Categories: FeaturedΠΟΛΗ

ΝΕΑ ΣΤΗΛΗ: Volocity

Στην τζαμαρία βρίσκονται κολλημένες αφίσες για τις Προβολές Ταινιών στο Μεταξουργείο της Νέας Ιωνίας, για ένα πάρτι στην Αρχιτεκτονική το προηγούμενο Σάββατο και για μία ερασιτεχνική ραδιοφωνική εκπομπή. Καθώς πλησιάζω, διακρίνω στο εσωτερικό μία μεγάλη μηχανή για ποπ-κορν και από πίσω, έναν ολόκληρο τοίχο γεμάτο αφίσες από άλλα μικρά πάρτι, άλλες ραδιοφωνικές εκπομπές, άλλες προβολές ταινιών, άλλες πορείες.

Το “Ποτιστήρι” στήθηκε δύο χρόνια πριν από τον Σταύρο και τον Αποστόλη. Η ιδέα για το μαγαζί έσκασε τη στιγμή που και οι δύο συνειδητοποίησαν πως μετά το βραχυπρόθεσμο της πρακτικής στην Νομαρχία του Σταύρου και της απασχόλησης στο Ταχυδρομείο για τον Αποστόλη, τα σενάρια περί μόνιμης δουλειάς έμπαζαν περισσότερο και από ελληνικό σήριαλ. Σε μία βόλτα στον πεζόδρομο της Ερμού, ο Αποστόλης ανακάλυψε το μαγαζί. “Με κέρδισαν τα πράσινά του κουφώματα. Αυτό το παλιό, το φθαρμένο” λέει ο ίδιος. Το εσωτερικό του μαγαζιού λοιπόν δεν μπορούσε παρά να ακολουθεί αυτήν ακριβώς την αισθητική: μέσα σε έναν χώρο τόσο όσο να μπορείς να διακρίνεις από όπου και αν κάθεσαι το σφηνάκι που σου ετοιμάζει κρυφά ο Σταύρος, τα παιδιά κατάφεραν να χωρέσουν εικόνες από τα φοιτητικά τους χρόνια μαζί με μνήμες από έναν, φαινομενικά αλλόκοτο σήμερα, Βόλο του ’30 και του ’40. Τους βοήθησε ο πατέρας του Αποστόλη, ο οποίος είναι συλλέκτης αντικών και τους χάρισε ένα μεγάλο μέρος της συλλογής του. Αφίσες εκτυπωμένες από τις τσίγκινες αυθεντικές επιφάνειες αφηγούνται τις στιγμές δόξας μίας ξεχασμένης βιομηχανικής πλευράς της πόλης, τότε που το τσιγάρο ήταν σιγαρέττο Παπαστράτου, η λεμονάδα ήταν ΕΨΑ “εκ φυσικόν χυμόν” και οι “Ματσαγγοπούλες” έκαιγαν καρδιές. Ανάμεσα στις ρετρό πλέον διαφημιστικές αφίσες, βρίσκεται και το “Κάδρο του Τσιγγούνη”: πίσω από το γυαλί υπάρχει ένα κείμενο με ανάλογο τίτλο ενώ μπροστά είναι γεμάτο από φωτογραφίες εκείνου που σε κάθε παρέα που τιμάει το Ποτιστήρι, έχει κάνει την τσιφουτιά τέχνη. Κρυμμένα σε γωνίες και ραφάκια σπαρμένα στους τοίχους, στέκονται μικρά ποτιστήρια ενώ στον τοίχο δίπλα στο ξύλινο μπαρ, υπάρχει ακόμα ο κόκκινος λεκές του κρασιού που εκσφενδονίστηκε στο πρώτο ερωτικό καυγαδάκι που είδε ποτέ το μαγαζί.

Πείτε μου λίγα πράγματα για τη διακόσμηση του μαγαζιού.

Σ: Αγαπάμε αυτή την πλευρά του Βόλου, την -δυστυχώς- ξεχασμένη. Τις μέρες που στήναμε τον χώρο, ο πατέρας του Αποστόλη προθυμοποιήθηκε να μας δώσει κάποια από τα αγαπημένα του κομμάτια.

