«Θα μου χαρίσεις αυτόν τον χορό»; Μια ερώτηση που ακούγεται ρετρό κι όμως αρκεί για να σε καλωσορίσει έμπρακτα στον κόσμο του Blue Fox. Γιατί η όταν κλείνει πίσω σου η πόρτα της Μπλε Αλεπού στην οδό Ασκληπιού απλώνεται μπροστά σου μια διαφορετική πραγματικότητα: αγόρια ροκαμπιλάδες με ανάλογο outfit κι attitude, κορίτσια που ξέρουν το swing και το jive τους, ντάμες και καβαλιέροι έτοιμοι για χορό μέχρι τελικής πτώσης. Παλιομοδίτικα, ναι. Αυτό άλλωστε είναι ίσως και το ζητούμενο. Η αθώότητα εκείνου του τρόπου που χάνεται στο χρόνο.
To Blue Fox δεν είναι «ένα ακόμα μαγαζί του κέντρου». Μπορείς να το καταλάβεις ακόμα και αν, κατά τύχη, βρεθείς απ’ έξω και σίγουρα θα πειστείς αν μάθεις την ιστορία του ονόματός του. Στην ταινία Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα του Νίκου Νικολαΐδη, η παρέα των «κουρελιών», όλοι τους παιδιά της δεκαετίας του ’50, συζητούν για τα θρυλικά κέντρα διασκέδασης της μεταπολεμικής Αθήνας. Μεταξύ αυτών και η Μπλε Αλεπού που αρχικά βρισκόταν επί της Σταδίου. Βλέποντας τα Κουρέλια το 2006 κι έχοντας φτιάξει με την φαντασία του ως ιδανικό μαγαζί την Μπλε Αλεπού, ο Μάνος Κουβάκης ξεκίνησε να αναζητά τον χώρο μέσα στον οποίο «θα αναβίωναν οι δεκαετίες του ’40 και ’50». Μια αγγελία τον φέρνει στο νούμερο 91 της Ασκληπιού και μία τελική συζήτηση κατά την υπογραφή του συμβολαίου αποκαλύπτει πως ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης του χώρου, ήταν επίσης και ο ιδιοκτήτης της περίφημης Μπλε Αλεπούς. Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον προφανώς, φυσικά έτσι βαφτίστηκε το Blue Fox, σχεδόν καρμικά.
«Όταν ανοίξαμε μαζί με τη γυναίκα μου, Ρόδη, το 2007, λίγοι γνώριζαν το swing και πολλοί το χλεύαζαν. Θα προτιμούσα όμως να το κλείσω από το να παίξω άλλα είδη μουσικής. Στην αρχή μας φαινόταν τεράστιος ο χώρος, η πίστα. Τώρα γεμίζει πολύ γρήγορα με όλους τους επίδοξους χορευτές», παρατηρεί ο Μάνος εμφανώς ευχαριστημένος ενώ δίπλα του στο μπαρ, λίγο πιο πέρα από τα καλαμάκια, είναι ένα μπουκαλάκι πούδρα. Γιατί; «Για το πάτωμα, μην γλιστρήσει και κανείς».
Πριν από εφτά χρόνια όμως υπήρχε κοινό στην Αθήνα, ικανό να υποστηρίξει το κόνσεπτ του Blue Fox; «Στην αρχή υπήρχαν κάποιοι “εχθροί” από την κοινότητα των ροκαμπιλάδων που θεωρούσαν ότι πρέπει να μείνει ως έχει, κλειστή δηλαδή, προνόμιο λίγων εκλεκτών», μετά από τόσα χρόνια όμως, και με δεδομένη τη φήμη που δημιουργήθηκε, στην Μπλε Αλεπού εμφανίζεται και κόσμος που δεν έχει απολύτως δεν έχουν απολύτως καμία σχέση, ίσως και λόγω της κρίσης που, σύμφωνα με τον Μάνο, «ζούμε σε μία εποχή χωρίς αξίες και ο κόσμος τις αναζητά σε παλιότερες δεκαετίες».
