Categories: ΠΟΛΗ

Πώς κυλάει η ζωή στην Κυψέλη

Μένω στη Σπετσών. Είναι ο βασικός δρόμος που «ανεβαίνει» και ίσως ο μόνος με τόσα πολλά δέντρα στα πεζοδρόμιά του.

Η Κυψέλη είναι πολύ βρώμικη – συχνά με βουνά σκουπιδιών παντού (μερικά πεζοδρόμια είναι σχεδόν μη προσβάσιμα) – και έχει πολλά θέατρα. Βέβαια ο αστικός μύθος λέει ότι είναι και «η πιο πυκνοκατοικημένη συνοικία της Ελλάδας», οπότε ίσως η τόση καλλιτεχνική παραγωγή να είναι δικαιολογημένη. Θυμάμαι παλιά, είχα ερωτευτεί ένα αγόρι πολύ θεατρόφιλο, και για να είμαι αντάξιά του πήγαινα και έβλεπα παραστάσεις μόνη μου (γελάτε τώρα αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχετε κάνει κάτι αντίστοιχα απελπισμένο, εγώ είδα και κανα έργο τουλάχιστον). Κάποιες από αυτές ήταν μεταμεσονύχτιες, πήγαινα δηλαδή θέατρο μόνη, κατά τις 12.

Το πρωί η αγαπημένη μου βόλτα ήταν από το σπίτι ως το Sonic Boom, το πάλαι ποτέ γνωστό δισκάδικο, έτσι «για να πω ένα γεια». Φυσικά, περνούσα εκεί ένα τρίωρο και ο Γιώργος μου είχε ΠΑΝΤΑ μπισκότα Soft Kings και με συμβούλευε τι να ακούσω – θα τον συνδέω πάντα με το She Floated Away των Hüsker Dü. Από τότε που έκλεισε αντικατέστησα τα cookies και το ροκ με κάτι σε υγιεινή ζωή: πηγαίνω για τρέξιμο στο Πεδίον του Άρεως, ακολουθώντας συνήθως το δρομολόγιο Παξών-Πλατεία Πρωτομαγιάς-Μπούσγου, επειδή εκεί, στην οδό Μπούσγου, βρίσκονται δύο φανταστικές πολυκατοικίες. Τις κοιτάζω κάθε φορά, μακαρίζω αυτούς που μένουν εκεί και, φυσικά, κρυφοκοιτάω μέσα από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες για να δω αν μεταχειρίστηκαν τα διαμερίσματα όπως τους αξίζει: σε κάνα-δυο είδα φωτισμό στα χρώματα του ουίσκι, οπότε ικανοποιήθηκα. Στο τρέξιμο πάντα ελπίζω να μη δω κανέναν. Σιχαίνομαι να βλέπω γνωστούς όταν τρέχω, γιατί με ρωτάνε «καλέ τι κάνεις;» Ε, τι να κάνω, τρέχω!

Καμιά φορά όταν ο καιρός είναι τόσο καλός που δεν θες τζόγκινγκ αλλά βόλτες με ακουστικά στα αφτιά (όταν τρέχω ακούω μόνο μέταλ) παρατάω την προπόνηση και πηγαίνω περπατώντας μέχρι τα Εξάρχεια. Έχω κάνει το δρομολόγιο Κυψέλη-Εξάρχεια αμέτρητες φορές επιδιώκοντας να περνάω από την πόρτα του Revenge Of Rock στην Αλεξάνδρας γιατί μου άρεσε να βλέπω τις κιθάρες στο πόμολο. Σε αυτό το μπαρ έκανα σταθερά παραγγελιά το «Man On The Silver Mountain» των Rainbow, αλλά δεν είναι της παρούσης γιατί, α) δεν μιλάμε για τα Εξάρχεια και β) έκλεισε (και αυτό).

Σε αυτές τις βόλτες όπως καταλαβαίνετε δουλεύει πολύ instagram, φωτογραφίζω νεοκλασικά (έχω ένα μικρό κολληματάκι μαζί τους). Η Κυψέλη είναι γεμάτη art nouveau κτήρια μεσοπολέμου και τα προαναφερθέντα μισορημαγμένα νεοκλασικά που μου αρέσουν και με στενοχωρούν ταυτόχρονα (χαρμολύπη/γλυκόπικρο/κλαυσίγελως) που είναι τόσο ερειπωμένα. Πολύ θα ήθελα να τα δω να αναστυλώνονται. Από όλα αυτά τα κτίσματα τα πιο αγαπημένα μου  είναι η πολυκατοικία πάνω από το Select, στη Φωκίωνος, το 60ό Γυμνάσιο στην Κυψέλης (το σχολείο μου), το υπέροχο αποκαταστημένο νεοκλασικό που κάποιος τυχερός το ονομάζει «σπιτικό», στην γωνία Κυκλάδων και Τήνου, η πολυκατοικία με τον φοίνικα απέναντι από τον ΠΓΣ στη Μαυροματαίων και η κατάληψη στη Λέλας Καραγιάννη.  Όταν περνούσα από εκεί κολλούσα θυμάμαι στο «να μπούμε στα άδεια σπίτια», μου προξενούσε μια συγκίνηση, έλεγα από μέσα μου ΝΑΙ ΡΕ ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ, αλλά τι να πεις, μπορεί να είμαι και τρελή.

