Categories: ΠΟΛΗ

Το τελευταίο βράδυ στο Τηνιακό

Ο συνοδός μου δεν ενθουσιάστηκε με τον ψηλοτάβανο χώρο, τους καθρέφτες που είναι θόλοι από το τσιγάρο, τα φυτά εσωτερικού χώρου που στέκονται πριν την κουζίνα, τον συνωστισμό που επικρατούσε στα έξω τραπέζια, τα τραγούδια που τραγουδούσαν παραλλάσσοντάς τα παρέες σαν αυτή του Χρόνη για να φωνάξουν με κάθε τρόπο πως δεν θέλουν να είναι η τελευταία τους νύχτα στο μαγαζί.

Επέμενα πως δεν καταλαβαίνω την άρνηση του, πως δεν γίνεται να μην ενθουσιάζεται κάποιος με το γεγονός πως όλοι σε αυτό το μαγαζί γίνονται μια παρέα, όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό. Η απάντηση στην επιμονή και την απορία μου ήρθε από ένα διπλανό τραπέζι, από εκείνον που υπήρξε πιο νηφάλιος προκειμένου να ρωτήσει το προφανές.

-Το αγόρι σου έχει σπουδάσει στην Αθήνα;

-Όχι, στα Γιάννενα

-Γι’ αυτό δεν μας καταλαβαίνει.

Στις δέκα και τέταρτο οι μπύρες τελειώσαν, η παρέα που βρήκα εκεί έψαχνε τι θα παραγγείλει, οι μισοί ψήφιζαν ρετσίνα οι άλλοι μισοί προσπαθούσαν να τους συνετίσουν, ήταν από τις πέντε το απόγευμα στο μαγαζί του αριθμού 50, την επόμενη δούλευαν, είχαν κάνει ήδη κεφάλι.

Αποφάσισαν τελικά να συνεχίσουν σε άλλο μαγαζί, δεν ακολούθησαν την τακτική εκείνων που προκειμένου να ξημερώσουν στην Αλεξάνδρας προμηθεύονταν μπύρες από κοντινά περίπτερα. Από όποιο όμως ψυγείο κι αν είχαν βγει τα μπουκάλια που είχαν κατακλείσει τον χώρο, λίγο μετά τα μεσάνυχτα άρχισαν να σπάνε, έξω από τη τζαμαρία του ουζερί και στα τριγύρω στενά.

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.