Ο αέρας της νοσταλγίας είναι παντού, στη χαβανέζικη διάθεση, στις καλαμωτές στους τοίχους, στα παλιομοδίτικα κοκτέιλ και φυσικά στη μουσική και στους θαμώνες. Πολλοί από αυτούς μάλιστα έρχονται ανελλιπώς από την Τετάρτη έως και το Σάββατο που είναι ανοιχτό το Blue Fox, όπως η Φωτεινή που τα τελευταία τέσσερα χρόνια χορεύει swing φορώντας πουά φορέματα, κορδέλες στα μαλλιά και πάντα χαμογελαστή με το έντονο κραγιόν. Χαρακτηριστικός επίσης θαμώνας είναι ο Βικέ –από το Βικέντιος- που είναι μόλις 21, περίπου πέντε δεκαετίες μακριά από εκείνη την εποχή που ο ίδιος νοσταλγεί. «Πιστεύω πως γεννήθηκα σε λάθος εποχή. Έρχομαι εδώ τα τελευταία δυόμιση χρόνια ανελλιπώς. Η παρέα μου είναι πάντα εδώ κι όσο κουρασμένος και αν είμαι από τη δουλειά, βρίσκω πάντα τη διασκέδαση που αναζητώ. Ανήκω στους “μοντάδες”, όμως εδώ είναι το δεύτερο σπίτι μου. Ένας χώρος συνάντησης των νοσταλγών του rock n roll, των ‘50s, όλων εμάς που μας αντιμετωπίζουν περίεργα στο δρόμο». Πράγματι, ο Βικέ είναι αντιπροσωπευτικό «μοντέλο» της συγκεκριμένης κουλτούρας: ψηλοκάβαλο τζιν με ζώνη, πουκάμισο με κάποιο σχέδιο ή μπλούζα πόλο, φαβορίτες με ή χωρίς κοκοράκι στα μαλλιά, τατουάζ και φυσικά τα παπούτσια τύπου Oxford ή Saddle. «Δουλεύω στην οικογενειακή μας επιχείρηση, τον Λεμήσιο στη Λυκαβηττού, όπου και φτιάχνω χειροποίητα παπούτσια. Κάποια από αυτά είναι κατάλληλα για rock n roll χορούς και το ένα ζευγάρι μπορεί να χρειαστεί –ρεαλιστικά- μέχρι και δέκα μέρες για να είναι έτοιμο».
Ο Βικέ και όλοι οι υπόλοιποι καβαλιέροι είναι εκείνοι που θα προτρέψουν τις κοπέλες, έμπειρες και μη, να χορέψουν, δείχνοντάς τους τα κατάλληλα βήματα. Τώρα, αν κάποιος πρωτάρης έχει «καταπιεί» το ρυθμό, ο χορός είναι παιχνιδάκι. Όλοι οι χορευτές βέβαια συμφωνούν πως με εξάσκηση, τα πάντα γίνονται. Για εκείνους που θα θελήσουν να εντρυφήσουν στα μυστικά όμως των «αλεπούδων», ο Μάνος και η Ρόδη έχουν ήδη μεριμνήσει. «Αρχικά χορεύαμε μόνοι μας», διηγείται ο Μάνος, «μετά στο ετήσιο φεστιβάλ Summer Jamboree παρατηρούσαμε πώς ο κόσμος χόρευε συγχρονισμένος και αποφασίσαμε να παρακολουθήσουμε μαθήματα. Από το 2010 ξεκίνησαν οι Rollin Foxes και εμείς πλέον σε θέση δασκάλων, μοιραζόμαστε τα βήματα». Όταν ξεκίνησε η ομάδα των Rollin Foxes τα τμήματα ήταν μόνο δύο την εβδομάδα και οι άντρες ήταν είδος προς εξαφάνιση. Πλέον τα τμήματα έγιναν οκτώ (τα δύο νέα τμήματα γυναικών που ανακοινώθηκαν στη σελίδα τους στο Facebook έκλεισαν μέσα σε δύο λεπτά, τα αντίστοιχα των ανδρών σε όχι παραπάνω από δύο ώρες). Ανταπόκριση πολύ ενθαρρυντική για μία προσπάθεια που βασικό παρονομαστή έχει τη διασκέδαση, την ενέργεια και την αγάπη για μια εποχή που όλοι τους έχουν ζήσει μόνο από ταινίες, βιβλία και τραγούδια. Τα τελευταία τέσσερα καλοκαίρια, μάλιστα, εκτός από πολλά πάρτι, οργανώνουν κι ένα ‘50s cruise στην κοντινή Αίγινα, συνδυάζοντας σύντομες διακοπές με θάλασσα και φυσικά πολύ χορό.
