Categories: ΠΟΛΗ

Το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο σε πάει μια βόλτα στην Αθήνα, όπως δεν την έχεις φανταστεί ποτέ.

Τι είναι το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών; Περιπατητική σχολή; Ποιητική εμψύχωση; Αυτόνομος Ακαδημαϊσμός; Γνωριμία με την αθέατη ιστορία της πόλης; Γνωριμία με τον αθέατο εαυτό;

Κανείς δεν ξέρει την απάντηση. Ούτε ο ίδιος ο δημιουργός του. «Και την παπαρούνα ακόμη, αν θέλεις να την πλησιάσεις σωστά, οφείλεις πρώτα να ξεχάσεις το όνομά της. Πρέπει να της δώσεις το δικαίωμα να σου πει από μόνη της το δικό της» μας λέει ο Σαμσών Ρακάς, θεωρώντας πως σκοπός του ορισμού είναι να εξολοθρεύσει το οριζόμενο.  

Ο Σαμσών είναι ο ιδρυτής του Ρομαντικού Πανεπιστημίου και ταυτόχρονα ο μοναδικός διδάσκων. Έχει δώσει δείγματα γραφής του με τα ποιητικά του έργα «Ψυτάλλεια», «Αμπερλουδαχαμίν», «Ούτις», με τις εκδόσεις Υποκείμενο, τις περφόρμανς του και το site 1-2.gr.  

Κι εγώ λοιπόν, πέρα από τους ορισμούς και τις κατηγοριοποιήσεις, θα προσπαθήσω απλώς να περιγράψω την δικιά μου εμπειρία από την συμμετοχή μου σε αυτό που ο Ρακάς θεωρεί πως είναι η πιο ολοκληρωμένη του ποιητική συλλογή, το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το ραντεβού δόθηκε κάτω από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αυτό που τοποθετήθηκε στη συμβολή των οδών Αμαλίας και βασιλίσσης Όλγας.  Λίγο πριν φτάσει στο σημείο ο Σαμσών με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «Έχεις δυο-τρία λεπτά να σκεφτείς γιατί ο Αλέξανδρος ενώ φαίνεται ότι κρατάει κάτι, δεν κρατάει».

Μέχρι να φτάσει δεν έχω σκεφτεί τίποτα το ευφάνταστο, αναρωτιέμαι μόνο μήπως ο γλύπτης Γιάννης Παππάς δεν ολοκλήρωσε το άγαλμα. Δεν ισχύει αυτό όμως. Σε πολλές αναπαραστάσεις μυθικών ή πραγματικών προσώπων της αρχαιότητας υπάρχει μια έλλειψη ώστε να δημιουργείται η εντύπωση του ερειπίου, μια τεχνητή φθορά που είναι κοντά στην εικόνα που έχουμε εμείς για τα δημιουργήματα του αρχαίου κόσμου τα οποία δεν έχουμε δει ποτέ την περίοδο της ακμής τους.

Ο Σαμσών Ρακάς αρνείται να δώσει ορισμό για το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών «Και την παπαρούνα ακόμη, αν θέλεις να την πλησιάσεις σωστά, οφείλεις πρώτα να ξεχάσεις το όνομά της. Πρέπει να της δώσεις το δικαίωμα να σου πει από μόνη της το δικό της».

Κατευθυνόμαστε προς τη γέφυρα του Όθωνα, περνάμε μέσα από το παρκάκι και βρισκόμαστε στην κοίτη του Ιλισσού. Πρόκειται για μια τρίτοξη, πέτρινη γέφυρα της εποχής του Όθωνα εκεί που κάποτε περνούσε ο Ιλισσός και που πλέον διακρίνεται μόνο η ξηραμένη κοίτη του.

Στη γέφυρα μπορεί κανείς να διακρίνει αραβική γραφή, για κάποιο διάστημα φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως τόπος προσευχής από μουσουλμάνους μετανάστες αφού ακόμη η Αθήνα δε διαθέτει επίσημο λατρευτικό χώρο. Εκτός όμως από τα αραβικά υπάρχουν ζωγραφισμένα με μπογιά κάποια στρογγυλά στίγματα που δεν βγάζουν κάποιο νόημα, και που συνεχίζουν και στον παρακείμενο χώρο της Αγ. Φωτεινής αλλά και στα σκαλιά που οδηγούν στην οδό Αρδηττού. Δεν βγάζουν νόημα γιατί είναι κάποιος κώδικας που μας διαφεύγει ή γιατί δεν είναι παρά η εμμονική ενασχόληση κάποιου; Απάντηση δεν έχω, όλες οι ερμηνείες δεκτές και πέρα αυτού του διλήμματος, όπως ακριβώς διδάσκει το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο.

