Σε απόσταση λιγότερη των 100 μέτρων, επί της πλατείας Κλαυθμώνος, βρίσκονται δύο μοναδικής ομορφιάς κτίρια της πόλης, με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, την ψηφιδωτή πρόσοψη. Είναι το κτίριο του αρχιτέκτονα Φώτη Παππά, Παρνασσού 2 και Παπαρηγοπούλου και το κτίριο των Λαζαρίδη – Μπόνη στην Παλαιών Πατρών Γερμανού 7.
Πρόκειται για δύο οκταόροφες πολυκατοικίες, στις οποίες ανέκαθεν στεγάζονταν γραφεία. Δίπλα τους υπάρχουν καταστήματα. Αυτό μαζί με ύψος τους που είναι «αποτρεπτικό» για τους Αθηναίους που περπατούν σχεδόν πάντα με γοργό βήμα και σκυφτό κεφάλι παρασυρμένοι από τη φρενίτιδα της καθημερινότητας, ίσως φταίνε στο ότι σπάνια τα παρατηρεί κανείς.
Πρώτο κτίστηκε το κτίριο της οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού, το 1957, από τους αρχιτέκτονες Λεωνίδα Μπόνη και Μανώλη Λαζαρίδη. Πρόκειται για ιδιόκτητο κτίριο γραφείων-καταστημάτων που φιλοξένησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το κοινό γραφείο των δύο αρχιτεκτόνων, που συνεργάστηκαν μεταπολεμικά. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για το στυλ του κτίσματος, απευθυνθήκαμε στο αρχιτεκτονικό γραφείο FLUX Office και τους αρχιτέκτονες Εύα Μανιδάκη και Θανάση Δεμίρη, οι οποίοι έχουν κάνει μια μεγάλη έρευνα για έργα που έχουν εκπονηθεί από το θρυλικό αρχιτεκτονικό δίδυμο Κασσάνδρα – Μπόνη (οι οποίοι υπήρξαν συμφοιτητές στην στην Ecole de Beaux Arts (E.N.S.B.A.) του Παρισίου και διατήρησαν κοινό γραφείο μέχρι και το 1940, χαρίζοντάς μας κτίρια όπως το Μετοχικό Ταμείου Στρατού (City Link) και το Μέγαρο Θεαμάτων Ρεξ- Κοτοπούλη- Σινεάκ), καθώς ήταν οι κατάλληλοι για να μας περιγράψουν το φοβερό αυτό κτίριο. «Το κτίριο της οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού, είναι επενδεδυμένο εξ ολοκλήρου με πολύχρωμα κεραμικά πλακίδια, στο πνεύμα των επενδύσεων της Art Deco. Ο συγκεκριμένος διάκοσμος με τις λεπτομέρειές του (ψηφιδωτό, κεραμιδί στοιχεία, η υπογραφή των αρχιτεκτόνων με βυζαντινούς χαρακτήρες στην είσοδο) αποτελεί αντίστιξη στο βυζαντινό ρυθμό της μεσαιωνικής εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων που βρίσκεται απέναντι. Ο σχεδιασμός αυτός ξενίζει στην εποχή του τον περιπατητή καθώς συνδέεται με μια γαλλική παράδοση η οποία απουσιάζει από τους αθηναϊκούς δρόμους. Έχει, για την εποχή που σχεδιάστηκε, αντιακαδημαϊκό και έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα».
Μέχρι και τη δεκαετία του 1930, η αρχιτεκτονική υφολογία της Αθήνας βασίζεται κυρίως στα καθιερωμένα πρότυπα του νεοκλασικισμού. Είναι λίγο αργότερα μονάχα που αρχίζει να στρέφεται, έστω και κάπως δειλά, σε νεωτεριστικές φόρμες, υιοθετώντας ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής. Η Art Deco άντλησε από πολλές εποχές και αποτελεί μείγμα επιδράσεων πολλών και διαφορετικών καλλιτεχνικών κινημάτων του 20ου αιώνα. Πηγή έμπνευσης ήταν τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα του φωβισμού, κυβισμού και φουτουρισμού, αλλά και η αιγυπτιακή και αφρικανική τέχνη, η κινέζικη καλλιγραφία, τον λαϊκό πολιτισμό της Ρωσίας.
