Ο ουρανός ξαστέρωσε απότομα πάνω από την βιομηχανική ζώνη του Κερατσινίου, όπου μέχρι πριν λίγα λεπτά έριξε μέχρι και χαλάζι. Ο Γρηγόρης Τρυφερόπουλος, πρώην ναυπηγός, μα αιώνιος ρεμπέτης, μας περιμένει λίγο πιο αριστερά από την είσοδο του μαγαζιού για να μας δώσει σήμα ότι ήρθαμε σωστά, γιατί δεν το πιάνει εύκολα το μάτι σου. Χωμένη ανάμεσα σε αποθήκες, σε ένα πλατύ δρόμο, στέκει μια μικρή αψίδα με μια ταμπέλα που γράφει «Ναυπηγικό Στέκι» και πίσω μια πόρτα, την όποια περνώντας την ξεκινάς μια κατάδυση στο παρελθόν του Πειραιά, από τον οποίο ξεπήδησαν φοβερά παλικάρια. Ο Γρηγόρης (στα 70 του χρόνια πλέον) και η κομπανία του, είναι μερικά από αυτά.
Η Ναυπηγική Κομπανία είναι μια «συμμορία» παλιών ναυπηγών, που πια τα τραχιά, ποτισμένα μουντζούρα χέρια τους κραδαίνουν κιθάρες, μπουζούκια, μπαγλαμαδάκια και ακορντεόν και μαζεύονται κάθε τόσο στο στέκι της οδού Αμισού να γιορτάσουν την αγάπη τους για το ρεμπέτικο, την νοσταλγία τους για το παρελθόν, αλλά και την αδιαφορία τους για το αύριο. Άλλωστε αν δεν σε διδάξουν οι ρεμπέτες – οι λαϊκοί μας φιλόσοφοι – να ζεις το τώρα, τότε ποιος; Μας επέτρεψαν να παρακολουθήσουμε την πρόβα τους, κατά την διάρκεια της οποίας έπαιξαν δικά τους κομμάτια, αλλά και πολλά κλασικά ρεμπέτικα τραγούδια μεγάλων συνθετών, μας κέρασαν ρακί και ανάμεσα σολ και λα μινόρε, είπαμε δυο κουβέντες.
Ο Γρηγόρης Τυφερόπουλος γεννήθηκε στην Δραπετσώνα και έπιασε κιθάρα στα χέρια του πιτσιρίκι ακόμα. «Έπαιζε ο πατέρας μου, μάλιστα η κιθάρα αυτή που έχω είναι η δική του, την είχε από το 1931. Ασχολήθηκα με την μουσική. Έπαιζα με τον Φίλιο Φιλιππίδη, τον γνωστό και ως «Αγκοπ», τον Γιώργο τον Οικονομίδη, ήμουν και στην μπάντα της αεροπορίας. Βέβαια μετά, στα 16 γνώρισα την Αθηνούλα, την γυναίκα μου, και την ερωτεύτηκα. Στα 20 είχαμε ήδη τον γιό μας, τον Γιώργο και σκέφτηκα πως η δουλειά του μουσικού δεν είναι για να έχεις οικογένεια, είσαι ξενύχτης, δεν γίνεται να μεγαλώσεις παιδί έτσι, οπότε το θυσίασα αυτό το κομμάτι. Καλύτερα βέβαια, γιατί ασχολήθηκα με την δουλειά μου, που μου άρεσε. Μου άρεσε η μουντζούρα και εκτός από αυτό, γύρισα και όλο τον κόσμο.
Εργαζόμουν σε συνεργεία πλοίων στον Πειραιά. Είχα πάει σε μια τεχνική σχολή βέβαια, αλλά την δουλειά την έμαθα με την εμπειρία. Έπειτα άρχισα να αναλαμβάνω επισκευές πλοίων ως τεχνικός, όχι σαν πλήρωμα. Με φώναζαν δέκα μέρες, στα Εμιράτα, άλλες δέκα στην Ολλανδία. Πήγαινα με το αεροπλάνο, καθόμουν όσο με χρειάζονταν και μετά πήγαινα αλλού. Αυτό το έκανα από το ’67 – ’72, όπου έπαθα και ένα ατύχημα, κάηκα και σταμάτησα για λίγο. Μετά από ένα χρόνο ανέλαβα μια δουλειά και βρέθηκα εν μέσω πολέμου στο Πακιστάν. Βομβάρδισαν το πλοίο που επισκεύαζα. Εν πάση περιπτώσει, πολλοί χαθήκανε, αλλά εμείς την γλυτώσαμε. Από τότε λοιπόν αποφάσισα να μείνω στον Πειραιά και όντας ανήσυχος ξεκίνησα την δική μου δουλειά. Νοίκιασα αυτό το μαγαζί και αναλάμβανα κυρίως σωληνουργικές κατασκευές. Μετά σιγά – σιγά με την δουλειά μου, το αγόρασα».
