[Το Shoegazing City είναι μία στήλη-αστικό ημερολόγιο δύο ανθρώπων που προσπαθούν να συναντηθούν. Μία αρχιτέκτονας κι ένας ποιητής, η Sublolita και ο Latenighter, δίνουν ένα ραντεβού σ’ ένα σημείο της πόλης, καταγράφουν τη διαδρομή τους από διαφορετικές αφετηρίες, κι όταν φτάνουν στο σημείο, παρατηρούν, ρωτούν, κουτσομπολεύουν και αναρωτιούνται για το καθετί. This is a story of Latenighter meets Sublolita. Αυτή είναι η διαδρομή, παράλληλη και εφαπτόμενη, δύο ανθρώπων που έμαθαν να κοιτάζουν κάτω ― ή, μάλλον, προς τα κάτω, εκεί, στη λεπτομέρεια. Πατήστε το play παρακάτω και ξεκινήστε το ταξίδι.]
Πέρασε το καλοκαίρι ―το ποιο;― και χαμπάρι δεν πήραμε. Ο ένας έμεινε στην Αθήνα, η άλλη έφυγε για τον Νότο. Πηγαινοερχόμασταν σε γνώριμα μέρη, πολύ οικεία, αλλά μαζί δεν ήμασταν. Και νά, όμως, που ήρθε το φθινόπωρο ―το ποιο;― και ξαναβρεθήκαμε. Επιτέλους, ύστερα από τόσους μήνες, είχαμε παρέα να χαθούμε με την ησυχία μας. Και να οργανώσουμε και την έκθεσή μας. Αυτά, όμως, αργότερα.
― Χαίρεσαι που γύρισες;
― Χαίρεσαι που ήσουν εδώ;
― Θέλεις ένα γλειφιτζούρι;
― Δεν μου απάντησες.
― Ούτε εσύ.
Η Αθήνα μάς περίμενε· ήταν ζεστή στην αρχή· τα τσιμέντα· και μερικοί άνθρωποι. Τα μπετά της Αθήνας είναι ο εν τοις πράγμασι λαβύρινθος ενός αστικού τοπίου που θέλει ν’ αυτονομηθεί από τις προσδοκίες των ανθρώπων του. Κι είναι κρίμα να έχουμε προσδοκίες από μια πόλη που δεν έχει καμιά προσδοκία από μας.
― Είναι αυτόνομη η Αθήνα;
― Η Αθήνα είναι ένας οργανισμός που επιθυμεί, απαιτεί, δεν προσδοκά.
― Να υποταχθούμε;
― Τι άλλες επιλογές έχουμε;
Στην πρώτη μας βόλτα για το φθινόπωρο, πήραμε μαζί μας τον Κωνσταντίνο Μπελιά. Ο Κωνσταντίνος έχει γίνει γνωστός ως designer for the hipsters. «Όταν ήμουν μικρός (εποχές Pop, δηλαδή), τα παιδιά στο twitter με κορόιδευαν και μ’ έλεγαν hipster και, προτού γίνει όλη αυτή η φάση και η καγκουροποίηση του όρου “hipster”, είπα να αστειευτώ μ’ αυτό στον επαγγελματικό μου τίτλο. Σπούδασα κλασική γραφιστική, έκανα και ένα μεταπτυχιακό με ειδίκευση στην τυπογραφία, απ’ την αρχή αγάπησα και ασχολήθηκα αποκλειστικά με το web και, από το τέλος των σπουδών μου έως τώρα, ζω αποκλειστικά απ’ αυτό. Πια είμαι art director, με πληρώνουν για να είμαι υστερικός και να λέω “όχι, αγάπη μου, έτσι· έτσι”».
― Ακούς; Ακούω, να λες.
― Δεν λέω τίποτα.
Ζητήσαμε από τον Κωνσταντίνο να μας δείξει μερικά μυστικά ενός κομματιού της πόλης που θα ήθελε εκείνος. Μας κάλεσε στο Παγκράτι· στον ζωτικό του χώρο. Σε ποιο απ’ όλα τα Παγκράτια όμως; Πλατεία Προσκόπων vs Πλατεία Βαρνάβα, Στάδιο vs Πινακοθήκη, πλατεία Πλαστήρα vs πλατεία Μεσολογγίου, τελικά πόσα Παγκράτια υπάρχουν; «Αυτό συμβαίνει απλώς γιατί το Παγκράτι δεν είναι περιοχή, είναι ιδέα», μας λέει με λίγο πονηρό βλέμμα.
― Εσύ το ξέρεις το Παγκράτι;
― Τα Παγκράτια.
― Ναι, αυτά· τα ξέρεις;
― Θέλω ένα γλειφιτζούρι.