Στη γωνία Κυκλάδων και Κεφαλληνίας έμαθα πρώτη φορά τους Smiths. Με πήγαινε βόλτες η μαμά μου -ήμουν μικρούλα και είχα ξεκινήσει τα αγγλικά, οπότε διάβαζα με μανία οτιδήποτε αγγλικό έβλεπα γραμμένο οπουδήποτε. Στο μάρμαρο ενός μπαλκονιού στο ισόγειο, λοιπόν, κάποιος είχε γράψει με μαρκαδόρο για το κορίτσι του (μου αρέσει να σκέφτομαι ότι το είχε γράψει αγόρι για το κορίτσι του): Still I hope Somewhere Deep In Your Heart Yesterday Will Live On και λίγο πιο δίπλα Still Ill, και παραδίπλα The Smiths και The Cure. Είχα μπερδευτεί λίγο που έγραφε και Ill και Cure, αλλά μου ταίριαζε κιόλας, διότι σκεφτόμουν ότι αυτό το αγόρι είχε αρρωστήσει από έρωτα και έψαχνε να γιατρευτεί. Ήμουν σοφή από μικρή. Αρκετά αργότερα, που έμαθα τις μπάντες, λύθηκε το μυστήριο, θα ήθελα όμως αυτά να μην είχαν σβηστεί ποτέ. Για την ιστορία, το πρώτο κομμάτι Smiths που άκουσα ήταν το «William It Was Really Nothing». Κοίτα λίγο και μόνο τους τίτλους με τα bold να ενώσεις σε αυτή την παράγραφο, έχεις μια μικρή ιστορία.

Θυμάμαι όταν ήμουν στο σχολείο είχαμε πολλά μπαρ (μεταξύ των οποίων το προνομιακό πρώην Ύρια, στη Δροσοπούλου, που απορώ γιατί κανείς δεν το έχει αξιοποιήσει) αλλά τότε δεν μπορούσα να πηγαίνω (τουλάχιστον φανερά). Τώρα που μπορώ, ως προς τις εξόδους «για ένα ποτάκι» έχουμε ένα μικροπρόβλημα – θέλω να πω, οι υπόλοιποι που μένετε κέντρο έχετε κάνα-δυο αξιοπρεπή μπαρ κοντά στο σπίτι σας. Εμείς «ποτάδικα» δεν έχουμε στην Κυψέλη –τουλάχιστον δεν τα ξέρω- εκτός από το ιστορικό Au Revoir της Πατησίων που έχει και ωραιότατο λουκάνικο Φρανκφούρτης (δεν γίνεται ποτό χωρίς μασούλημα). Το αφεντικό μου μας πηγαίνει εκεί μετά τα πολύωρα meetings και μας λέει ιστορίες για τους ρόκερς της Αθήνας, τη Μαλβίνα και το σινεμά. Τώρα άνοιξε και το Beer Tales, στη Φωκίωνος Νέγρη και αυτό, λένε ότι είναι ωραία μπιραρία (τις προάλλες έκανε και πάρτυ με μέταλ, το σημειώνουμε).