Στην κοίτη του ποταμού Ιλισσού, στην πέτρινη γέφυρα της εποχής του Όθωνα.

Περνάμε με τον Σαμσών στον προαύλιο χώρο της Αγ. Φωτεινής. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι που υπάρχει εκεί, και το μάθημα παίρνει μια πιο κλασική μορφή αφού βγαίνουν τα τετράδια, οι σημειώσεις, τα μολύβια. Θέμα μας; Οι στύλοι του Ολυμπίου Διός και πιο συγκεκριμένα εκείνος ο στύλος ο πεσμένος στο έδαφος, ο κατακερματισμένος. Μια φοβερή καταιγίδα στις 14 Οκτωβρίου του 1852 και δύο σεισμικές δονήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση του.

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης θα εμπνευστεί το ποίημα του «Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Oλυμπίου Διός». Εκεί στο προαύλιο με μια φωτογραφία του ναού μπροστά μας ο Σαμσών μου διαβάζει το ποίημα και με καλεί να ερμηνεύσω τους στίχους «Ποιος δε φθονεί τη μοίρα σου! Σκέλεθρο χαλασμένο / να μένει ολόρθο είν’ άσχημο· καλύτερα γειρμένο!» Γιατί ο Βαλαωρίτης καταλήγει στο «καλύτερα γερμένο»; Δεν υπάρχει σωστή απάντηση, προσπαθούμε όμως να συνδυάσουμε την ποιητική προσέγγιση με το ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής. Καθώς κοιτώ τη φωτογραφία σκέφτομαι ότι η συγκεκριμένη στήλη, για να υιοθετήσω τη γραφή του Βαλαωρίτη, πέρα του ότι είναι η μοναδική πεσμένη και γι’ αυτό τραβά αμέσως το ενδιαφέρον των τουριστών που τη φωτογραφίζουν πρώτη πρώτη, είναι η μόνη που άλλαξε μορφή, έσπασε στα αρχικά κομμάτια της, αποκαλύπτοντας σε εμάς τη δομή της και ταυτοχρόνως καθώς άνοιξε επεκτάθηκε σε μήκος καταλαμβάνοντας περισσότερο χώρο. Μου μοιάζει σαν στήλη που κουράστηκε και έγειρε να ξεκουραστεί πάνω στα γρασίδια. Κάποτε στυλίτες ζούσαν για χρόνια στην κορυφή της ενώ σφαίρες την «πλήγωσαν» κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών.

Άσκηση: Να φανταστώ τη βοή που έκανε η πτώση του στύλου. Να γράψω κείμενο για το πώς θα εκφραστεί ο πέτρινος «πόνος» του μαρμάρου τη στιγμή που δέχεται τη σφαίρα.

Συνεχίζουμε τον περίπατο, προς την Αρδηττού εκεί που βρίσκεται το Ιερό του Πανός. Η σχετική πινακίδα μας πληροφορεί ότι χαραγμένη στον βράχο βρίσκεται μια (τρομερά) δυσδιάκριτη μορφή του Πάνα, του τραγοπόδαρου θεού της πανίδας. Λες και θέλει να δικαιώσει το τελευταίο, το κλαδί ενός δέντρου κρύβει τη μορφή. Για να τη διακρίνεις σίγουρα πρέπει κάποιος να κρατάει το κλαδί ώστε να υπάρχει οπτική επαφή με τον βράχο αλλά κυρίως πρέπει οι αχτίδες του ήλιου να εξασφαλίζουν τον σωστό φωτισμό. Ήμασταν, σχεδόν τυχεροί, με πολλή προσπάθεια διακρίναμε το περίγραμμα, ίσως πιο σωστή ώρα είναι ακόμη πιο νωρίς το απόγευμα.

Στον δρόμο για μια Αθήνα που την προσπερνάμε καθημερινά, αλλά είναι πανταχού παρούσα.

