Categories: FeaturedΠΟΛΗ

Το πιο παλιό κουρείο της Πάτρας

Γενικώς αυτός ο καιρός δεν είναι από τις περιόδους της ζωής μου που νοιώθω και πολύ καλά. Ίσως επειδή ακούμε συνεχώς για Φαρμακονήσια, ίσως επειδή όλοι γύρω μου είναι χάλια, ίσως επειδή μέσα σ’άλλα διαβάζω την αυτοβιογραφία του Morrissey και νοιώθω τόσο μαλάκας. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν νοιώθω καλά και κοιμάμαι πολύ. Έτσι μετά από έναν μεσημεριανό υπνάκο μου έσκασε εκείνο που είχε πει ο Morrissey: “Αν τα μαλλιά σου είναι χάλια, τότε μάλλον όλη η ζωή σου είναι χάλια”. Δεν ξέρω τι παιχνίδια παίχτηκαν στο υποσυνείδητο, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και αποφάσισα να πάω για ένα ανανεωτικό κούρεμα μπας και αλλάξει κάτι. Θα μου πεις δηλαδή πως είναι τα ανανεωτικά κουρέματα, φέρνει στο νου ΠΑΣΟΚ, οκ παιδιά το πιάσατε το νόημα, πάμε παρακάτω.

Δεν κουρεύομαι συχνά και έτσι αποφάσισα να πάω στο κουρείο που με πήγαινε ο πατέρας μου από μικρό μέχρι τα τέλη γυμνασίου που ανακάλυψα το μέταλ. Ο πατέρας μου βέβαια πάει ακόμα μιας και ποτέ δεν ανακάλυψε το μέταλ αλλά δεν είναι μόνο αυτός άλλωστε, στο μπαρμπέρικο της Ερμού κουρεύονται συνήθως απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας, καθηγητές πανεπιστημίου, υπάλληλοι, εργάτες, φοιτητές. Όλος ο κόσμος δηλαδή.

Μπαίνω μέσα, είναι ο κύριος Νίκος μόνος του τελειώνει έναν πελάτη. Μέχρι να βγάλω το μπουφάν μου και να αφήσω την ομπρέλα, ο κ. Νίκος με ρωτάει αν θέλω κάτι να πιω. Ένα ουίσκι σκέτο ζήτησα που τελικά ήταν ένα ποτήρι με νερό.  Πλάκα κάνω ποτά δεν σέρβιραν ποτέ. Πάντα όμως πρόσφεραν ελληνικούς καφέδες από το διπλανό καφενείο, άντε κανά φραπέ το καλοκαίρι. Σε όσα πιτσιρίκια πήγαιναν ΠΑΝΤΑ πρόσφεραν σοκολάτα. Υγείας, αμυγδάλου στα μικρά και κράντς στους εφήβους, όλοι μα όλοι έτρωγαν και χαμογελούσαν στους τεράστιους καθρέφτες με τα μαύρα σοκολατένια δόντια τους. Θυμάμαι επίσης είχε καναρίνια, τώρα τα καναρίνια τα αντικατέστησε η τηλεόραση. Απορώ πιο κανάλι παίζει όλη μέρα καναρίνια.

Έβγαλα το μπουφάν μου, στρογγυλοκάθισα, έβγαλε τις πετσέτες του ο κ. Νίκος και πιάσαμε την κουβέντα πριν ξεκινήσει. “Δεν έχουμε πολύ δουλειά” μου είπε, “τρία κουρέματα μέσα έξω τη μέρα”. Λογικό, σκέφτηκα και κούνησα το κεφάλι μου συμπονετικά, αφού μετά από τόσα χρόνια η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και οι πανελίστες μίλαγαν για το σκάνδαλο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. “Δεν υπάρχουν λεφτά” μου λέει και κάνοντας με το χέρι του νόημα να περιμένω, φέρνει από το τραπεζάκι την “Γνώμη” της Πάτρας και μου δείχνει τον πηχυαίο τίτλο: “Θα χάσουμε τα σπίτια μας”. Η ευγενική του φυσιογνωμία γίνεται σκυθρωπή και μου λέει “Είδες; αυτό φοβάμαι”.

