«Ανοίγω σπίτι»
Είτε μόνος, είτε με συγκάτοικο. Αν έχεις συγκάτοικο, κανονικά το μισό βάρος της επίπλωσης και της προμήθειας οικιακού εξοπλισμού πέφτει πάνω σου. Αν είσαι μόνος σου, δεν είσαι μόνος σου, σου έχει φορτωθεί η μάνα σου. Εκτός αν είσαι πολύ αποφασιστικός και της το έχεις ξεκόψει από το πρώτο δευτερόλεπτο. Μπορείς και μόνος σου να τα καταφέρεις. Σιγά, τί μπορεί να ξεχάσεις δηλαδή; Κυκλοφορείς με σουφρωμένο μέτωπο, κοιτάς τα πάντα, συμβουλεύεσαι το μπλοκάκι όπου έχεις καταγράψει τις ανάγκες του σπιτιού, ποτήρια, σιδερώστρες, χαλάκια, πιγκάλ και διαγράφεις ένα ένα τα τζουμπλέκια μέχρι να φτάσεις στο πιο απελπιστικό σημείο: την επιλογή των επίπλων. Αν έχεις άποψη επί του θέματος ή/και συγκάτοικο, όλο και κάποια λύση θα βρεθεί για το πώς θα γεμίσει ο χώρος. Αν δεν έχεις άποψη ή συγκάτοικο με άποψη, θα χρειαστεί να ξαναπάς 4 φορές, για να διαλέξεις έναν ρημαδοκαναπέ κι ένα ρημαδοτραπεζάκι. Το μόνο σίγουρο που θα σου κόψει να αγοράσεις μόνος σου είναι ο πιτσοκόφτης. Και κάπου εκεί θα πάρεις τη μάνα σου τηλέφωνο, να σπεύσει να βοηθήσει με το τί χρειάζεσαι πραγματικά και τί όχι.
«Πού είναι και βασικά τί είναι το σταυροκατσάβιδο»
Βρέθηκες σε ένα τέτοιο μέρος, διότι προηγήθηκε ο εξής διάλογος με κάποιον που έχει σημασία για σένα, δικό σου άνθρωπο:
Πού πας, Κώστα μου;
Μια βόλτα από της θείας της Νίτσας.
Μωρέ, θα μου κάνεις μια χάρη;
Πες.
Να, μιας και θα είσαι στη γειτονιά, περνάς από το Κατάστημα να μου πάρεις μια σπαθοσέγα;
Να σου πάρω, ρε Δημήτρη.
Σημειωτέον, ότι είναι Σάββατο ή Τρίτη απόγευμα. Μπαίνεις μέσα. Καταλαβαίνεις ότι το κατάστημα είναι τριώροφο. Με υπόγειο. Συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις τί είναι η σπαθοσέγα. Ο Κώστας δεν απαντάει στο τηλέφωνο. Περνάνε από δίπλα σου ορδές χαρούμενων/παρμένων καταναλωτών. Ξαφνικά όλα σβήνουν. Καλά που ήθελε και η θεία η Νίτσα να την πετάξεις μια από κει για να πάρει γλάστρες και σε συνέφερε από τη λιγοθυμιά.