Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει πει πως αν ήταν να έρθει ένα κακό ριζικό και χαθούν όλα του τα τραγούδια από προσώπου γης, θα ήθελε να μείνει μόνο ένα, το Σαββατόβραδο στην Καισαριανή. Αυτό γιατί έχει αυτό το τετράστιχο που λέει: Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει/ σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά/ κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι/ πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελη βοριά. Το μαγέρικο δεν το γνωρίζει η γενιά μου, ούτε μπορεί να ταυτιστεί με τις εικόνες της κατοχής που περιγράφει ο στιχουργός. Διασχίζοντας, όμως, σήμερα την Εθνικής Αντιστάσεως, ένα πράγμα συμπεραίνεις κατευθείαν: Η Καισαριανή ζει κάπου στα eighties. Θα το διαπίστωσε και ο Αλέξης Τσίπρας όταν την πρώτη του ώρα σαν πρωθυπουργός επισκέφθηκε το σκοπευτήριο. Είναι ακόμα γειτονιά, με τα μαγαζιά των κατοίκων, -έχει τα ηλεκτρολογικά του Γιάννη, δεν έχει Public. Έχει το Ζαχαροπλαστείο «Φωτεινός» και όχι Αττικούς Φούρνους. Έχει το καφενείο του κύριου Κώστα και δεν έχει Mikel. Οι κάτοικοί της υπερηφανεύονται ότι είναι ο κοντινότερος δήμος στην Αθήνα που είναι όσο πρέπει μακριά για να γλιτώνει τη μιζέρια του κέντρου της. Και όλες οι συζητήσεις καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα. Καισαριανιώτης δεν γίνεσαι, γεννιέσαι.
Ο φούρνος στη συμβολή της Εθνικής Αντιστάσεως με την Φιλολάου μετράει 45 χρόνια ζωής. Η κυρία που εργάζεται εκεί, μένει στην Καισαριανή τα τελευταία 18 χρόνια. Όταν όμως πάμε να της μιλήσουμε για τη γειτονιά απαντάω πως «εγώ δεν μπορώ να σας πω πολλά, δεν είμαι Καισαριανιώτισσα. Μόνο πως τότε ήταν η περιοχή ένα ψυχοπλάκωμα. Η Εθνικής Αντιστάσεως σκοτεινή, φοβόμουν να φεύγω το βράδυ από το φούρνο γιατί δεν υπήρχαν μαγαζιά. Ήταν μόνο στέκι για κουτούκια…». Οι άνθρωποι που μένουν στην Καισαριανή αλλά δεν δηλώνουν Καισαριανιώτες γιατί δεν έχουν γεννηθεί εκεί, δεν το λένε με καμία πικρία. Απλώς ξέρουν ότι το να λέγεσαι Καισαριανιώτης σημαίνει κάτι παραπάνω από τον τόπο κατοικίας, σημαίνει ένα δέσιμο με τον τόπο και τους ανθρώπους του που οι «ξένοι» δεν το έχουν. Και ξένοι στην Καισαριανή δε σημαίνει μετανάστες -αφού δεν είναι Καισαριανιώτες, δεν φαίνεται να έχει σημασία αν είναι ή όχι Έλληνες.
Πήραμε, όπως επιβάλλεται, ένα πεϊνιρλί από το Σπύρο, μας έδωσε δύο συμβουλές για το πού θα βρούμε τους πιο παλιούς (παρόλο που ούτε ο ίδιος είναι Καισαριανιώτης) και ανηφορίσαμε. Λίγο πριν την πλατεία, βρήκαμε ένα καφενείο με 3-4 θαμώνες άνω των 60 και το απαραίτητο στρωμένο τραπέζι με χαρτιά. Ο ιδιοκτήτης του, ο κύριος Κώστας, ήταν ακριβώς αυτό που ψάχναμε. «Φυσικά κι είμαι Καισαριανιώτης. Είμαι εδώ 58 χρόνια». «Και πόσων ετών είστε, αν επιτρέπεται;».«57». Του ζητήσαμε να μας ταξιδέψει στο χρόνο. «Τότε, ήταν όλα χαμόσπιτα εδώ γύρω, όλα τα προσφυγικά σπίτια. Δεν ήταν καλές οι συνθήκες. Η κατάσταση τώρα όμως δεν είναι καλύτερη από την τότε. Τότε, είχαμε λίγα. Εγώ μεγαλώνοντας, έτρωγα ψωμί και σάλτσα. Ο γιος μου εδώ, δεν θα φάει ποτέ ψωμί και σάλτσα, εγώ όμως έκανα καλύτερα παιδικά χρόνια. Είχε 13.000 κατοίκους και τώρα έχει 30.000. Λιγότεροι από τους μισούς κατοίκους ήταν Καισαριανιώτες. Το μόνο μέρος τότε να βγεις ήταν τα κουτούκια. Είχε καμιά δεκαριά, τώρα 2 έχουν μείνει, μόνο ταβέρνες υπάρχουν πια».
