Θυμάμαι ότι έβλεπα για καιρό το κίτρινο χαρτί ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ στο νούμερο 68 της Φωκίωνος, μέχρι που ένα πρωί κάτι άλλαξε. Ένας μικρός «Μετεωρίτης» είχε προσγειωθεί στη γειτονιά. Η βιτρίνα του χώρου γέμισε με βιβλία, οι τοίχοι βάφτηκαν ένα απαλό βεραμάν χρώμα που έδενε με τα δέντρα γύρω και κάποιες παλιές πολυθρόνες περίμεναν τους αναγνώστες που θα έκαναν μια στάση εκεί, επάνω στον πεζόδρομο.
Πολλές φορές καθόμουν στο παγκάκι απέναντι και άκουγα τουρίστες να μιλούν με τον ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου, έβλεπα παιδιά, νέους και ηλικιωμένους, κάποιους με τα ψώνια της Λαϊκής στο χέρι, να ψάχνουν μαζί στα ράφια ή στα σταντ που βρίσκονται έξω, το βιβλίο που θα τους κέντριζε το ενδιαφέρον και τους χάζευα χαμογελαστή. Είναι από αυτές τις στιγμές που δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι. Αν είσαι εδώ, αν είσαι σε ένα παριζιάνικο καφέ ή σε ένα παλιό bookshop στο Cambridge της Αγγλίας. Αυτή ήταν η πρώτη επιτυχία του Μετεωρίτη. Και μόνο με την παρουσία του εκεί, να σε κάνει να χάνεις τον τόπο και τον χρόνο. Αυτό το ταξίδι του μυαλού είναι και ένα από τα στοιχεία που πρεσβεύουν τον ιδιοκτήτη του.
Ο Μπενουά Ντουραντέν βρίσκεται στην Ελλάδα 13 χρόνια. Γεννήθηκε στο Παρίσι, τουλάχιστον αυτό του είπε η μητέρα του, αφού όπως λέει ο ίδιος δεν μπορεί να ξέρει αν αυτό ισχύει, μιας και είναι μέγας σκεπτικός με αυτά τα θέματα. Πιστεύει ότι η ζωή είναι σαν ένα ποτάμι που κυλάει και εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε μέσα σε αυτό. Από μικρός είχε μια απίστευτη όρεξη για μάθηση, έχει ταξιδέψει πολύ, έχει σπουδάσει design, έχει εργαστεί σε πολλές διαφορετικές δουλειές για χρόνια ως designer. Μέχρι που πριν από 13 χρόνια βρέθηκε στα μέρη μας.
Αγάπησε την Αθήνα, τους ανθρώπους της και σκεφτόταν καιρό να κάνει κάτι εδώ. Η ψυχή και η ζωή του είναι, όπως λέει, σαν ένα διήγημα του Μπόρχες με πολλά παράθυρα, πόρτες, μύθους και λαβύρινθους. Αλλά, τονίζει επάνω στην κουβέντα μας, «κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι όντως είμαστε στην Ελλάδα, στην Αττική. Μπορεί να είμαστε πουθενά και από το πουθενά να ήρθα στο πουθενά». Μου παραθέτει σαν παράδειγμα έναν στίχο από το ποίημα του Σεφέρη, “Με τον τρόπο του Γ.Σ.”: «Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά». Στην Κυψέλη του πουθενά και του παντού, έμενε για περίπου τρία χρόνια πριν αποφασίσει να ανοίξει το βιβλιοπωλείο και η καλή του «μύτη» τον οδήγησε να προσπαθήσει να δημιουργήσει το συγκεκριμένο όνειρό του σε αυτή τη γειτονιά.