Α: Θυμάμαι να καθόμαστε μπροστά από τις τσίγκινες πλακέτες του πατέρα μου και να διαλέγουμε. “Αυτό, αυτό αυτό, αυτό ίσως όχι, αυτό σίγουρα ναι”. Θυμίζει λίγο χωριό, αυτό το σκηνικό που ακούς από τους γονείς σου να περιγράφουν με νοσταλγία. Ερχόμασταν πρωί με φόρμες και νταβανόβουρτσες και φεύγαμε βράδυ. Ωραίες μέρες.

Σ: Αυτό το “παλιακό” μας θύμιζε πολύ τα δικά μας φοιτητικά χρόνια, τις δικές μας βραδιές στα κρασάδικα της γειτονιάς μετά τη σχολή. Αυτό θέλαμε να κάνουμε βασικά, να στήσουμε έναν χώρο παρέας. Γεμάτο από δικές μας μνήμες και τόσο ζεστό ώστε να δημιουργήσει καινούριες.

Ποιο είναι το μεγαλύτερό σας μεθύσι στο Ποτιστήρι;

Σ: Εγώ συνήθως καταλήγω αρκετά χαρούμενος και χαριτωμένος στο τέλος της βραδιάς.

Α: Εγώ είμαι ο κακός της υπόθεσης, κάνω όλες τις παρατηρήσεις και δεν μεθάω ιδιαίτερα συχνά. Αλλά μία φορά, είχα ξεδώσει και εγώ σαν νιάτο που είμαι. Θυμάμαι να κάθομαι στη μέση του μαγαζιού και να λέω στον Σταύρο “Κάνε ό,τι θες, δεν με απασχολεί για το επόμενο μισάωρο”.

Ποια είναι η εξέλιξη του Ποτιστηριού τα δύο αυτά χρόνια;

Α: Τη βλέπεις τη μηχανή του ποπ-κορν; Στην αρχή είχαμε μία μικρότερη, εδώ πίσω από το μπαρ. Μετά έψαξα και βρήκα μία μεγαλύτερη ώστε όποιος θέλει να μπορεί να έρχεται να κάνει refill χωρίς να αισθάνεται άβολα και χωρίς εμείς να χρειάζεται να τρέχουμε αλαφιασμένοι με κουπάκια στο χέρι από τραπέζι σε τραπέζι.

Σ: Έχει μεγαλώσει η παρέα. Στην αρχή ήμασταν λίγοι -αλλά πολύ καλοί, να σημειωθεί αυτό! Σήμερα είναι σχεδόν σίγουρο ότι κάποια στιγμή μέσα στο βράδυ, όλο το μαγαζί θα είναι ένα τραπέζι. Έχουμε δει γενέθλια, χωρισμούς, εξομολογήσεις και φιλίες να δημιουργούνται εδώ μέσα.

Όπως ακριβώς ένα σπίτι θα δει καυγάδες, αγκαλιές, κλάματα και φιλιά, έτσι και το Ποτιστήρι έχει “ποτιστεί” με πολλά περισσότερα από αφιονισμένα ποτήρια που προσγειώνονται με περίσσεια τσαχπινιά σε φρεσκοβαμμένους σοβάδες. Στις δύο το βράδυ βγαίνουν οι σειρές από πήλινα σφηνοπότηρα και τα όρια μεταξύ των παρεών θολώνουν (όπως και η όραση και η κρίση των περισσότερων αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία την οποία συνήθως κανείς δεν θυμάται την επόμενη μέρα). Είναι η ώρα που το ρεμπέτικο γίνεται έντεχνο ροκ και οι παραγγελιές δίνουν και παίρνουν. “Όλοι μένουν εδώ γύρω, οι περισσότεροι είναι φίλοι μας και αν δεν είναι, ε θα γίνουν κάποια στιγμή” λέει ο Αποστόλης και ο Σταύρος. “Ποτίζουμε και ποτιζόμαστε”.

Ποτιστήρι Ερμού 38 & Μεταμορφώσεως, Βόλος, 6932 293209

Ιωάννα Σωτηρίου

Share
Published by
Ιωάννα Σωτηρίου