Από ποτάδικα μπορεί να πάσχουμε, έχουμε όμως νόστιμο σπιτικό παγωτό στο Πανόραμα, στη Σπετσών, και το καλύτερο απάκι που εγώ προσωπικά έχω δοκιμάσει (αλήθεια) στο μεζεδοπωλείο στου Στράτου, στη Φωκίωνος Νέγρη (ναι, πάλι στη Φωκίωνος, αφού αυτό είναι το “κέντρο” μας). Φτηνό και καλό φαγητό έχει και το Πέταλο, κοντά στην Αγίας Ζώνης, το οποίο ελπίζω να κάνει delivery ακόμα. Αν δεν σου αρέσει η Φωκίωνος (που, ας είμαστε ειλικρινείς, μπορεί και να μη σου αρέσει) στην πλατεία Αγίου Γεωργίου έχει ένα καφέ, το Αλλοτινό. Εκεί έδινα συνήθως επαγγελματικά ραντεβού με την Ηρώ κατά τα οποία ξεμπερδεύαμε σε 10 λεπτά με τη δουλειά και μετά περνούσαμε ένα δίωρο λέγοντας ό,τι άσχετο μας αρχόταν στο μυαλό. Ακριβώς απέναντι από το Αλλοτινό, μπορείς να φας μαγειρευτά από την κυρία Μαίρη: είναι φτηνά και σε μεγάλες μερίδες. Α ναι, για να μη μου το χτυπήσεις αργότερα, προσοχή ε, όλα αυτά είναι μαγαζάκια για λόκαλς που λένε, μην περιμένεις τίποτα χιπστερικό.

Πριν λίγο καιρό άνοιξε στη Ζακύνθου, αφού περάσεις την οδό Σύρου, ένα μαγαζί με vintage έπιπλα και αντικείμενα: πολυθρόνες, λάμπες, φωτιστικά, παλιά τηλέφωνα, κούκλες, βιβλία, διακοσμητικά – εν ολίγοις ό,τι θέλεις για το σπίτι το έχει. Προχθές που περνούσα από εκεί επί τούτου, επειδή ήθελα να το αναφέρω εδώ, σκέφτηκα «ααα για κάτσε να δω και πώς το λένε», κοιτάω την ταμπέλα, έγραφε Ρετρό. Ρετρό, όχι vintage, παρόλο που το «vintage» πουλάει πιο πολύ ως γνωστόν. Όπως βλέπετε, οι Κυψελιώτες είμαστε τρου.

Η Κυψέλη έχει πολλούς μεταλάδες – στο σχολείο ακούγαμε πολύ μέταλ, δεν ξέρω γιατί, έτυχε (μπορεί επειδή είμαστε και τρου όπως είπαμε). Μια φορά λοιπόν, όταν οι καφετέριες της περιοχής είχαν αρχίσει να βάζουν στο μενού φρεντοτσίνο και μοκατσίνο και τέτοια (μην παρεξηγηθώ, μου αρέσουν ΟΛΑ) είχε μπει στο τρόλεϊ ένας πολύ old school ροκ τύπος, με κοτσίδα και δερμάτινα, και διηγείτο ενοχλημένος ότι πήγε σε μια καφετέρια, παρήγγειλε καφέ και η σερβιτόρα τον ρώτησε «τον θέλετε βιενουά;» Εκείνος, μέσα στα νεύρα, γύρισε σε εμάς και με ρώτησε «μα βιενουά κοπελιά; ΒΙΕΝΟΥΑ ΣΤΟΝ ΜΑΛΛΙΑ;» Μου φάνηκε αστείο.

Στη γειτονιά υπάρχει ένα αγόρι που φέρνει πολύ στον μακαρίτη τον Peter Steele στα νιάτα του. Είναι πανύψηλος και τον έχω πετύχει να κατεβαίνει την Κυψέλης με τεράστιους, αργούς διασκελισμούς (κάθε βήμα και μια νότα του Bloody Kisses) και τα μαλλιά του να ανεμίζουν λες και έχει ενσωματωμένο κάνα αυτοσχέδιο εφέ ή έναν μικρό ανεμιστήρα κολλημένο πίσω από τα αφτιά του. Φυσικά είναι πάντα συνοφρυωμένος. Φίλε αν με διαβάζεις, έχεις το σέβας μου.

Δεν ξέρω αν θα μείνω εδώ για πολύ ακόμα ή για πάντα –οι περισσότεροι φίλοι μου εννοείται πως έχουν φύγει και έχουν ρίξει πίσω τους μαύρη πέτρα. Εγώ γλυκοκοιτάζω εδώ και καιρό το Μετς, αλλά δεν το αποφασίζω, μάλλον επειδή είμαι πολύ (μα πολύ) άνθρωπος της συνήθειας. Μου αρέσει όμως που περπατάω την Πατησίων πάνω-κάτω, που έλεγε και η Κατερίνα Γώγου, και στο μυαλό μου ακούω το «City Girls» του J.J. Cale. Δεν ξέρω γιατί, αυτό ακούω.

But when the morning comes at dawn

City girls they all gone.

Ωραίο.

Δείτε όλες τις φωτογραφίες της Πηνελόπης Γερασίμου στην παρακάτω gallery.

Χρύσα Οικονομοπούλου

Share
Published by
Χρύσα Οικονομοπούλου