Categories: ΠΟΛΗ

Η Κάτω Αθήνα

Το Shoegazing City είναι μία στήλη-αστικό ημερολόγιο δύο ανθρώπων που προσπαθούν να συναντηθούν. Μία αρχιτέκτονας κι ένας ποιητής, η Sublolita και ο Latenighter, δίνουν ένα ραντεβού σ’ ένα σημείο της πόλης, καταγράφουν τη διαδρομή τους από διαφορετικές αφετηρίες, κι όταν φτάνουν στο σημείο, παρατηρούν, ρωτούν, κουτσομπολεύουν και αναρωτιούνται για το καθετί. This is a story of Latenighter meets Sublolita. Αυτή είναι η διαδρομή, παράλληλη και εφαπτόμενη, δύο ανθρώπων που έμαθαν να κοιτάζουν κάτω ― ή, μάλλον, προς τα κάτω, εκεί, στη λεπτομέρεια. Πατήστε το play παρακάτω και ξεκινήστε το ταξίδι.

Η Κάτω Αθήνα [ Με ένα σκάφανδρο στις υπόγειες διαβάσεις της Συγγρού ]

― «Ξελαρυγγιαστήκαμε για να συνεννοηθούμε, shoegazers!»

Η Κάτω Αθήνα· τι παράξενο όνομα· θα ταίριαζε ίσως στο κομμάτι της πόλης που φεύγει πέρα από το Φιξ ― από το καινούργιο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που έρχεται όπου να ’ναι. Η Κάτω Αθήνα.

― Κλείνεται ο ουρανός μέσα στα μπετά;

― Η Αθήνα μπορεί να το κάνει κι αυτό.

― Και σου αρέσει αυτό;

― Μου αρέσει που με ρωτάς. Μου φτάνει.

Καμιά φορά, μας έρχεται στο νου μια εικόνα της πόλης, όπου όλα θα συμβαίνουν κάτω από την επιφάνειά της· επάνω θα είναι μόνο δρόμοι και ίσως πεζοδρόμια. Κάτω, σε στοές, σήραγγες, υπόγεια σοκάκια, οι άνθρωποι θα ζουν την κανονική (με ή δίχως εισαγωγικά) ζωή τους. Και πάνω; Τι συμβαίνει πάνω; Πάνω τριγυρνάμε στις αστικές διακλαδώσεις και γυρεύουμε κάπου να καθρεφτιστούμε· ίσως ψάχνουμε απλώς να καταλάβουμε την πόλη (από το καταλαμβάνω και από το καταλαβαίνω). Η Αθήνα, έτσι όπως είναι τώρα, έχει ανάγκη από ανακατάληψη από τους κατοίκους της, απ’ όλους· όλους.

― Και πώς καταλαμβάνεται μία πόλη; Πώς καταλαβαίνεται;

― Για αρχή, βλέπεις. Και στις δύο περιπτώσεις.

― Τι πά’ να πει «βλέπω»;

― Βλέπω θα πει σε ψάχνω.

Από τις στοές του κέντρου στις υπόγειες διαβάσεις της Συγγρού. Από το Φιξ ώς την Καλλιθέα. Σκαλιά, σκοτάδια, παζάρια, ανηφόρες, κατηφόρες. Αναζήτηση. Θελήσαμε να ανεβοκατεβούμε την πόλη· από το φως της στα σκοτάδια της· από τη μία όχθη στην άλλη. Μαζί μας, μία κάτοικος της περιοχής, που έχει φάει με το κουτάλι την Κάτω Αθήνα.

― Πάλι έχουμε παρέα.

― Να μάθουμε μαζί.

― Αντέχεις;

― Μη ρωτάς.

Η Νικολέτα Μπαλοθιάρη είναι γραφίστρια. Μένει δίπλα στη Συγγρού. Φαντάζεται την Αθήνα, τη χρησιμοποιεί, ψάχνει και ψάχνεται. Είναι από τους ανθρώπους της επίμονης αναζήτησης. Από κείνους που δεν φοβούνται να καταλάβουν την πόλη τους (πάλι: από το καταλαμβάνω και από το καταλαβαίνω). Περπατήσαμε μαζί της. Μας έδειξε την περιοχή και θυμηθήκαμε οι τρεις μας πώς είναι να ξαναβλέπεις από την αρχή την ίδια σου την πόλη.