Δεν είναι πολλά χρόνια στην περιοχή ο Κωνσταντίνος. «Στο Παγκράτι είμαι νιουμπάς, είναι η αλήθεια. Μένω εκεί τα τελευταία 2-3 χρόνια». Αναρωτιόμαστε αν μπορεί κανείς να δει αλλαγές σε μια περιοχή όπου είναι λίγα τα περιθώρια για καινούργια ανοικοδόμηση. «Αν και μόλις τόσο λίγο, αλλαγές έχω δει. Η κοινωνία προσπαθεί να μας πετραλωνοποιήσει».
― Πετράλωνα.
― Χρωστάμε κι εκεί μια βόλτα.
― Θα με πας;
― Θα σε βρω εκεί. Λίγη υπομονή ακόμα.
― Καλά.
Τριγυρίζουμε στους δρόμους και στα δρομάκια. Μια καθημερινότητα ―τι λέξη κι αυτή― την οποία δύσκολα μπορείς με σαφήνεια να διαγνώσεις. Είναι κάτι «άλλο»; Είναι άλλη μία γειτονιά του κέντρου; Είναι πιο urban; Λιγότερο; Είναι οικογενειακή; Είναι hipster; Είναι ανθρώπινη; Απάνθρωπη; Κι ενώ οι hipsters, ζωτικό κομμάτι κάθε αστικού ιστού, την τελευταία πενταετία, στην Ελλάδα, αποθεώνονταν ολοένα και περισσότερο, το 2014 αρχίζει ένα κύμα υποχώρησης. Είναι οι πόλεις, άραγε, λιγότερο urban πια; Η Αθήνα;
«Η Αθήνα έχει χάσει το urban/αστικό προφίλ της. Στο εμπορικό τρίγωνο, μέχρι και στα Εξάρχεια πια, υπάρχουν μαγαζιά που παίζουν τσιφτετέλια και υπάρχουν τύπισσες που χορεύουν πάνω στις μπάρες. Η αισθητική του αστικού μας περιβάλλοντος περνάει κρίση και οι hipsters αντιμετωπίστηκαν σαν μόδα, γι’ αυτό και υποχωρούν. Οι πραγματικοί hipsters δεν θα χαθούν, υπάρχουν και υπήρχαν, και δεν φοράνε καρό πουκάμισα, ούτε έχουν χτενισμένα μούσια», λέει ο Κωνσταντίνος.
Γιατί, άραγε, έρχεται να μείνει κανείς στο Παγκράτι, αν δεν είναι αποδώ; «Το κέντρο της Αθήνας έχει περιοχές για όλα τα γούστα, έχει Κολωνάκι για τους πιο Ευρωπαίους, έχει το Εξάρχειο για τους επαναστάτες των κατουρημένων πεζοδρομίων, έχει το Μετς για τους πιο “εδώ είμαστε καλή γειτονιά”, έχει το Κουκάκι για τους “εδώ ο αέρας μας φιλτράρεται από τον Παρθενώνα”, έχει τα Πετράλωνα για όσους νιώθουν εναλλακτικοί αλλά κρυφοβγαίνουν Γκάζι, έχει και το Παγκράτι (αυτό, το χαμηλά) που είναι η κρυψώνα των “I can’t afford Κολωνάκι, αλλά δεν μένω και καραπαγκράτι”».
― Κρυψώνα.
― Εμείς δεν έχουμε τη δική μας.
― Εμείς έχουμε τα γλειφιτζούρια μας.
― Ναι!
Κάτι αντίστοιχο είχε γράψει ο Δημήτρης Ρηγόπουλος στη Lifo: «Mε μια μικρή δόση υπερβολής, θα λέγαμε ότι το “αστικό” Παγκράτι, όπως ορίζεται, γεωγραφικά, ανατολικά της Βασιλέως Κωνσταντίνου και δυτικά της Ευτυχίδου, είναι το νέο Κολωνάκι / και η αλήθεια είναι πως τη δεκαετία του 2000, στα χρόνια της κορύφωσης της αποπλανητικής “ελληνικής ευημερίας”, όσοι δεν μπορέσαμε να αντέξουμε τα τρελά ενοίκια του Κολωνακίου, βρήκαμε καταφύγιο εδώ».
Ο Κωνσταντίνος Μπελιάς έχει όμως τη δική του αδυναμία, τη δική του κρυψώνα, όπως ανέφερε παραπάνω, στο Παγκράτι. «Εκεί, λοιπόν, σε αυτή την κρυψώνα, στην καβάντζα του κέντρου, έχουν αρχίσει και γίνονται πράγματα. Συγκεκριμένα, στη λοξή οδό της Αρχελάου. Εκεί, τα πρωινά, πριν από τη δουλειά, μ’ αρέσει να βγάζω βόλτα τον σκύλο μου, εκεί που τα καφέ αρχίζουν να βγάζουν έξω τα τραπεζάκια τους, τα μαγαζιά ανεβάζουν τα ρολά τους, όλα τόσο ήρεμα και όλα τόσο “γειτονιά”».