Ο κ. Νίκος δουλεύει στο κουρείο από το 1971 που τον πήγε ο πατέρας του για να πιάσει δουλειά δίπλα στον κύριο Γιώργο. Ήταν ήδη τεχνίτης από τότε όπως λέει  και αυτό φαίνεται ακόμα και σήμερα (όπως λέω εγώ). “Οι Γερμανοί δεν φταίνε, οι τράπεζες φταίνε. Το 1/3 των Γερμανών θέλει να φύγει η Τρόϊκα από την Ελλάδα”, μου λέει καθώς έπιανε το ψαλίδι με την μαεστρία του ανθρώπου που ξέρει την τέχνη του άψογα. Ευπροσήγορος, πάντα χαμογελαστός λες και δεν είχε ποτέ του προβλήματα, ιδιαίτερα καλός με τα παιδιά και με μια ακλόνητη προσωπικότητα μου εξηγούσε πως ο λαός δεν αντέχει άλλα “κουρέματα”. Στο μυαλό μου έγιναν περίεργα παιχνίδια με το άκουσμα αυτής της ατάκας από έναν κουρέα. Ύστερα μπήκε ο εγγονός του κ. Γιώργου, πιτσιρικάς, με ένα τρέντι κούρεμα…

Περίμενε τον παππού του παίζοντας με το κινητό, κάποια στιγμή με δικιά του πρωτοβουλία μάζεψε τις τρίχες μου από το πάτωμα, αν έκανε διάλειμμα από το φροντιστήριο ή περίμενε τον παππού για κανά χαρτζιλίκι δεν κατάλαβα.

Κάποια στιγμή ήρθε και ο κύριος Γιώργος.

Συνεργάτες ο κ. Νίκος και ο κ. Γιώργος εδώ και 41 χρόνια. Ο κ. Γιώργος στα δεκατέσσερα του χρόνια έπρεπε να βρει δουλειά, έτος 1947, 14 ετών ήθελε να δουλέψει σε μηχανουργείο. Ο πατέρας του όμως είχε διαφορετική άποψη και δεν ήθελε για τον γιο του αυτή τη δουλειά λέγοντας του: “ποιός θα σου πλένει τα ρούχα από τις μουτζούρες;”. Ο κ. Γιώργος ήταν ορφανός από μητέρα. Η ιδιοκτησία του κουρείου πέρασε σε αυτόν το 1961. Αν δεν κάνατε τα μαθηματικά, σήμερα είναι 81 ετών αγέραστος, με ζωηρά μπλε μάτια γεμάτα καλοσύνη, ευγένεια και φιλότιμο που εμένα μου θυμίζει Θανάση Βέγγο. Από την παρομοίωση καταλαβαίνετε για τι ποιότητα ανθρώπων μιλάω.

Πάνω στην κουβέντα μου λέει πως τα καλά λεφτά στο μαγαζί ήταν από το ’63 μέχρι πέρυσι. Οι σημερινές εποχές του θυμίζουν την περίοδο ’55-’62 που ο κόσμος δεν είχε να φάει, έτσι μου είπε. Πήγαιναν για κούρεμα και μετά δεν είχα λεφτά να πληρώσουν. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να δώσουν καλύτερη αιτιολόγηση στο γιατί το καλό κούρεμα δεν αποτελεί πολυτέλεια. Μέχρι και παπά κούρεψε το μαγαζί, το ’67 έναν ιερομόναχο από το Άγιο Όρος που του έλειπαν ένσημα για να πάρει σύνταξη και επέστρεψε στην Πάτρα για να δουλέψει ως αρτεργάτης.

Όπως σε όλες τις απολαύσεις το καλύτερο έρχεται στο τέλος. Και δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από το φινίρισμα με φαλτσέτα για το περίγραμμα της κόμης και το οινόπνευμα που ακολουθεί. Είχα καιρό να νιώσω αυτή την αίσθηση του οινοπνεύματος στον καθαρό σβέρκο. Είναι μια μυστήρια ώθηση που τονώνει την αυτοπεποίθηση σου, σε κάνει να νιώθεις καθαρός και συνάμα κάνει τον αέρα που σε χτυπάει στην πλάτη να σου γλύφει τον σβέρκο έτσι όπως μόνο ελάχιστοι άνθρωποι σε όλη σου τη ζωή θα μπορέσουν.

Θυμάμαι ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του για κούρεμα, μια φορά τον μήνα, πάντα παρασκευή απόγευμα για να γυρίσουμε σπίτι φρεσκοκουρεμένοι, να κάνουμε μπάνιο και να πέσουμε για ύπνο φρεσκοπλυμένοι λες και αν πέφταμε για ύπνο έτσι, οι τρίχες θα ξανακόλλαγαν πίσω. Ωστόσο κάθε μα κάθε παρασκευή κουρέματος περίμενα να μεγαλώσουν τα μαλλιά μου μέχρι την δευτέρα για να μη πέσουν οι αντίστοιχες καρπαζιές από τους συμμαθητές. Και κάθε μα κάθε δεύτερα έπεφταν οι επετειακές καρπαζιές.

