείνα τα άθλια κάδρα που κοσμούν τους τοίχους του πατρικού σου, τα σεμεδάκια της μαμάς και τα μισοσπασμένα μπιμπελό στο σύνθετο: όλα τα μέλη της οικογένειας συμφωνούν ότι δεν είναι ωραία, αλλά κανείς δεν τα πειράζει, γιατί ήταν η προίκα της μαμάς, τα δώρα του γάμου, οι μπομπονιέρες από τη βάφτισή σου, γιατί, επομένως, κάτι θυμίζουν στους γονείς σου, γιατί ήταν εκεί όταν εσύ γεννήθηκες. Γιατί είναι όλα εκείνα τα οικεία «τίποτα» που γίνονται τα «πάντα» όταν θες να επιστρέψεις κάπου που νιώθεις ασφάλεια, σιγουριά και αγάπη.

Έτσι, και με τον Πύργο του Πειραιά: αν αποφασίσουν ποτέ να τον γκρεμίσουν, θα είναι σαν να έχει κατεβάσει η μαμά τα σεμεδάκια από την τηλεόραση. Δεν θα στεναχωρηθείς- καθόλου!-, αλλά κάτι θα σου λείπει από τη μπομπίνα με τα καρέ της ζωής σου (ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος αυτής).

Η Δήμητρα Βγενοπούλου είναι δημοσιογράφος στο joytv.gr


Η Μυρτώ Κιούρτη αισθανόταν σαν να βρισκόταν σε ένα σπίτι τεραστίων διαστάσεων τις ώρες που περνούσε στο κεντρικό κτίριο του Πολυτεχνείου

Το κεντρικό κτίριο του Πολυτεχνείου στην Πατησίων είναι ένα από τα πλέον γνωστά και εμβληματικά κτίσματα της Αθήνας, άμεσα συνδεδεμένο με τη σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Στη δική μου αθηναϊκή βιογραφία το συγκεκριμένο κτίριο αποτελεί το υπέρτατο σημείο αναφοράς καθώς μέσα σε αυτό εκπαιδεύτηκα ή μάλλον μυήθηκα σε έναν τελείως πρωτόγνωρο για μένα τρόπο να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και να δρω μέσα σε αυτόν. Στις μνημειώδεις του αίθουσες άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι η αφαίρεση εμπεριέχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από τη συσσώρευση, ή αλλιώς ότι το λίγο είναι καλύτερο από το πολύ, ότι ο τρόπος που διαχειριζόμαστε την ύλη αντανακλά το βαθύτερο αξιακό μας σύστημα, ότι μπορούμε να ονειρευτούμε έναν ομορφότερο και δικαιότερο κόσμο και όλοι μαζί να τον χτίσουμε εδώ και τώρα. Όταν στεκόμουν στον κεντρικό μεγαλειώδη αίθριο χώρο του, φανταζόμουν μερικές φορές ότι είχα προσγειωθεί μέσα σε ένα παράξενο μετανεωτερικό μοναστήρι, και πως αποτελούσα μέλος ενός τάγματος που αφιέρωνε ψυχή τε και σώματι στο να κατασκευάσει έναν απενοχοποιημένα απολαυστικό παράδεισο επί της γης. Άλλες φορές ένιωθα ότι το κτίριο ήταν απλώς ένα σπίτι τεραστίων διαστάσεων, όπου εκεί στεγαζόταν η καινούρια μου υπερμεγέθης οικογένεια η οποία θεμελιωνόταν ως θεσμός όχι πια σε δεσμούς αίματος αλλά γνώσης. Πολλοί κοινωνικοί στοχαστές λένε ότι η Αθήνα είναι ένα μεταμοντέρνο χωριό. Αν είναι όντως έτσι, τότε στη δαιδαλώδη προνεωτερική Αθηναϊκή δομή ο προσωπικός μου χάρτης έχει κέντρο, πλατεία και εκκλησία η οποία σχεδιάστηκε το 1859 από τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου και είναι αφιερωμένη στην Αρχιτεκτονική.

Η Μυρτώ Κιούρτη είναι αρχιτέκτονας.


O Cacao Rocks και η κυρία Κυριακή με τη Μπέλα, στο αγαπημένο του κτίριο, Ευμορφοπουλου και Επικούρου γωνία

Πριν κάποια χρόνια έκανα μια ζωγραφιά στην οδό Επικούρου στου Ψυρρή σε μια σκουριασμένη πόρτα. Ξαφνικά άκουσα ένα δυνατό γάβγισμα, ήταν απ`το απέναντι κτίριο, Επικούρου κι Ευμορφοπούλου γωνία, ένας μεγαλόσωμος ασπρόμαυρος σκύλος προσπαθούσε να με τρομάξει. Μια γλυκύτατη ηλικιωμένη κυρία άρχισε να του φωνάζει, «Μπέλα-Μπέλα!». «Απλά ζωγραφίζω», είπα. Νόμιζαν πως προσπαθώ να κάνω διάρρηξη. Ηρέμισαν και μου έκαναν παρέα. Αυτή η νύχτα μου άλλαξε την ζωή. Ένα χρόνο μετά, μετακόμισα σ`αυτή την γειτονιά, την ερωτεύτηκα και νομίζω πως τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.
Το κτίριο αυτό, Ευμορφοπουλου και Επικούρου γωνία, είναι το αγαπημένο μου κτίριο στην Αθήνα. Το 2014 φιλοξενήσαμε δυο καλλιτέχνες απ’ο την Αγγλία, τον Malarky και τον David Shilliglaw, για να το διακοσμήσουν με τοιχογραφίες από πάνω ως κάτω.
 Η ηλικιωμένη, είναι η κυρία Κυριακή και ο σκύλος της η Μπέλα. Βασιλεύουν ακόμα στην γειτονιά. Η γειτονιά έχει αλλάξει, το κτίριο έγινε εμπριμέ, οι τουρίστες το φωτογραφίζουν και γεμίζει χαρά τα παιδιά που περνάνε κάθε μέρα για να πάνε σχολείο. Μπορεί να ακούγονται γλυκανάλατα όλα αυτά αλλά έτσι είναι. Της κυρίας Κυριακής δεν της άρεσε πολύ που το βάψαμε αλλά λέει πως εμείς οι νέοι ξέρουμε καλύτερα και πάντα χαμογελαστή, βγαίνει και με χαιρετάει απ το πολύχρωμο μπαλκόνι της.

