Categories: ΠΟΛΗ

Αναμνήσεις από το μποέμ αθηναϊκό Πάσχα της δεκαετίας του ’80

Ο Απρίλης δεν είναι μόνο ο μήνας ο σκληρός που λέει ο ποιητής αλλά και ο πασχαλινός. Πάσχει ο Θεάνθρωπος, νικάει η ζωή το θάνατο, η φύση ανθίζει και τα θαύματα πάνε και έρχονται. Το πλήθος σκορπίζει στην επαρχία αναζητώντας παπαρούνες και αγνοώντας τις λιγοστές νεραντζιές των πεζοδρομίων. Η εγκαταλειμμένη Αθήνα είναι ό,τι πρέπει για να διοργανωθεί το «Πάσχα της Διανόησης». Στο κήπο ενός σπιτιού στο Πολύγωνο, ξεχασμένο από τους εργολάβους, οι λογοτέχνες φορώντας μεταξωτά πουκάμισα χορεύουν τσικνισμένοι ταγκό, τα χρυσά πεδιλάκια ζωγράφων μπερδεύονται με τα κάρβουνα, στάλες κρασί λεκιάζουν περίτεχνα θεατρικά φορέματα. Έτυχε να το βρεθώ εκεί πριν από 25 χρόνια. Δεν πιστεύω ό,τι ήταν καλύτερα από τα γλέντια άλλων ανθρώπων, απλά είναι μια ιστορία που έχει ένα μικρό ενδιαφέρον ν’ ακουστεί. 

Ο αληθινός εορτασμός ξεκινάει από την Κυριακή των Βαΐων όπου το μενού περιλαμβάνει μπακαλιάρο με σέσκουλα και άλλα ψαρικά. Τη Μεγάλη Τρίτη ύστερα από το τροπάριο της Κασσιανής (Αγία Ειρήνη, Αιόλου) κάπου θα μαζευτούν για σπανακόρυζο και μαυρομάτικα φασόλια. Όστρακα, μαλάκια, αυγοτάραχο και μαρουλόφυλλα είναι ό,τι πρέπει μετά την περιφορά του Επιταφίου (Άγιος Νικόλαος Ραγκαβάς) γιατί ως γνωστόν τη Μεγάλη Παρασκευή δεν αγγίζεις κατσαρόλα, δε μπαίνει φωτιά. Το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι η νηστεία σπάει με λίγη ομελέτα με συκωτάκι για όσους ετοιμάζουν τα κοκορέτσια, ενώ το βράδυ κλείνουν τραπέζι στο «Δυρό» (Σύνταγμα) για μαγειρίτσα αφού πρώτα περάσουν από την Καπνικαρέα (Ερμού), το Μετόχι του Παναγίου Τάφου (Πλάκα) και τον Χριστό Χριστοκοπίδη (Ψυρρή) να συγκρίνουν ψάλτες και αναστάσιμο εθιμοτυπικό.

Η προετοιμασία του τραπεζιού γίνεται από διαφορετική οικοδέσποινα κάθε φορά, που επιδιώκει να ξεπεράσει την προηγούμενη σε γεύσεις και αισθητική. Η Κυριακή του Πάσχα δεν μπαίνει σε συναγωνισμό αφού προετοιμάζεται απ’ όλους και θεωρείται η ύψιστη συλλογική προσπάθεια. Καθένας συμμετέχει με το δικό του τρόπο. Υπάρχουν απλοί «εμψυχωτές», υπάρχουν οι «κτίστες της γιορτής» που διαλέγουν και ετοιμάζουν το καθετί (από τις ελιές μέχρι τις χαρτοπετσέτες), υπάρχουν και οι καλεσμένοι που απλά τσιμπούν σαν σπουργιτάκια τους μεζέδες. Υπάρχει πάντα κάποιος που θα ‘ρθει, που έρχεται, που δε θα ‘ρθει, που παίζεται να ‘ρθει, που θα έπρεπε να ήταν εκεί αλλά ξέχασαν να τον καλέσουν, που ήρθε, έφυγε και δε χαιρέτησε, που ήρθε, είπε ότι θα φύγει και έμεινε για την υπόλοιπη βραδιά, που ήρθε, έφυγε και ξαναγύρισε, που δεν έφερε αυτό που έπρεπε, που έφερε και άλλους και μετά έφυγε και άφησε πίσω του τους άλλους, που ήρθε κι έφερε μαζί του ένα σημαντικό πρόσωπο, γύρω από το οποίο στην αρχή δημιουργήθηκε μέγας εκνευρισμός για τον δέοντα τρόπο υποδοχής του αλλά σύντομα ξεχάστηκε, αφού κι αυτός παρασύρθηκε στη φούρλα της ημέρας.