Όταν πλέον συνταξιοδοτήθηκε, το συνεργείο έμεινε σαν αποθηκευτικός χώρος. Με τον φίλο του και συνάδελφο Σωτήρη Ψαρόπουλο, άρχισαν να εκμεταλλεύονται όλα εκείνα τα ανταλλακτικά που είχαν φυλαχθεί στο μαγαζί ανά τα χρόνια. Έτσι το Ναυπηγικό Στέκι ξεκίνησε από δύο λυγισμένες λαμαρίνες που συνέθεσαν τα φωτιστικά που διακοσμούν σήμερα τον χώρο. Σιγά – σιγά στήθηκε ένα ζωντανό μουσείο εξαρτημάτων πλοίου και δίπλα τους ήρθαν και βολεύτηκαν στους τοίχους φωτογραφίες του παλιού Πειραιά, του Τσιτσάνη και του «Στελλάρα», καθώς και δοκίμια περί μαγκιάς. Ο χώρος «φώναζε» για μουσική.
«Η κομπανία ξεκίνησε από εμένα και τον Κώστα Λυμπρίτη που είναι ναυπηγός και γνωριστήκαμε ενώ ήταν διευθυντής σε μια ναυτιλιακή της οποίας εγώ επισκεύαζα τα πλοία. Έμαθε ότι παίζω κιθάρα και μου λέει, «Παίζω ακορντεόν, δε μαζευόμαστε κανένα βράδυ να παίξουμε;». Πάω λοιπόν στην γιορτή κι εκεί γνωρίζω τον Διονύση Βαλιανάτο που παίζει μπουζουκάκι και την κόρη του Κώστα, την Ειρήνη, που παίζει και εκείνη ακορντεόν. Μου λέει λοιπόν ο Λυμπρίτης, «Να φτιάξουμε μια κομπανία και να την βγάλουμε ναυπηγική, εφόσον όλοι ασχολούμαστε με τα πλοία». Το 2006 περίπου ξεκινήσαμε και στην κομπανία εκτός από αυτούς που ανέφερα συμμετέχει ο γιός μου Γιώργος, ο Βασίλης Βασιλείου, ο Παναγιώτης Κοντραφούρης και πολλοί ακόμα ως guest star.
Δεν σκέφτηκα ποτέ να ανοίξω το μαγαζί για το κοινό. Από την ώρα που πας να κερδίσεις από αυτό που σου αρέσει και αγαπάς, κάτι χαλάει. Δεν λέω, πρέπει να κερδίζει ο άνθρωπος, αλλά εμένα δεν είναι αυτή η προσδοκία μου από την κομπανία. Κέρδισα από την δουλειά μου. Εδώ είναι ένα στέκι φίλων. Για να καταλάβεις, κάθε 25 του Γενάρη, του Αγίου Γρηγορίου, μαζευόμαστε εδώ οι Γρηγόρηδες και γιορτάζουμε. Μια μέρα εκεί που καθόμουν μου ήρθε μια φαεινή ιδέα. Λέω, έχουμε αυτόν τον όμορφο χώρο, δεν φωνάζω Γρηγόρηδες που δεν τους ξέρω, να μαζευτούμε να γιορτάσουμε μαζί και να γνωριστούμε, να γίνουμε φίλοι; Έρχεται κάθε χρόνο ο γιός του Μπιθικώτση, ο Γρηγόρης Βαλτινός, ο Γρηγόρη Χαλιακόπουλος, ο Γρηγόρης που έχει τα Μικρογεύματα, ο οποίος είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Άρχισα να ψάχνω τα στοιχεία τους στο διαδίκτυο και τους έστειλα ένα mail, τους είπα ποιος είμαι και την ιδέα μου και τους κάλεσα να φέρουν τους φίλους και τις οικογένειές τους να γιορτάσουμε. Μετά από τρεις – τέσσερις μέρες χτυπάει το τηλέφωνο και ακούω την μπάσα φωνή του Βαλτινού. «Γρηγόρης Βαλτινός, εδώ», μου λέει, «Τι όμορφο πράγμα ήταν αυτό; Τι ευγενικό κάλεσμα. Θέλω να έρθω και να τραγουδήσω το «Ρίξε μια ζαριά καλή». Έτσι μαζευτήκαμε λοιπόν και γίναμε όλοι φίλοι αγαπημένοι. Στην πρώτη μάζωξη έγινε το σώσε και πλέον είναι ετήσιος θεσμός. Ο καθένας φέρνει ό,τι θέλει και έχει. Αν έχεις φτιάξει γεμιστά φέρε, φέρε ό,τι έχεις και αν δεν έχεις μαγειρέψει δεν πειράζει, αρκεί να βάλουμε κάτι ο καθένας να καλύψουμε τα φαγητά και τα ποτά. Με ένα ταληράκι εμείς χαλάμε τον κόσμο.
