Στη Διονυσίου Αεροπαγείτου πέσαμε πάνω σε αυτό το εκ Βουλγαρίας προερχόμενο τρίο να ειδικεύεται στη μουσική των Βαλκανίων και των ελληνικών πανηγυριών, όπως το μήλο μου κόκκινο, στου παιδιού μου τη χαρά και ό,τι χορεύεται συρτό στην τελική. Ο Ιβάν χτυπάει με τη βίτσα του το τουμπερλέκι, ο Νίκος παίζει με το δοξάρι του λύρα και Ανδρέας κρατάει το ακορντεόν. Εκεί όμως που παίζουν εύθυμα σταματούν έναν περαστικό με θήκη κιθάρας στην πλάτη του και διαπληκτίζονται μαζί του για το που θα σταθεί ο καθένας. Ο πιο ήρεμος της παρέας, Ιβαν, μας πιάνει την κουβέντα με αφορμή τον τσακωμό που συμβαίνει μπροστά μας.” Δεν έχουμε που δεν έχουμε δουλειά, έρχεται και κάθεται στα πενήντα μέτρα από εμάς και δεν ακουγομάστε καλά. Αλλά δεν βαριέσαι, έτσι είναι εδω γύρω τα πράγματα. Όταν δεν βγαίνουμε να παίξουμε μουσική, εμείς οι τρεις μπορούμε να σου ανακαινίσουμε το σπίτι, ο ένας πιάνει τα ηλεκτρολογικά, ο άλλος τα πλακάκια και εγώ το βάψιμο. Και στον γάμο σου μπορούμε να παίξουμε, μας φώναζαν κάθε βδομάδα μια περίοδο σε τέτοια γλέντια εκείνα τα τέσσερα χρόνια που μείναμε στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα μένουμε μόνο τρεις μήνες αλλά καταλάβαμε ότι περνάει ωραία εδώ μόνο όποιος έχει λεφτά.”. Δέχονται και παραγγελιές πάντως, μην το ντραπείς.
Περπατώντας πιο κάτω ακούμε έναν εντελώς διαφορετικό ήχο που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι τραγούδι από σάουντρακ του Γιαν Τιρσέν. Φτάνοντας μπροστά από το Ηρώδειο αντικρύσαμε την καλοσυνάτη Αλμού και το σαν στολίδι λευκό της ακορντεόν. ” Κατάγομαι από τη Μαδρίτη, αλλά έχω ζήσει κατά περιόδους σε όλη σχεδόν την Ισπανία παίζοντας πάντα μουσική. Για δέκα χρόνια μάθαινα κρουστά και πριν δύο περίπου ξεκίνησα το ακορντεόν, δεν είναι πανέμορφο; Επάγγελμα μου είναι το να ταξιδεύω, γυρίζω μόνη μου τον κόσμο ή βρίσκω φίλους σε κάποιο μέρος, μένω εκεί λίγες μέρες και γνωρίζω την πόλη. Όπου πάω προσπαθώ να μάθω ένα ντόπιο τραγούδι ώστε να το παίξω όταν πλέον γυρίζω στην έδρα μου. Εδώ βρίσκομαι πέντε μέρες και δεν ξέρεις πόσο στενοχωρήθηκα που έβρεχε και δεν μπορούσα να βγω για περπάτημα, να χαρώ τον ήλιο σας και να δω την πόλη που τόσα έχω ακούσει για την αρχαία ιστορία της. Τώρα φεύγω, θα πάω να γνωρίζω την Σαντορίνη, την Λέσβο και θα καταλήξω στην Κωνσταντινούπολη που μου έχουν πει πως είναι εξίσου όμορφη με εδώ.” Αυτό θα πει ταξιδιάρα ψυχή.
Οι μικρότεροι επίδοξοι μουσικοί που συναντήσαμε και απευθύνονται σε κοινό με πιο λαϊκά γούστα ήταν ο δεκαεξάχρονος Αλέξανδρος, αυτόδικακτος στο ακορντεόν και το τραγούδι και ο δεκατετράχρονος Γιάννης που συνοδεύει στα φωνητικά τον μεγαλύτερο αδερφό του, όποτε βέβαια του κάνει αυτός νόημα. Δίπλα τους ακριβώς διαδραματίζεται ένα απίστευτο σκηνικό μεταξύ ενός ζευγαριού (μάλλον) που έχει επιδοθεί σε μια ακατάσχετη υβρεολογία, αλλά οι πιτσιρικάδες δεν πτοούνται και συνεχίζουν να τραγουδούν, αφού όπως λένε έχουν δει πολλά τα μάτια τους στο κέντρο που ζουν και δουλεύουν. ” Μένουμε στο Μεταξουργείο αλλά ερχόμαστε συνήθως στο Μοναστηράκι για να βγάλουμε κανένα φράγκο. Δεν πηγαίνουμε σχολείο, εγώ σταμάτησα πριν δυο χρόνια νομίζω και ο μικρός τώρα. Έτσι και αλλιώς δεν είμασταν καλοί μαθητές, να τραγουδάμε ξέρουμε.”. Όνειρο του Αλέξανδρου είναι κάποια στιγμή να τραγουδήσει μαζί με τον Σταμάτη Γονίδη, αφού έτσι και αλλιώς ξέρει όλα τα τραγούδια του απ’ εξώ και ανακατωτά, με αγαπημένο του το με ”Με πιάνουν τα κλάμματα”, στο οποίο ισχυρίζεται ότι δίνει ρέστα.