Και τι θα πει να μένει κανείς τόσα χρόνια στη Συγγρού; «Μένω γύρω στα δέκα χρόνια δίπλα στη Συγγρού. Όταν φτιάχτηκε το μετρό, ο Νέος Κόσμος [αν ζούσαμε στο 3010, το όνομα της περιοχής θα ήταν πολλά υποσχόμενο] συνδέθηκε γρήγορα με το κέντρο. Έξι λεπτά για να φτάσεις στο Σύνταγμα. Στη δόμηση της περιοχής δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη αλλαγή. Μετρό δεν χρησιμοποιώ συχνά. Έχω ανάγκη να βλέπω ουρανό. Στα σημεία όπου βρίσκονται οι στάσεις, βλέπεις περισσότερο κόσμοαπ’ ό,τι παλιότερα. Μυρμηγκοφωλιές. Είσοδος-έξοδος πεζών σε ακτινωτή διάταξη».

― Είσοδος-έξοδος πεζών.

― Σε ακτινωτή διάταξη. Ωραίο, ε;

― Μπες-βγες.

Αναρωτιόμαστε τι σε κάνει να θες να μείνεις σ’ αυτή την περιοχή. Τι συμβαίνει που δεν φαίνεται; Ή μήπως όλα είναι απλά και προφανή; «Mετά τα Εξάρχεια, έτυχε να μείνω εδώ λόγω συγκατοίκησης. Δεν ξέρω αν, διαφορετικά, θα επέλεγα την περιοχή.Ανήκει στον Δήμο Αθηναίων, αλλά οι δημοτικές αρχές φροντίζουν κυρίως την περιοχή μέχρι το μετρό Φιξ. Είναι από τις ξεχασμένες περιοχές.

― Μεγάλη υπόθεση ο δεσμός.

― Δεσμεύεσαι γι’ αυτό;

― …

― Είδες;

Τ’ αυτοκίνητα, χιλιάδες. Εγκαταλειμμένα κτίρια γύρω γύρω. Γραφεία που δεν έχουν κανέναν μέσα. Μια αίγλη που σβήνει. Μια εποχή που χάνεται. Μήπως έχει ήδη χαθεί; Σε τι ωφελεί η νοσταλγία σε μια πόλη; Γιατί να νοσταλγείς και να μην επανασχεδιάζεις; Οι πόλεις δεν χρειάζονται ρομαντισμούς για το χαμένο μεγαλείο τους ― αν έχουν. Έχουν ανάγκη από τη ζωή που θα τους δώσουν οι κάτοικοι· όσοι, τέλος πάντων, καταφέρνουν να τη «βλέπουν», να τη χρησιμοποιούν.

Η Συγγρού είναι άλλη μία γειτονιά της Αθήνας. Μπορεί και όχι όμως, ε; «Όχι, δεν θα τη χαρακτήριζα σε καμία περίπτωση γειτονιά. Είναι αρκετά αφιλόξενη. Δεν έχει τη ζεστασιά που αποπνέει η γειτονιά. Στο δρόμο όπου ζω, ζήτημα να ξέρω τα ονόματα πέντε ανθρώπων. Έναν-δυο δρόμους όμως μέσα από τη Συγγρού, αρχίζει να ζεσταίνει το πράγμα».

― Να σε κερδίσει.

― Μήπως να την κερδίσουμε εμείς;

― Άσε κάτι και για τα ντουβάρια.

― Καλά.

Πώς θα ήταν, άραγε, η Αθήνα δίχως τη Συγγρού; «Η λεωφόρος είναι πέρασμα. Ο κόσμος κινείται σε αυτήν είτε για να πάει στη δουλειά του είτε για τη βραδινή της ζώνη. Τα θηριώδη κτίριά της, η φασαρία, το καυσαέριο και η ταχύτητα, με την οποίατη διασχίζουν όλοι οι διερχόμενοι, λόγω αυτών των χαρακτηριστικών λοιπόν την τοποθετούν στην κατηγορία “μη τόπος”. Κατά μήκος της δεν συναντάς ανθρώπους να κάνουν βόλτα. Το βράδυ είναι αλλιώτικη. Πολύς ανδρικός πληθυσμός και γυναίκες έτοιμες για όλα μέσα σε πανάκριβα αυτοκίνητα. Τα alarm αναμμένα περιμένουν τον επόμενο πελάτη. Φάρος-κάλεσμα. Η Συγγρού είναι ο βασικός άξονας που συνδέει το κέντρο της Αθήνας με τη θάλασσα. Αυτό είναι μαγικό. Σε λίγα λεπτά, αφήνεις τα ψηλά κτίρια και αντικρίζεις απέραντο γαλάζιο [κάπως απέραντο, κάπως γαλάζιο].Είχα διαβάσει κάπου πως η Συγγρού θα μπορούσε να είναι η Sunset Boulevard της Αθήνας [εντάξει, χωρίς τους φοίνικες]. Έτσι τη βλέπω από τότε. [Κανένα L.A.]»

― Θα ’θελες να ήταν η Αθήνα κάτι άλλο;

― Θα ήθελα να ήταν η Αθήνα.