Ο μαστρο – Γρηγόρης (όπως τον φώναζαν κάποτε οι πελάτες του) χάρισε ένα από τα τραγούδια του στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ μετρούσε μόλις λίγες στο πηδάλιο της χώρας, εκφράζοντας την συμπαράστασή του στην νέα κυβέρνηση και δίνοντας το ελεύθερο στο κόμμα, να χρησιμοποιήσει το τραγούδι σε διάφορες συγκεντρώσεις προς την ψυχική ανάταση του λαού. «Όταν βλέπεις την εξουσία να καταπατά τον λαό, κάτι πρέπει να κάνεις, κάτι να πεις. Αποφάσισα αυτό που ήθελα να πω, να το πω με την μουσική. Το τραγούδι «Η ώρα είναι δύσκολη» το έγραψα όταν πρωτοήρθε η Τρόικα στην Ελλάδα, το 2011. Το εμπνεύστηκα μια μέρα που έκανα βόλτες με το ποδήλατό μου στον Άλιμο, κάτω στην παραλία. Είχα μια βαρκούλα στον Μπάτη και ήμουν εκεί και κοίταγα το λιμανάκι, χάζευα τους ψαράδες που κάθονταν και έπιναν το ουζάκι τους, αυτή την ομορφιά και μετά αναλογίστηκα τα δύσκολα που μας περιμένουν. Άρχισαν να έρχονται λέξεις μια – μια. Της μουρμούριζα και όταν της έβαλα μαζί έγινε το τραγούδι. Μετά το έκανα στα ισπανικά με την βοήθεια μιας φίλης μου Ισπανίδας που με βοήθησε και στην μετάφραση, γιατί είδα ότι και οι Ισπανοί έχουν τα ίδια προβλήματα με εμάς. Πριν κάτι εβδομάδες αποφάσισα να στείλω τα κομμάτια αυτά στο γραφείο τύπου του ΣΥΡΙΖΑ και εκείνοι με την σειρά τους να φροντίσουν να στείλουν την ισπανική εκδοχή στους Podemos. Μου απάντησαν αμέσως και με ευχαρίστησαν για την κίνηση μου. Μου είπαν ότι θα το στείλουν σε κάποια αρμόδια υπηρεσία, αλλά δεν με ενδιαφέρει να γίνει κάτι σώνει και ντε. Θα ήθελα να διαδοθεί, μόνο και μόνο για να τονωθεί το αίσθημα του λαού».
Η πρόβα έπρεπε να συνεχιστεί και έτσι ο κύριος Τρυφερόπουλος πήρε την κιθάρα του και μας αποχαιρέτησε με ένα τραγούδι. Επέλεξε το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε» παραδοσιακό «αδέσποτο», ρεμπέτικο. Μόνο που, στο κλίμα του απόηχου της κουβέντας μας, προσθέτει ένα ακόμη τετράστιχο στο τέλος, από την διασκευή του Τζίμη Πανούση: «Εκεί που τρώει ο Πάγκαλος, με τα χρυσά κουτάλια, βάλε σκατά στη σούπα του Θεούλη μου, να του κοπούν τα σάλια».