Λίγο πιο πέρα, ακριβώς πάνω στην πλατεία στο Μοναστηράκι,άνθρωποι όλων των ηλικιών έχουν σχηματίσει έναν τεράστιο κύκλο ενώ πολλοί από αυτούς κουνιούνται δειλά υπό τους ήχους των κρουστών που χτυπάει ασταμάτητα μια παρέα Σενεγαλέζων. Στο κέντρο του κύκλου βρίσκεται ο Τζέφρι που αν σε δει να μπαίνεις στον ρυθμό, έρχεται προς το μέρος σου και σε τραβάει από το χέρι για να τον συνοδεύεις στον ξέφρενο χορό του. Αν πάλι δεν θέλεις και ντρέπεσαι, σε αγκαλιάζει φιλικά και συνεχίζει ακάθεκτος. ” Είμαι τρία χρόνια εδώ και από όσες χώρες έχω βρεθεί κατά καιρούς, η Ελλάδα νομίζω ότι μου ταιριάζει περίσσοτερο. Πως να φύγω από εδώ, έχετε τόσο ωραίες γυναίκες, ερωτεύομαι συνέχεια, έχω μάθει να λέω ”μώρο μου”, ”ζωή μου”, ”αγάπη μου”, καλά δεν τα πάω; Όσον αφορά τη μουσική και το χορό όμως, η γλώσσα τους είναι κοινή όπου και να βρεθώ, οπότε μάλλον δεν χρειάζεται να μάθω παραπάνω λέξεις στα Ελληνικά. Το μόνο που θέλω είναι να μείνω στην πανέμορφη Αθήνα, να χορεύω, να τραγουδάω, να γνωρίζω ανθρώπους, να είμαι ελεύθερος και καλλιτέχνης.” Εραστής της ζωής, της τέχνης και όχι μόνο από ότι φαίνεται.
Στους Αέριδες της Πλάκας πέσαμε πάνω σε ένα ντουέτο την πρώτη μέρα επανένωσής του, που ισχυρίζεται ότι έχει ελεύθερη σχέση, μουσικά πάντα .” Είμαι ο Δημήτρης και παίζω με την κιθάρα μου τους στίχους που γράφω εμνευσμένος από την καθημερινότητα. Μαζί μου πλέον θα κουβαλάω και τον τρομπετίστα μου, τον Αντώνη. Τον ξαναβρήκα μετά την διάλυση του συκροτήματός μας, ήμασταν κάποτε ” Οι γλάροι”, αλλά κάποια στιγμή εγώ πέταξα μακριά για να λειτουργώ σόλο. Δεν έχω κάποιο μουσικό πρότυπο, αρμονία βρίσκω στους ήχους που κάνουν τα κλειδιά μου, στα βήματα που ακούγονται στο πλακόστρωτο του δρόμου, στην φωνή ενός παιδιού που θα μου πει δυο λογάκια. Επίσης δεν βρίσκω καμιά παραφωνία σε όσους φωνάζουν στις λαϊκές αγορές, η φωνή τους είναι σθεντόρια και σταθερή και αν έκανα άλλη δουλειά θα ήμουν και γω πωλητής και πολύ πετυχημένος μάλιστα.”. Το γουστόζικο δίδυμο που αρέσκεται στο να σταματά ζευγαράκια και να τα παροτρύνει να εκδηλώσουν την αγάπη τους στο μικρόφωνο, θα ξεκινήσει εμφανίσεις με πρώτη τους στάση στην Θεμιστοκλέους 31 των Εξαρχείων το βράδυ του ερχόμενου Σαββάτου τις οποίες ονομάζουν ” Ψυχοθεραπεία” και όποιος λάχει να πίνει εκεί το ποτό του θα του δίνουν τη δυνατότητα να ανεβαίνει μαζί τους στη σκηνή, να λέει κανένα τραγούδι ή την ιστορία της ζωής του υπό την μουσική τους υπόκρουση πάντα.
Page: 1 2