Ο αθηναϊκός μοντερνισμός, που εκδηλώνεται στην αστική αρχιτεκτονική του νέου ρυθμού της Art Deco χαρακτηρίζεται από νεοτερικότητα και τολμηρούς πειραματισμούς, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις συνευρίσκεται αρμονικά με νεοκλασικά στοιχεία ή ακόμη με αρχιτεκτονικό υλικό της κεντροευρωπαϊκής αισθητικής. Τα δύο ψηφιδωτά κτίρια της πλατείας Κλαυθμώνος είναι άριστα δείγματα καθαρής Art Deco εμποτισμένης με κεντροευρωπαϊκά στοιχεία.
Οι Μανιδάκη – Δεμίρης, μας εξηγούν περαιτέρω την επιρροή της Art Deco στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική υφολογία, καθώς και το γιατί το κτίριο αυτό, είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα έργα του Μπόνη, ειδικά μαζί με τον Βασίλειο Κασσάνδρα. «Η διαφορετική υφολογία προκύπτει από μια προσπάθεια των αρχιτεκτόνων να εισάγουν τα νέα αρχιτεκτονικά ρεύματα της Ευρώπης, και συγκεκριμένα της Γαλλίας στο έργο τους στην Ελλάδα. Σχεδιάζουν σε μια μεταβατική εποχή μεταξύ των τάσεων του αφαιρετικού κλασικισμού και του μοντερνισμού. Εδραιώνονται από την αρχή της πορείας τους ως οπαδοί του μοντέρνου κλασικισμού, ενώ παράλληλα υιοθετούν στοιχεία από την Art Deco. Στην συνέχεια καινοτομούν με μια intermediaire αρχιτεκτονική, γαλλικής επιρροής. Πρόκειται για την αρχιτεκτονική της μετάβασης , με σημαντικότερο εκπρόσωπο των M. Roux–Spitz, που δήλωνε μοντέρνα όσον αφορά την απουσία διακόσμου και την χρήση γεωμετρικών στοιχείων, παραμένοντας όμως κλασσική ως προς την οργάνωση της όψης, τις επιμελημένες λεπτομέρειες και την χρήση των πολυτελών υλικών επένδυσης. Επομένως επηρεασμένοι απ’ τα νεωτερικά ρεύματα του Μεσοπολέμου, και ανάλογα με την δεκτικότητα των εκάστοτε ιδιοκτητών, προέκυπτε ο διαφορετικός σχεδιασμός. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του μεγάρου θεαμάτων Ρεξ- Κοτοπούλη- Σινεάκ, όπου ήταν έντονες οι αισθητικές παρεμβάσεις των εργοδοτών».
Το κτίριο στον αριθμό 2 της οδού Παρνασσού, κτίστηκε το 1958, ένα χρόνο μετά το μέγαρο των Λαζαρίδη – Μπόνη, από τον αρχιτέκτονα Φώτη Παππά, για τον οποίο δυστυχώς η έρευνα δεν απέδωσε αρκετά στοιχεία. Το σίγουρο είναι πως και ο ίδιος επηρεάστηκε από τα ευρωπαϊκά πρότυπα και χάρισε στην περίμετρο της πλατείας, ακόμη ένα ψηφιδωτό αριστούργημα. Ο θυρωρός του κτιρίου, ο Νίκος, ήταν ο ξεναγός μας κατά την περιήγησή μας εκεί. Μας μίλησε για τις ελάχιστες παρεμβάσεις που έχουν γίνει στην πολυκατοικία. Αν παρατηρήσει κανείς καλά, θα δει πως οι πινακίδες που αναγράφουν τους ορόφους και τους αριθμούς των διαμερισμάτων, ακόμη και οι διακόπτες στους διαδρόμους, είναι ανέπαφοι. Εντός της εισόδου της πολυκατοικίας μάλιστα, εκτός από το θυρωρείο, υπάρχει κυλικείο (κάποτε λειτουργούσε ως καφενείο και έτσι απαγορεύεται σε οποιονδήποτε να ανοίξει καφετέρια ή αναψυκτήριο πλησίον του κτιρίου ακόμη και σήμερα), μια συνήθεια που σπάνια συναντά πια κανείς στην πόλη.
Οι ταράτσες αμφότερων των κτηρίων προσφέρουν μια μοναδική θέα στην κατάφυτη πλατεία Κλαυθμώνος, κάτι που δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς όταν την περπατά καθώς και μια εντυπωσιακή άποψη της οδού Κοραή. Στο βάθος, ιδιαίτερα από την ταράτσα του μεγάρου Λαζαρίδη – Μπόνη, διακρίνεται και μια φέτα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ πίσω του υψώνεται ο Λυκαβηττός σε μια από τις πιο όμορφες πλευρές του.