Κι εμείς αναρωτιόμαστε. Τι ακριβώς είνα ένα κουτούκι, τι διαφορετικό έχει από την ταβέρνα; «Κουτούκι», εξηγεί χαμογελώντας ο κύριος Κώστας, «είναι το μικρό το ταβερνάκι. Έχει διαφορά, έχει την παράδοση. Είναι το υπόγειο, συνήθως, το μικρό, που πάνω από τα τραπέζια έχει τα βαρέλια τα κρασιά. Στο κουτούκι, έτρωγες άλλους μεζέδες. Όχι φιλέτο, όχι τυροκροκέτες. Έτρωγες ξερά φασόλια, ρέγγα. Και καθόσουν κι έπινες με την ώρα το κρασάκι. Στην ταβέρνα πας, τρως και φεύγεις. Τα κουτούκια που τώρα έχουν μείνει είναι του Γάτου και της Λυδίας, η πλατεία έχει γεμίσει ταβέρνες. Τα κουτούκια είναι κρυμμένα σε στενάκια. Κι ακόμα έχει μείνει η συνήθεια σε πολλούς Καισαριανιώτες, γιατί αυτό ήταν μόνο η έξοδός τους». Και βέβαια, στα κουτούκια αυτά δεν πήγαιναν νέοι, φοιτητές, όπως τα γεμίζουν τώρα. «Εγώ φυσικά και δεν πήγαινα ως παιδί. Ο πατέρας μου μόνο, ούτε η μάνα, εννοείται».
Μια που είναι περίοδος με οξυμμένο το πολιτικό ενδιαφέρον, ρωτάμε τον κύριο Κώστα αν το καφενείο του κρατάει την παράδοσή του ως χώρος πολιτικών συζητήσεων. «Μπα… η διαμάχη έχει σταματήσει γιατί είναι όλοι πονεμένοι. Στο τι ψηφίζανε, τους έχει αλλάξει πολύ η πείνα. Υπάρχει άνθρωπος που μου λέει “Δε μου φέρνεις ένα ούζο και ρέστα από εικοσάρικο;” αλλά δεν έχει το εικοσάρικο να μου δώσει, μου το δίνει άλλη φορά. Ξέρουν ότι τους φταίει ένα κάτι κι αυτό το κάτι θέλουν ν’ αλλάξει, αλλά κανείς τους δεν έχει ιδέα τι. Από τους 100 που μπαίνουν, 3-4 ψηφίζουν ΚΚΕ και οι υπόλοιποι ΣΥΡΙΖΑ». Υπάρχει μια εντύπωση πως η Καισαριανή είναι παραδοσιακά αριστερή γειτονιά, ως γειτονιά προσφυγική, άλλωστε είναι από τους λίγους δήμους που έχουν δήμαρχο τώρα του ΚΚΕ. Ο κύριος Κώστας δε συμφωνεί. «Έβγαζαν απλώς αριστερό δήμαρχο. Ο Μακρής ήταν ένας δήμαρχος που έμεινε για χρόνια και τον ψήφιζαν όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι. Κατά τ’ άλλα, Νέα Δημοκρατία ψήφιζαν οι πολλοί. Όχι πια όμως…».