― Δεν είναι;

― Δεν ήταν;

― «Πού είστε, ρε παιδιά;»

Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Η φασαρία συνεχίζεται. Κι όμως, μπορεί ο θόρυβος να μας φέρνει πιο κοντά, ίσως μας αναγκάζει να σκύψουμε λιγάκι στο αυτί του άλλου, στο στόμα του. Ίσως μας κάνει να σταματάμε πού και πού και να βλέπουμε (άντε πάλι). Τι να δει κανείς στη Συγγρού όμως; «Αγαπημένα σημεία είναι ένα δευτερόλεπτο μπροστά από το ξενοδοχείο Marriot που μυρίζει γιασεμί, το παλιό εγκαταλειμμένοσιντριβάνι μπροστά από τα προσφυγικά, το πεζοδρόμιο μπροστά στον “Μικρόκοσμο”και η διχάλα που αποφασίζεις “Πειραιάς ή Σούνιο; ”, η καντίνα μπροστά στηνΠάντειο. Εμ… ελπίζω να γίνει και το ΕΜΣΤ. Έχω μεγάλη αγωνία. [σημεία 5 και μισό]. Αγαπώ την ανωνυμία, την ταχύτητα, τα μυστήρια βράδια, τα φώτα, τις υπόγειες διαβάσεις και το καθαρά αστικό τοπίο της. Μισώ το καυσαέριο, την έλλειψη ψηλών δέντρων, τη φασαρία [αν και κάποιες φορές ο λευκός ήχος της (white noise)είναι ιδιαίτερα χαλαρωτικός] και τις κόρνες όταν το σύστημα μπλοκάρει. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη αν το νεύρο που έχει ως λεωφόρος είναι χαρακτηριστικό που αγαπώ ή μισώ. Μάλλον, ανάλογα τα κέφια».

Συνεχίζουμε την κάθοδο οι τρεις μας. Η Νικολέτα έχει ένα πακέτο post-it στα χέρια, κι έναν μαρκαδόρο. Αφήνει σημειώματα εδώ κι εκεί. Κοιτάζει γύρω της και είναι σαν να ανακαλύπτει τη Συγγρού από την αρχή. Μπαίνοντας στις υπόγειες διαβάσεις, κερδίζουμε σε ησυχία, χάνουμε σε προσανατολισμό. Τι είναι οι υπόγειες διαβάσεις άραγε; «Εγώ μια-δύο χρησιμοποιώ, κυρίως αυτή που είναι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και αυτή του Αγίου Σώστη. Δεν έχει αλλάξει κάτι στις διαβάσεις αυτά τα χρόνια, νομίζω. Διαλέγεις στρατόπεδο και προχωράς. Άνοδος ή κάθοδος; Οι αρουραίοι που ζουν εκεί σίγουρα θα ξέρουν καλύτερα».

Όση ώρα προσπαθούμε να χωνέψουμε την εναλλαγή μεταξύ γκλαμουριάς και εγκατάλειψης, μεταξύ αστικής κουλτούρας και ημιαστικού διλήμματος «μας αρέσει-δεν μας αρέσει», η Νικολέτα αρχίζει να μιλά για την Αθήνα και τη Συγγρού ως πηγές έμπνευσης. «Εμπνέομαι από την Αθήνα. Οι μυρωδιές, οι φόρμες και οι γραμμές της είναι σημεία αναφοράς σε κάποιες δουλειές μου. Ο παλμός της πόλης είναι έντονοςκαι επηρεάζει τη δουλειά μου. Η Συγγρού με εμπνέει σε αλλόκοτες φάσεις μου. Αν και βρίσκω αρκετά στάσιμη την εικόνα της, όταν τη βλέπω από ψηλά, όταν την παρατηρώ σε κοντινό πλάνο, πάντα ανακαλύπτω πως έχει κάτι να μου πει. Κι όταν δεν έχει, της λέω εγώ».

― Έχεις κάτι να μου πεις;

― Όχι.

― Θέλεις ένα γλειφιτζούρι;

― Πάλι;

Η επαγγελματική διαδρομή της Νικολέτας στη γραφιστική ξεκινάει γύρω στα 9 της χρόνια, όταν αποφάσισε με την αδερφή της ―και το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο― να βρουν ένα κεφάλαιο για τον εξοπλισμό του σπιτιού-καταφυγίου με τα καλάμια στον κήπο. Ξεκίνησαν λοιπόν να ζωγραφίζουν βότσαλα προς πώληση, χρησιμοποιώντας τυπογραφία. «Έκανα κάποτε, αργότερα, μια λίστα τι-θέλω-να-γίνω-όταν-μεγαλώσω. Επικρατέστερη βγήκε η γραφιστική. Η γραφιστική περιλαμβάνει όλο τον κόσμο σε λέξεις και εικόνες. Μεταφέρει μηνύματα. Μάλλον το μήνυμα είναι που με έκανε να την επιλέξω. Η επικοινωνία. Δεν θα μπορούσα να ασχολούμαι με κάτι με το οποίο δεν θα επικοινωνώ με τον ευρύτερο κόσμο. Μ’ αρέσει να αφήνω μηνύματα στον κόσμο».