Καθόμαστε σε ένα βράχο, η Αρδηττού έχει κίνηση, πολλά αυτοκίνητα, κορναρίσματα, κάποια ηλεκτρικά πατίνια, ελάχιστοι πεζοί. Εκεί, δίπλα στην καθημερινότητα της Αθήνας, ο Σαμσών διαβάζει (σε μετάφραση) μια επίκληση στον Πάνα:

«Καλώ τον κρατερό Πάνα, τον νόμιο, τον κοσμούντα το σύμπαν, τον ουρανό, την θάλασσα, την παμβασίλεια χθόνα και το αθάνατο πυρ. Γιατί αυτά είναι τα μέλη του Πανός. Ελθέ, μάκαρ, σκιρτήτα, περίδρομε, σύνθρονε των Ωρών, αιγομελή, βακχευτή, φιλένθεε, αστροδίαιτε, που αρμόζεις την αρμονία της φιλοπαίγμονας μόλπης του Κόσμου, επαρωγέ των φαντασιών, έκπαγλε για τους φόβους των βροτών, εσύ που χαίρεσαι στους πίδακες μαζί με τους αιγονόμους και τους αγελαδάρηδες, εύσκοπε, θηρευτή, φίλε της Ηχούς, σύγχορε των Νυμφών, που φύεις τα πάντα, γενέτωρ των πάντων, πολυώνυμε Δαίμονα, Κοσμοκράτωρα, αυξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν, που χαίρεσαι στα και με τα άντρα, βαρύμηνε, αληθής Ζεύς ο κεραστής. Σε σένα στηρίχτηκε το άπειρο πεδίο της γαίας, καθώς υποχωρεί το βαθύροο ύδωρ του ακάμαντου πόντου και ο Ωκεανός που ελίσσει τα ύδατά του γύρω από την γαία, και το αέριο μέρισμα της τροφής. Είσαι έναυσμα της ζωής και το όμμα του ελαφρότατου πυρός, πάνω από την κορυφή των πάντων. Γιατί βαίνουν τα θεία διακρινόμενα από τις δικές σου προσταγές. Αλλάζεις τις φύσεις των πάντων, βόσκοντας τη γενεά των ανθρώπων με τις δικές σου πρόνοιες, στον άπειρο Κόσμο. Αλλά, μάκαρ, βακχευτή, φιλένθεε, έλα στις ευίερες σπονδές, φέρε μας αγαθό τέλος του βίου εκπέμποντας τον Πανικό οίστρο στα τέρματα της γαίας.»

Η άσκηση είναι να κρατήσω όσα προσωνύμια του Πάνα μου κάνουν εντύπωση και χρησιμοποιώντας τα να φτιάξω επί τόπου τη δική μου σύντομη προσευχή. Στην αρχή γελάω, βλέπω ότι ο Σαμσών σοβαρολογεί, βγάζω το τετράδιο μου, σημειώνω τα επίθετα: «βακχευτή», «δαίμονα», «αστροδίαιτε» και «φαεσφόρε».

Γράφω, μουντζουρώνω, ξαναγράφω, μετά από λίγο κάτι βγαίνει. Λέω στον Σαμσών «τελείωσα», μου λέει «διάβασε το κι εδώ θα κάνω σπονδή». Τον ρόλο της χοής ανέλαβε η σπιτική λεμονάδα που είχε φέρει μαζί του και την οποία ρίχνει σε μια οπή του βράχου εκεί στο Ιερό του Πάνα, δίπλα στο μποτιλιάρισμα της Αρδηττού κι ενώ η Αθήνα ανασαίνει με τόσους τρόπους που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μετρήσουμε.

Πού θα μας βγάλει η βόλτα-μάθημα;

Τελειώνει η παιγνιώδης αυτή στιγμή προς τιμήν του ερωτύλου θεού. Προχωράμε, ανηφορίζουμε, είμαστε πια στον λόφο του Αρδηττού, καθόμαστε με θέα το Καλλιμάρμαρο και την υπόλοιπη Αθήνα. Είναι η τελευταία άσκηση του σημερινού μαθήματος και η πιο απαιτητική.

Καλούμαι να κλείσω τα μάτια, να ακούσω τη βοή που έκανε η στήλη καθώς έπεφτε και να ξεκινήσω το δικό μου φαντασιακό περίπατο στην Αθήνα, σε μια ολόδικη μου Αθήνα που την κατασκευάζω οραματικά όπως θέλω εγώ και την περιγράφω -ταυτοχρόνως με το χτίσιμο της- στον Σαμσών.

Στην διαδρομή προς το σπίτι, μετά το τέλος της βόλτας με τον Σαμσών, σκέφτομαι ότι όντως δεν υπάρχει ορισμός του τι είναι Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς κάθε μαθητής θα βιώσει ένα διαφορετικό μάθημα, ακόμη κι αν ακολουθήσει την ίδια διαδρομή. Ίσως είναι ένας τρόπος να ανοίξεις τούνελ χρόνου στην Αθήνα και να κυλιστείς μέσα του για τρεις ώρες. Μετά μπορεί να δεις την κίνηση στην Αρδηττού με άλλο μάτι.

Περισσότερες πληροφορίες για το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών θα βρείτε εδώ.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.