Από τις «πρωτεργάτριες» της ομάδας είναι και η Ηρώ που αμέσως μόλις πέρασε την πόρτα, ακούμπησε γρήγορα τα πράγματά της σε ένα σκαμπώ και ξεκίνησε να χορεύει κάθε τραγούδι ασταμάτητα. «Ακούω rock ‘n’ roll από τότε που με θυμάμαι, με μύησε η μητέρα μου. Στο Blue Fox με έφερε ένας φίλος μου για πρώτη φορά και από τότε κόλλησα. Μετά ξεκινήσαμε με το Μάνο και τη Ρόδη τα μαθήματα και πλέον όλα τα παιδιά εδώ είναι φίλοι μου. Δεν είμαι όμως δογματική, οι περισσότεροι φίλοι μου άλλωστε είναι πάνκηδες». Την ρωτάω από πού βρίσκει τα ρούχα της και κυρίως αν φορά αυτά τα εντυπωσιακά, χρωματιστά φορέματα στην δουλειά της, ως μάνατζερ εστιατορίων σε μεγάλη αλυσίδα ξενοδοχείων. «Μαμά, γιαγιά, φίλες, μαγαζιά με second hand ρούχα και το ίντερνετ είναι οι προσωπικοί μου “στυλίστες”. Τα φοράω παντού, φυσικά».
Δε χρειάζεται όμως να ψάξεις μακριά για να βρεις χειροποίητες δημιουργίες βγαλμένες από την αγαπημένη τους δεκαετία. Πίσω από το μπαρ και υπεύθυνη για τα ποτά (το ιδανικότερο για το Blue Fox είναι το ρούμι σύμφωνα με τον Μάνο) βρίσκεται η Μαρία. Εκτός από αυτή της την ιδιότητα, σχεδιάζει και ράβει ρούχα που ταιριάζουν γάντι στις γυναίκες της Μπλε Αλεπούς «Σπούδασα σχέδιο και όλο αυτό μου βγαίνει σχεδόν φυσικά. Γυναικεία, κομψά ρούχα που φτάνουν στα pin up πρότυπα χωρίς όμως υπερβολές στην εμφάνιση».
Ο Μάνος δεν μπορεί να αποσπάσει από το Blue Fox τον Bill Haley, ενώ όταν η ερώτηση περιορίζεται σε κάποιο τραγούδι με το οποίο το έχει συνδέσει, επιστρέφει στα Κουρέλια του Νικολαϊδη και στην ατάκα του Τζούμα, «Ξέρεις πότε χάλασε το πράγμα; Όταν εκείνος ο κρετίνος ο Πέρυ Κόμο τραγούδησε την Γκλεντόρα. Άκου πτώμα να μαθαίνεις». Κι ο Έλβις; Γιατί λείπει σε όλο το κείμενο, ως τώρα, ο Βασιλιάς; Ρωτάω την Ηρώ αν τελικά ζει. «Αν δε ζούσε, δε θα ήμασταν εμείς εδώ να χορεύουμε», μου λέει ενώ σηκώνεται απότομα και ορμάει στην πίστα.
περισσότερο Blue Fox, περισσότερος χορός στην γκάλερι ακριβώς από κάτω