Σε μια πόλη που τα κομμωτήρια και οι καφετέριες ξεφυτρώνουν από το πουθενά, το κουρείο της Ερμού λειτουργεί αδιάκοπα από το 1928 (με αρχικό ιδιοκτήτη τον Γιώργο Πετρόπουλο) δείχνοντας το πιο απλό: Ένα κλασσικό αντρικό και στιβαρό κούρεμα δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ από τα κεφάλια των ανδρών. Εκεί μέσα δεν θα ακούσεις ιστορίες για ένα επάγγελμα που χάνεται και άλλα τέτοια γλυκανάλατα. Και όντως έτσι είναι και το χαμόγελο του κ. Νίκου και του κ.Γιώργου το επιβεβαιώνει. Κοντά έναν αιώνα μεραρχίες αντρών έχουν περάσει από εκεί. Άντρες, Άντρες Άντρες. Μη νομίσετε όμως πως σε αυτό το κουρείο οι γυναίκες δεν έχουν θέση. Πάντα όταν θυμάμαι κάποια σύζυγο πελάτη να μπαίνει στο μαγαζί, αμέσως της έφερναν καρέκλα και ρωτούσαν για κέρασμα. Εξάλλου στο μαγαζί δεσπόζει ένας πίνακας με την Γενοβέφα, σαν σε αποκάλυψη. Θυμίζει μοναστήρι, δεν ξέρω, ίσως σε κάθε “ανδρικό” χώρο να χρειάζεται μια “Παναγιά”.

Και στην τελική γιατί κουρεύονται και ξυρίζονται οι άντρες αν δεν υπήρχαν οι γυναίκες;

Οι δύο μπαρμπέρηδες του Μαρκάτου κάνουν πάντα αυτό που ξέρουν καλύτερα, ασκούν την τέχνη τους με αξιοπρέπεια και ευγένεια και τιμιότητα. Και ακριβώς γιαυτό είναι 41 χρόνια συνεργάτες. Και γιαυτό έχουν το σεβασμό μου και την αγάπη μου. Έχουν την αγάπη μου επειδή μέσα στο κουρείο τους έστω και για λίγο ένοιωσα σαν ένα παιδί που τελικά μεγάλωσε, πήδηξα από το καρεκλάκι που κάθονται τα παιδιά στην καρέκλα του μπαρμπέρη. Ο κ. Νίκος με ρώτησε αν θέλω να με ξυρίσει κιόλας και σε μια βεβιασμένη αυτοάμυνα χωρίς να το σκεφτώ απάντησα όχι. Ήθελα ίσως να παραμείνω το παιδί που μεγάλωσε αρκετά για να κάτσει στην καρέκλα αλλά όχι και τόσο που να ξυριστεί. Ή μπορεί απλά να μου άρεσαν τα μούσια μου δεν θα κάτσω να το αναλύσω. Αυτό που θα αναλύσω είναι αυτές τις μικρές στιγμές που συνειδητοποιείς πόσο έχεις μεγαλώσει, αυτές τις στιγμές που έχουν ως σημείο αναφοράς σταθερά σημεία στον χώρο και τον χρόνο. Ας μη το αναλύσω όμως άλλο.

Έστω και για λίγο μέσα σε αυτόν τον μικρόκοσμο του μπαρμπέρικου, μιλάς για τα προβλήματα των ανθρώπων, για την ζωή, ακούς φιλοσοφίες μεγαλύτερων, ιστορίες, ανέκδοτα, εγκάρδιες ευχές ξεφεύγεις από το απρόσωπο και στιλιζαρισμένο της νεοελληνικής κουλτούρας. Σε αυτόν τον μικρόκοσμο αποτελούμενο από αξιοπρέπεια, ποιότητα, διάρκεια στον χρόνο, ευγένεια και αγάπη για τον άνθρωπο, δεν κουρεύτηκα απλά, είδα εικόνες της παιδικής μου ηλικίας στον καθρέφτη του μπαρμπέρικου, πόσο μεγάλωσα, τι ανόητος είμαι που δεν ξυρίστηκα! Είναι σημαντικό να βλέπεις πως ήσουν παιδί, κατανοείς τα υλικά από τα οποία φτιάχτηκες και αναπολείς τον κόσμο που ονειρευόσουν τότε. Έναν κόσμο που κυριαρχεί ο άνθρωπος χωρίς να διακρίνονται ηλικία, τάξη, χρώμα, εθνικότητα. Όπως ακριβώς και στο κουρείο της Ερμού.

Μόλις βγήκα από το κουρείο, απέναντι ακριβώς, η κλούβα των ΜΑΤ με την διμοιρία να αράζει με επανέφερε στην πραγματικότητα.

Λουκάς Χαλανδριτσάνος

Share
Published by
Λουκάς Χαλανδριτσάνος