Η Νικολέτα έχει δημιουργήσει το skafandro.gr. «Το skafandro έρχεται, ύστερα από οχτώ χρόνια στον χώρο της γραφιστικής, να βρει και αυτό την προσωπική του θέση ―με επίσημο πλέον όνομα― στον χώρο της επικοινωνίας. Είναι στα σκαριά για την ώρα ―δεν είναι ολοκληρωμένο― αλλά, αν δεν βουτήξει στα βαθιά, τι σόι σκάφανδρο είναι; Προσπαθώντας να βρω τη λέξη-κλειδί που θα με εκφράζει, δυσκολευόμουν πολύ. Στο μυαλό μου έρχονταν συνεχώς σχήματα. Πάνω σε αυτή την αναζήτηση, έτυχε να δω την ταινία “Le Scaphandre Et Le Papillon” (“To σκάφανδρο και η πεταλούδα”) του Julian Schnabel, βασισμένη στο βιβλίο με την αληθινή ιστορία του Jean Dominique Bauby. Αυτό συνέπεσε με την ατάκα ενός αγνώστου: “Δεν μιλάς πολύ, αλλά έχεις φλύαρο βλέμμα”. Το σκάφανδρο* λοιπόν έγινε το μέρος απ’ όπου μπορώ να παρατηρώ χωρίς να με παρατηρούν. Το μέσο με το οποίο ταξιδεύω. Το μεγαλύτερο κομμάτι της γραφιστικής είναι για μένα να κοιτάζω και να σχεδιάζω τον κόσμο μέσα από το δικό μου πρίσμα».

Κι αν σχεδίαζες τη Συγγρού γραφιστικά, τι σχέδιο θα επέλεγες; Θα χρησιμοποιούσεςάλλα υλικά; «Δεν θα τη σχεδίαζα όπως είναι. Ο ρεαλισμός δεν θα ήταν η πρώτη μου επιλογή. Μαύρες γραμμές με μαρκαδόρο, νομίζω, θα έβγαιναν. Αφαίρεση. Δεν είμαι σίγουρη… Θα μου άρεσε όμως να τη δω γεμάτη ανθρώπους σ’ ένα μεγάλο πικ-νικπάρτι με δυνατή μουσική [κάτσε, μου μπαίνουν ιδέες]. Ναι, θα τη σχεδίαζα γεμάτη ανθρώπους. Το σχέδιο θα ήταν πάνω σε χαρτί, εμποτισμένο με γιασεμί και νυχτολούλουδο. Να θέλεις να μπεις μέσα του. Να σε φιλοξενήσει. Ώρα δύσης θα ήταν, και μόλις θ’ άναβαν τα πρώτα φώτα της πόλης. Μουσική. I’ll meet you at the highway».

Σκοτεινιάζει πια και πάνω. Λένε ότι οι πόλεις είναι πιο όμορφες τη νύχτα· το σκοτάδι καλύπτει τις μικρές ή τις μεγάλες ασχήμιες τους.

― Η Αθήνα είναι ωραία τη νύχτα;

― Και τη μέρα.

― Η Αθήνα πού είναι.

― Είναι μέσα μας.

― Θα μας κοροϊδεύουν μ’ αυτά που λέμε.

― Εντάξει, η Αθήνα είναι γεμάτη μπετά, άσχημες πολυκατοικίες, «ποτέ οι στέγες των σπιτιών μας δεν ήταν τόσο κοντά και οι καρδιές των ανθρώπων τόσο μακριά», τέτοια.

― Καλά, καλά, σταμάτα… Η Αθήνα είναι μέσα μας.

* Το 1863, ο Συμιακός Φώτης Μαστορίδης φέρνει στην ιταλοκρατούμενη τότε Δωδεκάνησο το πρώτο σκάφανδρο, επιστρέφοντας από μία αποστολή με το Βρετανικό ναυτικό από τις Ινδίες. Για να διώξει μάλιστα τον φόβο από τους συμπατριώτες του, έβαλε πρώτη την γυναίκα του Ευγενία (η οποία ήταν και έγκυος) να βουτήξει με το φόρεμα και το σκάφανδρο. Γι’ αυτό το λόγο το σκάφανδρο ονομάζεται και φόρεμα.

Αγγελική Ζερβού / Δημήτρης Αθηνάκης

Share
Published by
Αγγελική Ζερβού / Δημήτρης Αθηνάκης