Όλοι όμως είναι πολύτιμοι αφού ολοκληρώνουν και επιβραβεύουν το έργο των άλλων. Μερικοί μπορούν ν’ ακούσουν το κλαρίνο του Μάγκα, άλλοι όχι, και τέλος κάποιοι ναι μεν απεχθάνονται τον Γιώργαρο και τα κοστούμια του, αλλά συγχρόνως διαλαλούν παντού «το πραγματικά μεγάλο ταλέντο του Κώστα Μακεδόνα». Τελευταίο και σημαντικότερο είδος-υπό εξαφάνιση-είναι οι «πούροι», οι ορκισμένοι υπερασπιστές της παράδοσης, όχι για κάποιον ιδιαίτερο παιδευτικό λόγο, αλλά για την ανάδειξη του δικού τους μεγαλείου. Υποστηρίζουν ότι το αρνί πρέπει να ψήνεται πάνω σε κληματσίδες, οι οποίες έχουν μεταφερθεί από τα Μεσόγεια απο έναν αρχιτέκτονα, έναν εκδότη, μια ηθοποιό και ένα γιατρό. Οι κληματσίδες αυτές παρουσιάζονται στους λοιπούς συνδαιτυμόνες σαν να είναι η τελευταία κολεξιόν του Cristian Lacroix. Οι «πούροι» γίνονται έξαλλοι όταν τους προτείνουν έτοιμα κάρβουνα ή άλλο τρόπο ψησίματος. Η φωτιά ανάβεται πολύ πρωί, με φλόγα από τη λαμπάδα που κρατούσαν στην Ανάσταση. Η σούβλα και το υλικό της είναι κάτι εξίσου βαρυσήμαντο. Ενώ όλη η επαρχία χρησιμοποιεί αυτόματη σιδερένια με μπαταρία, οι «πούροι» φροντίζουν να εξασφαλίσουν μια ξύλινη σούβλα του προπάππου τους, η οποία θεωρείται ότι έχει φιλικότερη σχέση με τη σάρκα του αρνιού κατά τη διάρκεια που καρτερικά τη γυρίζουν με σταθερό ρυθμό για να ψηθεί το κρέας απ’ όλες τις πάντες. Είναι ικανοί να αποχωρήσουν αν δούνε δίπλα στη σαλάτα, το αρνί, το κοκορέτσι, τα κόκκινα αυγά και το τυρί να κυκλοφορούν καθημερινά φαγητά όπως παστίτσιο, σουφλέ, πατάτες ογκρατέν, και ριζότο με μύδια. Τέλος μόνο αυτοί ξέρουν πως γίνεται το κοκορέτσι, όπου το μεγάλο μυστικό είναι το καλό πλύσιμο των εντέρων και η ποσότητα αλατοπίπερου με την οποία θα πασπαλίσουν το απαγορευμένο από την ΕΟΚ έδεσμα.

Το τραπέζι στρώνεται μέσα σε κατάσταση πανικού. Φωνές, κρύος ιδρώτας, στρεσαρισμένες γκριμάτσες και απόγνωση που μπορεί να οφείλονται απλά στο ότι φούντωσε λίγο παραπάνω η φωτιά ή ότι δεν είναι έτοιμη ακόμα η σαλάτα ή ότι το κοκορέτσι μίλησε και ζήτησε λίγο παραπάνω πιπέρι. Το αρνί εκείνη την ημέρα είναι το βιβλίο, η παράσταση, ο πίνακας· φυσικό επακόλουθο είναι να δίνονται μάχες κυριαρχίας πάνω από τη σούβλα. Ο νικητής είναι αυτός που θα πει, τη στιγμή που όλοι νομίζουν πως είναι έτοιμο, ότι «χρειάζεται ακόμα μισή ώρα». Θα απομακρυνθούν όλοι από το ψητό για να ξανασμίξουν την ώρα που θα τυλιχτεί με το σεντόνι για να μην το «φτύσει» η μύγα και θα τοποθετηθεί πάνω στο ταψί για να στραγγίξει.

Στο τραπέζι, προπόσεις δίνουν και παίρνουν μα το μεγάλο πάρε-δώσε γίνεται με τα κοπλιμέντα που είναι τόσο υπερβολικά όσο και τα πικάντικα σχόλια που υφίσταται μετά την αποχώρησή του αυτός που επαινέθηκε. Τα λιγοστά παιδιά της παρέας ανά πάσα στιγμή μπορούν ν’ ακούσουν ποιά είναι η διαφορά μιας εκτέλεσης του Μπετόβεν από τον Τοσκανίνι ή τον Φουρτβένγκλερ ενώ ακούγεται το «λεμονάκι μυρωδάτο από περιβόλι αφράτο» και ένας ζωγράφος φωνάζει «Προσοχή! Κοιτάξτε όλοι ψηλά! Έχουμε φωτογράφηση!».

Μια ξαφνική αλλαγή καιρού, ένα θεατρικό σκετς, χορευτικά ιντερμέδια, πόλεμος με τα λουλούδια από τις γιρλάντες που με τόσο κόπο είχαν πλεχτεί την παραμονή, μεταμφιέσεις, νευρικές κρίσεις, ένα παιχνίδι (κάποιος παριστάνει το νεκρό κάτω από ένα τραπέζι και όλοι, ανάλογα με το ρόλο που τους έχει ανατεθεί, προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν το δολοφόνο) προσθέτουν ώρες στο φαγοπότι και στη δόξα της γιορτής.

Η ταινία του Μελβίλ «Ο Κόκκινος Κύκλος» μου έμαθε τον Μπουρβίλ και κάτι από τον Κομφούκιο: Υπάρχει ένας κύκλος και από κει ξεκινάνε όλοι, ακολουθούν τη διαδρομή τους και μια μέρα, μέσα στον κύκλο, πάλι όλοι συναντιούνται. Όταν η γιορτή τελειώσει, ο καθένας παίρνει το μοναχικό μονοπάτι της δημιουργίας νιώθοντας πραγματική ευχαρίστηση. Ζήσαν κάτι σπουδαίο και πάνω απ’ όλα κατάφεραν να περάσουν τόσες ώρες μαζί.

Και στα δικά μας οι νεότεροι. 

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης