Στο Rockfellas συχνάζουν Τα Καλά Παιδιά. Δηλαδή, τα Ροκ Παιδιά του Πειραιά.

Σε μία -εντελώς- κρυμμένη γωνιά της Μαρίνας Ζέας, βρίσκεται ένα μπαρ που επιδίωξε και κατά πως φαίνεται κατόρθωσε να μπει στη λίστα των «καινούριων στεκιών» των ροκάδων. Το Rockfellas (τα καλά παιδιά της ροκ;) μπορεί να μην έχει Κυριάκο, αλλά έχει Γιάννη Σεμιτέκολο. Με μεγάλη θητεία στο χώρο των εντύπων, των οποίων δηλώνει ακόμα αιώνιος λάτρης, τελευταίο  πόστο ως διευθυντής του περιοδικού ΜAX, φήμη φανατικού Ολυμπιακού (δύσκολα θα επιβίωνα, χωρίς αυτήν την αναφορά) που προηγείται της παρουσίας τους κι επιβεβαιώνεται με αυτήν, μας υποδέχτηκε με ποτά που δεν έφτιαξε ο ίδιος, καθώς δηλώνει «ανεπίδεκτος μαθήσεως» και μας σύστησε στη μητέρα του (μάνα, check).

Το μάτι σχεδόν αυτόματα, πάει στην ταπετσαρία που κοσμεί τον τοίχο απέναντι ακριβώς από την είσοδο: ‘Ενα τεύχος του Rolling Stone σκαναρισμένο, μονταρισμένο με γραφίστα που όλοι τον ρωτούν πού την αγόρασε. «Έχω βαρεθεί να τους εξηγώ ότι δεν την αγόρασα, την έφτιαξα». Όπως και όλα τα υπόλοιπα. Πρόκειται για ένα μαγαζί φτιαγμένο εντελώς προσωπικά από τον ίδιο, τον πατέρα του και δύο φίλους του. Ο ένας μάλιστα, ονόματι Βατίστας Πετράκης είναι και ο νονός του μαγαζιού.

Ήταν το απωθημένο του, έγινε το μεράκι του. Η οικονομική κρίση αλλά και η επιθυμία του να αποκτήσει ένα ροκ μπαράκι «συμμάχησαν». Το Νοέμβριο του 2011, το θεοσκότεινο δρομάκι του Πείραια (που χρησίμευε ως καβάτζα για πάρκινγκ στους πελάτες των μεγάλων μαγαζιών) έλαμψε. Και μάλιστα, έλαμψε για τα καλά. «Μέσα σε έξι μήνες μετά από εμάς, άνοιξαν άλλα τρία μαγαζιά δίπλα μας». Μα, καλά πώς αποφάσισε να ανοίξει ένα μπαρ στη μέση του πουθενά; Τρελός είναι; Όχι ακριβώς. Απλώς, αυτό ήταν το μαγαζί που του «έκατσε». Από Κολωνάκι ξεκίνησε (όπου βρίσκεται ένα από τα αγαπημένα του μαγαζιά που αποτέλεσε και πηγέ έμπνευσης για το δικό του, περί Rock ‘n’ Roll ο λόγος) στον Πειραιά βρέθηκε (εκεί βρίσκεται το εξίσου αγαπημένο του μαγαζί, μάλιστα είναι ακριβώς πίσω από το δικό του, φυσικά μιλάει για το «Αμερικάνικο»).

«Έστω ότι έπρεπε να του δώσω 10.000 ευρώ σε ένα συνεργείο. Η συμφωνία ήταν να πάρει το ένα τρίτο μπροστά, το άλλο στην ολοκλήρωση του έργου και το τελευταίο έπειτα από ένα μήνα-ενάμιση. Ε λοιπόν, όλα τα συνεργεία που δούλεψαν εδώ, τη δεύτερη ημέρα μου έλεγαν αλλάζει η συμφωνία θα μας πληρώσεις αύριο που τελειώνουμε τη δουλειά όλο το ποσό. Ήταν καχύποπτοι, μου έλεγαν «ρε φίλε, τρεις μέρες είμαστε εδώ και δουλεύουμε και δεν έχει περάσει ούτε γάτα, ούτε κατσαρίδα. Φυλακή θα πας, δεν θα έρθει άνθρωπος».

Οι φίλοι δημοσιογράφοι, τόσα χρόνια στο συνάφι, δεν έβαλαν κανένα χεράκι; Και πάλι, όχι. «Τον πρώτο χρόνο δεν ήθελα να γράψουνε για μένα. Είναι μία δουλειά που δεν την ήξερα. Δεν ήθελα να γίνει κανένα μεγάλο μπαμ και εγώ να μην μπορώ να ανταπεξέλθω. Η διαφήμιση δεν προϋποθέτει πάντα επιτυχία. Πιστεύω στη διάδοση στόμα με στόμα». Κατά πως φαίνεται, δεν έπεσε έξω. Το αντίθετο μάλιστα. Το Rockfellas έχει αποκτήσει πλέον αξία στεκιού όχι μόνο για τους λάτρεις της ροκ μουσικής ή τους Πειραιώτες (ή τους Ολυμπιακούς). Περίπου το 50% των πελατών του έρχεται από κάποιο άλλο προάστιο της Αθήνας, είναι Παναθηναϊκοί, ενώ οι περισσότεροι –αν όχι όλοι – προσκυνούν στο όνομα Johnny Cash κάτω από τη φωτεινή επιγραφή που βρίσκεται απέναντι από την μπάρα: «In Cash we trust».  Ο ίδιος πάντως διατηρωντας το low profile που συνήθως έχουν οι άνθρωποι που κάποτε έβαζαν άλλους να φωτογραφίζονται, δεν πόζαρε στον φακό μας αφήνοντας το ρόλο του πρωταγωνιστή στο χώρο και τους ανθρώπους του.

«Κάποτε ο Πειραιώτης έφευγε δύο με τρεις φορές την εβδομάδα και πήγαινε Γλυφάδα. Τώρα δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα».

Η επιβίωση τόσο στο χώρο της δημοσιογραφίας όσο και σε εκείνον της νύχτας κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Σωστά, Γιάννη; «Σίγουρα. Αλλά, εγώ δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα. Ίσως φταίει που τους ήξερα όλους. Και τους μεν και τους δε. Ίσως πάλι να οφείλεται στο γεγονός ότι εγώ ως άνθρωπος δεν είμαι ανταγωνιστικός. Ακολουθώ το δικό μου δρόμο. Αυτό ίσως τους ηρεμούσε».

Μούτρωσα λίγο που η απορία μου για το ποια από τις δύο κλίκες (της δημοσιογραφίας ή της νύχτας) μπορεί να «δεχτεί» πιο εύκολα, δεν απαντήθηκε, αλλά το ξεπέρασα μόλις εκείνος μοιράστηκε μαζί μου τα δύο επόμενα επιχειρηματικά του σχέδια. Το πρώτο, είναι ένα μικρό boutique ξενοδοχείο στα Κύθηρα για το οποίο σκοπεύει να βάλει μπρος μόλις συμπληρώσει στο μπάτζετ του ορισμένα εκατομμύρια. Το δεύτερο και καλύτερο όμως, είναι άλλο: Εδώ και ενάμιση χρόνο έχει ξεκινήσει κάποιες ενέργειες ώστε να φτιάξει ένα Rockfellas στην Αβάνα της Κούβας. Εδώ δίπλα, δηλαδή. Βρε Γιάννη μου, ναι εντάξει, ο Πειραιάς μπορεί να γίνει Βαρκελώνη όπως λες, αλλά και η Κούβα «ροκού»; Η salsa θα τρελαθεί και θα γίνει σάλτσα.

Με αυτά και με εκείνα, φλυαρίσαμε. Ωστόσο, λίγο πριν τη λήξη της συζήτησης και την έναρξη των σφηνακίων (για το καλό, ξέρετε) μιλήσαμε λιγάκι για τα περιοδικά και τα δυσοίωνο μέλλον τους «Από πολύ πριν την κρίση ξέραμε ότι θα καταργηθεί το χαρτί. Σε δέκα χρόνια από τώρα θα υπάρχουν ελάχιστοι τίτλοι. Προφανώς μόνο εταιρικά περιοδικά ή περιοδικά ειδικού τύπου. Όλα θα γίνουν ηλεκτρονικά» είναι η εκτίμησή του. Άλλωστε κι εκείνος πριν κάνει το μαγαζί σκεφτόταν να κάνει ένα site. «Ήμουν ανάμεσα στο να κάνω ένα μαγαζί και ένα ηλεκτρονικό περιοδικό. Επέλεξα το πρώτο γιατί θεώρησα ότι είχε μικρότερο ρίσκο. Όλοι πια έχουν κάνει ένα site και ψάχνουν τη διαφήμιση με το κουταλάκι». Βέβαια, αμέσως μετά συμπληρώνει ότι δεν θα το έκανε και για άλλους λόγους όπως η χαρά της δημιουργίας να κατεβάζεις από το μυαλό σου είκοσι ιδέες και να τις βλέπεις τυπωμένες.

«Σε συνέντευξή μου με πολύ γνωστό μπασκετμπολίστα Αμερικάνο πίσω στο 95-96, σπίτι του, μου έλεγε πόσο ερωτευμένος είναι με τη γυναίκα του και το ίδιο βράδυ που βγήκα για ποτό, τον έπιασα με γκόμενα και μου ζήταγε εχεμύθεια».

Με φωνάζει ο Αντρέας από την μπάρα, γι αυτό πρέπει να κλείσω. Ίσως ατάκα που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το πάσο να με βοηθήσει σε αυτό: «Its a long way to the top if you wanna rock n roll». Πρόκειται για μία φωτεινή επιγραφή που πέρα από το κλασικό τραγούδι των AC/DC υπενθυμίζει στο Γιάννη τη θέση του. Κάθε φορά που το κοιτάει, θυμάται ότι δεν πρέπει να ενθουσιάζεται ή να απογοητεύεται. Απλώς, να προσπαθεί.

περισσότερο Rockfellas από κάτω

 

Έρρικα Ρούσσου

Share
Published by
Έρρικα Ρούσσου