«Αγία, πάνω πλατεία κι αλητεία»

«Αν εσείς από τα δυτικά μας βλέπετε σα να είμαστε τα βόρεια προάστια κάνετε λάθος. Έχουμε σίγουρα νεόπλουτους ή “μεταγραφές” από Κυψέλη, αλλά ο κόσμος της Αγίας Παρασκευής δεν είναι αυτός. Εδώ οι πλατείες γεμίζουν από πάππου προς πάππου και η φάση μεταφέρεται από την κάτω στην πάνω τόσα χρόνια». Κάπου ανάμεσα σε τσίγκινα κουτάκια μπύρας και πλαστικά ποτήρια γεμισμένα από κοκτέιλ η Ναρκίσση μου εξηγεί πως δεν έχω επισκεφτεί μια περιοχή σαν τη Νέα Ερυθραία. Εκείνη, η Χαρά και η Αρσινόη καταναλώνουν ρετσίνα προθερμαίνοντας το βράδυ τους που θα συνέχιζε σε ένα σπιτικό πάρτι στο κέντρο. Η πλατεία Αγίου Ιωάννου για μένα ή «πάνω πλατεία» για τους ντόπιους κι «ετεροδημότες» θαμώνες μετατρέπεται κάθε βράδυ σε σημείο συνάντησης ετερόκλητων προσωπικοτήτων, θυμίζοντας αμφιθέατρο πανεπιστημίου, έτοιμο να σου διδάξει την άλλη πλευρά της «Αγίας», όπως την αποκαλούν. Εκείνης που δεν κάθεται σε ντιζαϊνάτες καρέκλες κρατώντας περίτεχνα ποτήρια, αλλά αυτής που καταναλώνει φανατικά Βεργίνα κι αυτοσαρκάζεται με το γεγονός πως δημιουργεί μια συνθήκη «αλητείας» στα πέριξ.

Καθώς ο ήλιος δύει αργα, αρχές Αυγούστου γαρ, τα παγκάκια και τα ξύλινα πεζούλια της πλατείας αρχίζουν να γεμίζουν. Μεγάλες παρέες, ζευγάρια, παιδιά που μόλις άφησαν πίσω τους τα σχολικά θρανία, μηχανόβιοι που μετατρέπουν την σέλα στο ιδιωτικό τους μπαρ. Οι περισσότεροι προμηθεύονται τα φτηνά ποτά που συνοδεύουν τις κουβέντες τους από δύο μαγαζιά που βρίσκονται ακριβώς απέναντι, στην οδό Ελβετίας, το μικροσκοπικό Alcohole και το «αδερφάκι» του Sorry Mom. Και στήνουν αυτό που, αν ήμασταν στην Ισπανια, θα λέγαμε botellón

Πίσω από τον ξύλινο πάγκο της κάβας του Sorry Mom, τα ράφια είναι γεμάτα τόσο με premium και δυσεύρετες μπύρες, όσο και με αυτές που υπάρχουν σε κάθε ελληνικό ψυγείο. Από τις τέσσερις σελίδες Α4, οι 165 ετικέτες προσφέρονται στη σωστή θερμοκρασία, τοποθετημένες εντός ψυγείου, παγωμένες κι έτοιμες προς κατανάλωση. Με τιμές που ξεκινούν από 0.65 λεπτά και φτάνουν τα 28 ευρώ, συμπεραίνω ότι το γυάλινο βάζο όπου τοποθετούνται τα καπάκια από τα μπουκάλια που ανοίγουν το ένα μετά το άλλο δεν προβλέπεται να αδειάσει ποτέ. Την ίδια στιγμή ένας πελάτης κινείται προς τη έξοδο με ένα γεμάτο καφάσι αγκαλιά.