Ο Cacao Rocks είναι street artist.


Η Μαριλένα Βαϊνανίδη ως παιδί ένιωθε ότι βλέπει περφόρμανς στο τμήμα των τυριών στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κυψέλη κοντά στη δημοτική αγορά. Το κτίριο αυτο το εχω συνδέσει με εικόνες και μυρωδιές απ τα παιδικά μου χρόνια. Η μαμά μου μ’ έπαιρνε μαζί της για να ψωνίσουμε και μου έκανε εντύπωση που ήταν σαν μεγάλο μαγαζί χωρίς πόρτα, σαν να είσαι μέσα κι έξω ταυτόχρονα. Μπαίναμε από τη μια μεριά του τούνελ και βγαίναμε από την άλλη. Στο μεταξύ κάναμε στάση σε πάγκους με φρούτα και λαχανικά και κόσμο που φωνάζει, όμως το πιο εντυπωσιακό για μένα ήταν το τμήμα των τυριών. Θυμάμαι να ‘ναι το πιο φωτεινό και να κοιτάω ένα ένα τα τυριά σα να βλέπω κάποια περφόρμανς. Γενικά για ένα παιδί που νιώθει αρκετή μοναξιά, μέρη όπως αγορές και σουπερ μάρκετ με κόσμο και φώτα, πάντα μοιάζουν με ευχάριστη περφόρμανς.

Η Μαριλένα Βαϊνανίδη είναι φωτογράφος, δημιουργός του spitishoot.com.


Για το Νίκο Λιβαθινό το κτίριο της οδού Μυλλέρου στο Μεταξουργείο έχει αυτά που χαρακτηρίζουν την Αθήνα: αύρα και ήλιο

φωτογραφία: Μπάμπης Λουϊζίδης, Κατερίνα Γληνού

Το ιστορικό και κτισμένο αποτύπωμα αυτής της πόλης είναι μάλλον αχανές. Για όσους την περπατάμε κοιτάζοντας κλεφτά προς τα πάνω, η επιλογή ενός και μόνο κτιρίου, μιας αγαπημένης γωνιάς, μοιάζει να είναι τόσο δύσκολο όσο να ξεχωρίσεις την ίδια την πόλη απ’ τον ήλιο της. Ωστόσο, ένα κτίσμα που περιγράφει και μεταφράζει ταυτόχρονα την ισχυρή αθηναϊκή αστικότητα με χαρακτηριστικά ελληνικής υπαίθρου υπό ένα νέο πρίσμα, είναι το κτίριο κατοικιών και καταστημάτων που περιγράφεται από τις οδούς Μυλλέρου, Γερμανικού, Μαραθώνα και Λεωνιδίου στο Μεταξουργείο.

Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική σύνθεση ενός ολόκληρου οικοδομικού τετραγώνου, που τείνει να αναδείξει μια σειρά από πρότυπες σχέσεις/αντιθέσεις. Οι όψεις (εξωτερικές και εσωτερικές) είναι ένα παιχνίδι κενού και πλήρους, ενώ οι κυβόσχημες αφετηρίες εμφανούς beton και επιλεγμένων χρωματικών επιφανειών συμπληρώνουν με ιδιότυπο τρόπο την συνέχεια των γειτονικών κτισμάτων (τυπικές πολυκατοικίες και απομεινάρια νεοκλασικής περιόδου).

Το εσωτερικό αίθριο (ως συνέχεια της Μυλλέρου και της παρακείμενης πλατείας Αυδή), αναφέρεται στην «ανοικτότητα» των αστικών κατοικιών του προηγούμενου αιώνα, αναδεικνύει τη διαμπερότητα του συνόλου και ενισχύει τη συνεκτικότητα μιας κοινότητας σε μικρογραφία, δίνοντας στον «κοινό τόπο» μια νέα ερμηνεία : την εισαγωγή της πόλης στον πυρήνα. Το κτίσμα διαμορφώνει τόσο μια εξωστρέφεια, με βάση τα αμιγώς αντιστικτικά του χαρακτηριστικά, όσο και εσωστρέφεια, με το βλέμμα να προσανατολίζεται «εντός», στη σημασία ενός περάσματος και μιας συμβολικής ελιάς που στέκει στο μέσον.

Ιδιωτικό και δημόσιο εμπλέκονται εξίσου σε τούτο το κέλυφος, αν και θεωρητικά είναι «ένας ακόμα κύβος τσιμέντου». Όμως, η ποιότητα των υλικών, ο χειρισμός του ορίου, η διαμπερότητα και η διάχυση του φωτός, προάγουν τελικά αυτό το δυσεύρετο στις μέρες μας : την ανθρώπινη σχέση.

Αυτό χρειαζόμαστε άλλωστε, να συν-κατοικούμε.

Η (συγκεκριμένη) γειτονιά θα φροντίσει για τα υπόλοιπα.

Έχει και αύρα και ήλιο – και τα δυό απλώνουν στην πόλη.

Ο Νίκος Λιβαθινός είναι αρχιτέκτονας.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.