«Το μόνο πράγμα που είναι καινούριο εδώ μέσα είναι ένας κάδος σκουπιδιών, κι αυτό γιατί δεν βρήκαμε κάδο vintage», λένε τα παιδιά καθώς με ξεπροβοδίζουν από το Athens Quinta. Η Ευαγγελία έχει μια ακατανίκητη αγάπη για ό,τι vintage υπάρχει και, προκειμένου να υπηρετήσει την αγάπη της, εργάζεται πέντε χρόνια τώρα αγκαλιά με second hand ρούχα στο Yesterday’s Bread. Ο Άρης είναι τρομερά ταλαντούχος συλλέκτης, ανακαλύπτει συνέχεια μοναδικά κομμάτια σε παλαιοπωλεία ή ακόμη και αφημένα στο δρόμο, από γυάλινα ποτήρια μέχρι κρεμαστές κούνιες. Η Σιμέλα έχει – απ’ όσο έμαθα – μεγάλο ταλέντο στη ραπτική και- απ’ όσο παρατήρησα – ακόμη μεγαλύτερο στην επικοινωνία. Αυτά τα τρία παιδιά μαζί αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις, τις αγάπες και τα ταλέντα τους για να δημιουργήσουν το Athens Quinta, ένα κονσεπτικό hostel στην καρδιά των Εξαρχείων που μόλις έκλεισε ένα μήνα επιτυχούς λειτουργίας και φιλοξένησε στην ρομαντική αυλή του το φακό της Popaganda, προσφέροντας σπιτικό κέικ και χειροποίητα αρωματικά σαπουνάκια δικής τους παραγωγής.
«Quinta σημαίνει αφενός παλιά έπαυλη ή κλασικό αρχοντικό, αφετέρου είναι και η αυλαία που χωρίζει τη σκηνή από τα παρασκήνια. Το πάντρεμα των δύο ερμηνειών είναι τέλειο: ένα αθηναϊκό σκηνικό που κρύβει την ασχήμια της Αθήνας αναδεικνύοντας την παλιά, κλασική και όμορφη πλευρά της, συν ότι πρόκειται για ένα αθηναϊκό αρχοντικό» εξηγεί η Ευαγγελία. «Το είχαμε συζητήσει από το Σεπτέμβρη και ψάξαμε επί τούτου για κτίριο. Όταν βρήκαμε το συγκεκριμένο, νιώσαμε αμέσως πως είναι το ιδανικό». Το Athens Quinta βρίσκεται στο νούμερο 13 της οδού Μεθώνης των Εξαρχείων, ένα μικρό πλακόστρωτο στενό, ανάμεσα στην Ιπποκράτους και την Μαυρομιχάλη.
«Όλα είναι στημένα όπως θα ήταν και σε ένα πραγματικό σαλόνι ή υπνοδωμάτιο» συνέχισε η Σιμέλα. «Και θέλουμε ο κόσμος να νιώθει ότι είναι σπίτι του. Η ίδια η διαρρύθμιση είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να μην υπάρχει κάτι ψυχρό ή αυστηρά οργανωμένο. Δε θελαμε οι χώροι να είναι ξενοδοχειακές αίθουσες υποδοχής, θέλαμε να μοιάζουν με ένα σπίτι του ‘40 ή του ’50, όπως αυτό θα ηταν στην πραγματικότητα». Και είναι πράγματι έτσι. Διασχίζοντας την είσοδο, κοιτώντας δεξιά αριστερά και σίγουρα πάνω, προς την κλασική οροφή, ανακαλύπτεις πως όντως βρίσκεσαι μέσα σε ένα παλιό αρχοντικό. Αναρωτιέσαι ποιός να έμενε εκεί παλιότερα, πού να διάβαζε άραγε τα βιβλία του, πού να έπινε τον καφέ του, πού να κάπνιζε, που να κοιμόταν. Στην πραγματικότητα το κτίριο ήταν παλιότερα ένα αφημένο τυπογραφείο, αλλά επειδή ακριβώς δεν υπάρχει τίποτα εκεί μέσα από το ’60 και μετά, η ατμόσφαιρα δεν θυμίζει καλοστημένο σκηνικό ταινίας, αλλά ένα αυθεντικό ταξίδι πίσω στο χρόνο.
«Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι εμείς καταθέσαμε ένα κομμάτι ψυχής εδώ μέσα και αυτό ο κόσμος το καταλαβαίνει και το εκτιμάει αμέσως. Καθόμαστε όλοι μαζί στην αυλή, πίνουμε μπύρες ή βγαίνουμε έξω με τους επισκέπτες μας. Αυτό θα πει “συνδέομαι” και δυστυχώς είναι κάτι που απουσιάζει στις μέρες μας. Εδώ, όποιο πράγμα κι αν σηκώσεις, θα γράφει ένα όνομα από κάτω. Και θα είναι κάποιου από μας τους τρεις. Εμάς αυτή είναι η ιστορία μας: όλα όσα βλέπεις τα έχουμε υπογράψει» λέει ο Άρης καθισμένος δίπλα στην κουνιστή πολυθρόνα που μόνος του βρήκε και επιδιόρθωσε. «Πολλά έπιπλα τα έχουμε πάρει από το Σύλλογο Ρέτο, μια ΜΚΟ με στόχο την απεξάρτηση τοξικομανών που παραλαμβάνουν παλιά έπιπλα και τα αναπαλαιώνουν».
Παλιά παιχνίδια και memorabilia από το Μικρό Ερωτικό στην Καλλιδρομίου, έπιπλα από τις Παλιοσυνήθειες ή από Αθηναϊκά παλαιοπωλεία και στενάκια, παλιακά ραδιόφωνα, χρωματιστά πλακάκια και βαριά ρετρό υφάσματα συνθέτουν το ύφος ενός πραγματικά μοναδικού στο είδος του hostel, που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ένα μουσείο προσομοίωσης στην Αθήνα του ’40. Και φυσικά η δημιουργικότητα δεν σταματά εκεί. «Το επόμενο project είναι να διοργανώσουμε βραδιές σινεμά με παλιές ταινίες, να συνεργαστούμε με το διπλανό σύλλογο Κυπρίων ώστε να κάνουμε σεμινάρια yoga, θα σχεδιάσουμε ένα χάρτη βάσει του οποίου θα προτείνουμε στον κόσμο τα δικά μας προσωπικά στέκια, καθαρά κατά την άποψή μας και πέρα από την όποια τάση.
«Με ανθρώπους που έχουν όρεξη και είναι καλοπροαίρετοι είμαστε πρόθυμοι να συνεργαστούμε για να κάνουμε και κάτι καλό για τη γειτονιά, γιατί η Μεθώνης είναι κάπως παραμελημένος δρόμος, έχει πολλά κτίρια που είναι σε κακή κατάσταση. Γενικώς κάνουμε πολλές και ενδιαφέρουσες συνεργασίες, συνεργαζόμαστε με φίλους που έχουν παραδοσιακά προϊόντα, καλλιτέχνες που φτιάχνουν δικά τους χειροποίητα πράγματα. Θέλουμε να έχουμε επαφή με επιχειρήσεις που σέβονται τον άνθρωπο και κατ’επέκταση τον πελάτη. Έτσι κι αλλιώς οι προθέσεις μας ήταν πραγματικά αγνές, δεν το σκεφτήκαμε σαν ένα τρόπο να γίνουμε πλούσιοι, όσο σαν ένα τρόπο να κάνουμε κάτι όμορφο που τυχαίνει να αρέσει σε όλους μας. Όλα έγιναν εντελώς αυθόρμητα, γεννήθηκαν ιδέες στην πορεία, ανάλογα με τη διάθεσή μας και την ψυχοσύνθεση του καθενός μας. Κανείς δεν ξέρει αν θα το κάναμε εφ’ όρου ζωής, αλλά έχουμε συμφωνήσει ότι θα το κάνουμε για τα επόμενα δεκα χρόνια. Και μετά βλέπουμε. Απλώς βρεθήκαμε τρεις άνθρωποι την κατάλληλη στιγμή, κι ενώ κανένας μόνος του δεν θα τολμούσε να το κάνει για διαφορετικούς λόγους, μαζί καταφέραμε να δημιουργήσουμε κάτι. Και αυτό το κάτι θέλουμε να πιστεύουμε πως έχει ένα χαρακτήρα ιδιαίτερο, ή τουλάχιστον ότι έχει ένα ιδιαίτερο κομμάτι του καθενός μας. Ποιός ξέρει; Κάποια στιγμή αυτό το “παιδάκι” που γεννήσαμε μπορεί να μεγαλώσει και να μην μας χρειάζεται πια, μπορεί να αποκτήσει μια ταυτότητα δική του και ίσως απλά να μείνουμε πίσω και να το καμαρώνουμε», καταλήγει η Ευαγγελία, με τη Σιμέλα να συμπληρώνει πως «μπορεί μετά να κάνουμε κι άλλο παιδάκι!» και τον Άρη να πετάγεται λέγοντας «ή μπορεί να καταλήξουμε στο εμπόριο vintage επίπλων ή να κάνουμε trash art! Ποιός ξέρει;».
Και κάπου εκεί διαπιστώνει κανείς ότι πρόκειται όντως για μια δημιουργική τριμελή οικογένεια με δεσμούς εξ’αγχιστείας, που μιλάει για την επιχείρησή της όχι με όρους business, αλλά με όρους περήφανου γονέα που με αυθεντική αγάπη «καμαρώνει το παιδί του όταν μπαίνει στο πανεπιστήμιο».