Η παλιά αστική γειτονιά, αυτή με τη ζωντάνια ενός κόσμου σχεδόν ανέμελου, του Παγκρατίου φάνηκε να σιώπησε τη δεκαετία του ’90, μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι που είχε ως στέκι τον πασίγνωστο, εξαιτίας του, «Μαγεμένο Αυλό» της πλατείας Προσκόπων. Τη σκυτάλη στην αθηναϊκή ―της μέρας και της νύχτας― διασκέδαση πήραν καινούργιες γειτονιές και νέα στέκια· και εξακολουθούν να αναδημιουργούνται σημεία στην πόλη. Ώσπου, σταδιακά, τα τελευταία 7-8 χρόνια, το άλλοτε «κλασικό»… κάτω Παγκράτι βγήκε από τη ναφθαλίνη, αφού, λόγω της κρίσης, οι τιμές των ενοικίων άρχισαν να πέφτουν και μια καινούργια αστική γεωγραφία, πιο νέα, ήρθε να κατοικήσει στις πολυκατοικίες ―εκείνες που όλοι και όλες έχουμε, κατά καιρούς, ζηλέψει― των παρυφών της Βασιλέως Γεωργίου. Το «κάτω» Παγκράτι συμβάλλει κι αυτό στην αναμόρφωση της πόλης με τον δικό του τρόπο.
Ο πατέρας του Κωνσταντίνου, από τον Πειραιά· η μητέρα του, από το Σικάγο. Πόσο σουρεάλ μπορεί να γίνει μια τέτοια γνωριμία; Και πώς τελικά κατέληξε εκείνος στην Αθήνα; «Post-hippie γνωρίζει post-hippieσσα στο γνωστό story “διακοπές στην Ελλάδα”, όπου η ζωή τούς έφερε στην επαρχία (σ.σ. Μεγαλόπολη Αρκαδίας). Όλο αυτό είχε πλάκα για μας που ήμασταν παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι μεγάλωσα σε ένα πιο σουρεάλ περιβάλλον, χωρίς τα στερεότυπα μιας “ελληνικής οικογένειας”, αλλά σίγουρα με πολλή αγάπη και σεβασμό στις ανάγκες τους καθενός».
― Ελληνική οικογένεια, αυτή η μάστιγα.
― Ένα γλειφιτζούρι γρήγορα.
Ο Κωνσταντίνος Μπελιάς είναι από κείνους που, στα social media, έχει καθιερώσει τη «μόδα» του συνδυασμού φωτογραφίας και ατάκας. «Είχα δει μια καλλιτέχνιδα γνωστή, που δεν θυμάμαι πώς τη λένε, που έκανε μια τέτοια φάση, όταν ζούσα στο Σικάγο και ξεκίνησα μέσα από ένα tumblr μου τότε να κάνω κι εγώ τέτοια πραγματάκια. Εγώ το έκανα κυρίως γιατί δεν είμαι καλός ούτε στη φωτογραφία ούτε στο κείμενο, οπότε, αν τα συνδύαζα, ίσως κατάφερνα να πω αυτό που ήθελα. Σιγά σιγά, αυτός ο τρόπος έκφρασης άρχισε εκδηλώνεται έντονα μέσα και από υπόλοιπα tumblrs, μέσα από το διαδίκτυο. Η γενιά μας, χαμένη μέσα στα καλώδια, έψαχνε έναν νέο τρόπο έκφρασης για ένα νέο μέσο».
Τον ρωτήσαμε αν η Αθήνα ήταν μια ατάκα πάνω από μια φωτογραφία, ποιος συνδυασμός θα ήταν και τι τραγούδι ή τραγούδια θα τη συνόδευαν; Και νά τι μας απάντησε: «Χα, κλισέ ερώτηση, δεν θα την απαντήσω για να μη γίνω κι εγώ πιο κλισέ απ’ όσο ήδη είμαι».
― Είμαστε κλισέ.
― Μπορεί να είμαστε.
― Να μη γίνουμε άλλο.
― Καλά.
― Να πούμε ότι τους περιμένουμε όλους και όλες στις 20 Νοεμβρίου, στις 20.30, στο metamatic:taf για τα εγκαίνια της έκθεσής μας;
― Να πούμε.
― Να πούμε, επίσης, ότι θέλουμε να μας συνοδεύσουν όλοι και όλες στην έκθεση χρησιμοποιώντας το hashtag #ShoegazingCity στο facebook και στο instagram για κάθε αντίστοιχη φωτογραφία που θ’ ανεβάζουν;
― Να το πούμε κι αυτό.
― Να πούμε κιόλας ότι θα βάλουμε τις φωτογραφίες της παρέας μας κι αυτές στην έκθεση;
― Ε, ναι!
― Να πούμε ότι θα έχουμε και σούπερ καλεσμένους;
― Αυτό κι αν πρέπει να το πούμε.