Ο Μιχάλης, ο ένας εκ των πέντε ιδιοκτητών των δύο διπλανών μαγαζιών μεγάλωσε και κοινωνικοποιήθηκε στην πλατεία. Όταν ο χώρος ξενοικιάστηκε, σκέφτηκε πως πρέπει να ανοίξει κάτι που να εξυπηρετεί τον κόσμο που συγκεντρώνεται στην πλατεία. Κάπως έτσι προέκυψε το Alcohole, ένα από τα πιο φτηνά κοκτεϊλάδικα της πόλης πριν από μια πενταετία. Το «allo ena», το «easy like sunday morning», το «τριάντα», το χρώματος μπλε «Θανάσης» αφιερωμένο σε ένα θαμώνα και τα υπόλοιπα 26 κοκτέιλ του καταλόγου κοστίζουν 5 ευρώ, στη λογική πως το μαγαζί δεν χρεώνει υπηρεσίες που δεν παρέχει όπως μουσική, σέρβις, ξηρούς καρπούς και ποτήρια που χτίζουν λάντζα. Ένα αγόρι καθισμένο στη μπάρα παραγγέλνει μια μαργαρίτα σαν άλλος Γιώργος Κωνσταντίνου στην σκηνή με το προφιτερόλ, ενώ το σιρόπι φράουλα από ένα «erotica collada» χύνεται πάνω στη λευκή μου μπλούζα καθώς γελάω.

Επιστρέφοντας στα ξύλινα καθίσματα, ο δεκαοχτάχρονος Στέλιος περιγράφει παραστατικά τον τρόπο με τον οποίο η πλατεία διαμορφώνεται κάθε καλοκαιρινό βράδυ χωροταξικά, ενώ είναι βέβαιος πως δεν έχει αντιληφθεί ποτέ ούτε δείγμα αστυνομικής περιπολίας στο τετράγωνο. «Έτσι όπως καθόμαστε, στα αριστερά σου αράζουν οι αριστεροί, πίσω δεξιά οι κάγκουρες με τα ινόβα (ηλικιωμένου editor’s note: παπιά είναι, 125ρια) και στη μέση όλοι εμείς οι υπόλοιποι ρέμπελοι». Λίγα μέτρα πιο πέρα, το Γαλάτσι, ο Άγιος Δημήτριος και το Μαρούσι ανταμώνουν δημιουργώντας μια παρέα πέντε ατόμων που χαιρετιούνται κάνοντας μπρο φιστ.

«Αφού δεν παίζουν λεφτά, μπορείς να έρθεις να κάτσεις εδώ, ν’ αγοράσεις μια μπύρα και να τη μοιραστείς με άλλους δύο. Στην τελική κάνεις γνωριμίες, αφού δεν κάθεσαι σε ένα τραπέζι καφετέριας, αλλά μπορείς να μετακινηθείς από παρέα σε παρέα. Εδώ σκουντάς κάποιον καταλάθος και δεν σε κοιτάει στραβά, όλοι είμαστε πιο χαλαροί». Αυτοί είναι σύμφωνα με τον Τρύφωνα οι λόγοι που κάνουν τον κόσμο να συγκεντρώνεται στη συγκεκριμένη πλατεία, αυτοί είναι οι λόγοι που, πριν λίγο, μια κοπέλα συναντώντας τον Στέλιο τον ενημερώνει πως δε μπήκε στον κόπο να του τηλεφωνήσει προκειμένου να δει που βρίσκεται, αφού ήταν σίγουρη πως θα τον πετύχει εκεί που συχνάζει εδώ και ένα μήνα συνεχόμενα.

Η ώρα είναι έντεκα και η Ναρκίσση, η Αρσινόη και η Χαρά με έχουν ήδη τραβήξει με την άνεση που κινούνται στο χώρο μέχρι το πλατύσκαλο του Sorry Mom. Εκεί μου εξηγούν πως, όπως όλες σχεδόν οι περιοχές, έτσι και η Αγία Παρασκευή είναι ένα μικρό χωριό που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, μίση και πάθη δημιουργούνται, λύνονται ή αναπαράγονται αλλά σίγουρα κινούνται μεταξύ της πλατείας και της οδού Ελβετίας. Κάποτε μια φίλη μου πέταξε την φράση «Αγία, πάνω πλατεία, κι αλητεία», μνημονεύοντας τις στιγμές που συναντούσε εκεί τον πρώτο της έρωτα. Εκείνο το βράδυ η ατάκα της αναβίωσε κι επιβεβαιώθηκε όσο πότε άλλοτε.

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Ζωή Παρασίδη