Όταν έψαχνε τι όνομα να δώσει στο βιβλιοπωλείο, έγραψε σε ένα χαρτί τα πέντε πράγματα που ήταν απαραίτητα για να επιλέξει αυτό το όνομα. 1. Μία ελληνική λέξη που θα λειτουργούσε σωστά και στα αγγλικά, 2. θα ήταν λίγο τρομακτική και θα μπορούσε να εξάψει την φαντασία, 3. θα ιντρίγκαρε τα παιδιά που λατρεύουν το διαφορετικό και το άγνωστο, 4. θα μπορούσε να εκφράσει τον τρόπο που ο ίδιος βλέπει τα βιβλία, δηλαδή σαν κάτι που πέφτει ξαφνικά στη ζωή σου και την αλλάζει και 5. θα έφτιαχνε ένα ωραίο λογότυπο. Έτσι λοιπόν έπεσε αυτός ο τόσο διαφορετικός και συναρπαστικός μετεωρίτης στο κέντρο της Αθήνας.
Στην πόλη που ο Μπενουά πιστεύει ότι η ταυτότητά της -όπως και της Ελλάδας γενικότερα- διακατέχεται από μία σχιζοφρένεια και αυτό είναι κάτι που του αρέσει πάρα πολύ. Αγαπάει το παιχνίδι εναλλαγής μασκών αλλά δεν του αρέσει καθόλου η μάσκα που φοράμε τα τελευταία δύο χρόνια. «Η ζωή είναι μυθοπλασίες, παίζουμε με τις ιστορίες μας». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο ήρωας με τον οποίο ο ίδιος ταυτίζεται είναι ο Αρσέν Λουπέν, που αλλάζει συνεχώς ταυτότητες. Τον αγάπησε αυτόν τον ήρωα σε ηλικία περίπου 14 ετών, όταν διάβασε τα βιβλία του Μορίς Λεμπλάν. «Η μεταμόρφωση είναι ελκυστική ενώ το να πιστεύουμε ότι έχουμε μόνο μία ταυτότητα είναι κάτι πολύ βαρετό. Όσα έχω κάνει στη ζωή μου και αυτό που ήθελα να εκφράσω και με το βιβλιοπωλείο βασίζονται ακριβώς σε αυτό. Στο πώς μπορούμε να συνδυάσουμε όλες αυτές τις ταυτότητες, όλες αυτές τις φωνές μαζί. Μπορείς να πεις ότι είναι μία πολιτική θέση. Η οπτική μου για το πώς θα ήθελα να είναι ο κόσμος μας», μου λέει παθιασμένος με σπαστά ελληνικά. Μια γλώσσα που αγάπησε μέσα από τα βιβλία και συνεχίζει να μαθαίνει καθημερινά μέσα από τις συζητήσεις του με τον κόσμο.
Ήταν από την αρχή επιθυμία του ο Μετεωρίτης να είναι ένα βιβλιοπωλείο γειτονιάς και όχι μόνο για ταξιδιώτες, οι οποίοι είναι αλήθεια ότι το επισκέπτονται καθημερινά. «Ήθελα να είναι το πρόσωπο της σύγχρονης Αθήνας. Με βιβλία για όλους», λέει χαμογελώντας. Στην παιδική γωνιά με τις μαξιλάρες οι μικροί μπόμπιρες μπορούν να διαβάσουν ό,τι τους εξάπτει την περιέργεια από τα ράφια, ενώ πιο μέσα υπάρχουν κατηγορίες για όλους. Από μυθοπλασία και μυθιστορήματα, μέχρι φιλοσοφία, κόμικς, ξενόγλωσσα, βιβλία τέχνης και design. Μια ηλιόλουστη μέρα θα δει κάποιος τον Μπενουά να κάθεται στην πολυθρόνα του με ένα βιβλίο στο χέρι, ενώ ένα βροχερό απόγευμα μπορεί κανείς να χαθεί στη θαλπωρή του μικρού αλλά και τόσο απέραντου κόσμου του ανήσυχου Γάλλου, που έχει γεμίσει τη ζωή μας με προοπτικές και πιθανότητες.