Με την ώρα, και οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού ψάχνουν να μπουν στη συζήτηση. «Κι εμείς είμαστε Καισαριανιώτες γέννημα θρέμμα. Κι ήταν αλλιώς παλιά. Πήγαινες το καλοκαίρι στην πλατεία και βαριόσουν να χαιρετάς, ήταν χωριό κάποτε. Τωρα, δεν είναι Καισαριανιώτες πια εδώ οι πολλοί. Εδώ, έχει περάσει πολλή κουλτούρα. Από εδώ πέρασε ο ΕΛΑΣ. Εδώ κρυβόντουσταν οι αριστεροί… Είχε τα προσφυγικά, πλινθόχτιστα σπίτια όμορφα. Μόνο το δικό μου το πατρικό έχει μείνει πια. Ψήλωσε η Καισαριανή…» λέει χαμογελώντας θλιμμένα ο ένας κύριος. Ο διπλανός του, θυμάται ένδοξες μέρες. «Ο παππούς μου που έμενε εδώ, Μικρασιάτης στην καταγωγή αλλά γέννημα θρέμμα Καισαριανιώτης, ξέρεις ποιος ήταν; Ο Ευάγγελος Ατραϊδης, που έγραφε τους στίχους στα τραγούδια του Καζαντζίδη. Το ψωμί της ξενιτιάς, το ξέρεις; Ε αυτός. Ένας ράφτης ήταν, που είχε αγάπη για το μπουζούκι και το κρασάκι. Κι έτσι έφυγε, καπνίζοντας και πίνοντας κανένα κρασάκι….»
Στην πλατεία, απέναντι από την Παναγίτσα, είναι το κεντρικό σημείο της Καισαριανής. Εκεί, τρεις ηλικιωμένοι κάθονται σ’ ένα παγκάκι, με τις μαγκούρες τους, κι ούτε που μιλάνε, απλώς απολαμβάνουν τον ήλιο. Και φυσικά, έχουν όρεξη για κουβέντα. «Μα κοίτα δω πώς τα ‘χουν κάνει. Παλιά στην πλατεία γύρω ήταν δρόμοι, σταματούσαν τα ταξά, έκαναν στάση τα λεωφορεία. Κι ήταν πιο ωραία», παραπονιέται ο ένας. Κι εκείνοι έρχονται στην πλατεία και κάθονται, ακόμα; «Ε, τι να κάνουμε;», λέει ο μεγαλύτερος, ο κυρ Μαργαρίτης. «Αφού είμαστε συνταξιούχοι. Όταν έχει ήλιο, ερχόμαστε. Εδώ ξέρεις, είχε καλό κόσμο. Προσφυγιά. Όπου ακούς προσφυγιά, είναι καλός κόσμος. Ωραία χρόνια τότες. Εγώ δεν είμαι Καισαριανιώτης. Ήρθα εδώ, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1951. Ήμουν 16 χρονών κι ήρθα από τις Σέρρες, να μάθω ξυλουργός. Ήρθα για καλύτερα και βρήκα πιο χειρότερα.»
Τελευταία στάση της βόλτας μας είναι ένας μικρός παλιός φούρνος με ευφάνταστες ταμπέλες χειρόγραφες, που δίνουν όλες τις άσχετες πληροφορίες του κόσμου. Ο φούρναρης με το που μπάινουμε μας κερνάει δυο μελομακάρονα και δε σταματάει να μας λέει ανέκδοτα. Φτάνει όμως να μας πει και για τη γειτονιά του. «Εγώ χρόνια μένω και χρόνια περνάω. Τα παλια μαγαζιά ήταν αλλιώς εδώ, ήταν μαγαζιά της καλημέρας και της καλησπέρας. Όχι πια. Εγώ έχω δει πιο πολύ ήλιο από ό,τι θα δουν οι νέοι, τώρα τον ήλιο τον κρύβουν αυτές οι απαίσιες πολυκατοικίες».
Αφού μας έχει πείσει πως θα ζήσουμε χειρότερες ζωες, ο φούρναρης πριν φύγουμε μας αποκαλύπτει πως όταν βαριέται στο φούρνο σκαρωνει στιχάκια. Μας ζητάει να μας πει κι αυτό που έχει γράψει για την Καισαριανή. Πώς να αρνηθούμε; «Ακόμα υπάρχουν γειτονιές/ με χαμηλά σπιτάκια/ ασβεστωμένες έχουνε αυλές/ γαζίες τριανταφυλλιές /κι ωραία κουτουκάκια».