Το Shoegazing City είναι μία στήλη-αστικό ημερολόγιο δύο ανθρώπων που προσπαθούν να συναντηθούν. Μία αρχιτέκτονας κι ένας ποιητής, η Sublolita και ο Latenighter, δίνουν ένα ραντεβού σ’ ένα σημείο της πόλης, καταγράφουν τη διαδρομή τους από διαφορετικές αφετηρίες, κι όταν φτάνουν στο σημείο, παρατηρούν, ρωτούν, κουτσομπολεύουν και αναρωτιούνται για το καθετί. This is a story of Latenighter meets Sublolita. Αυτή είναι η διαδρομή, παράλληλη και εφαπτόμενη, δύο ανθρώπων που έμαθαν να κοιτάζουν κάτω ― ή, μάλλον, προς τα κάτω, εκεί, στη λεπτομέρεια.
― Έχεις άγχος;
― Έχω άγχος.
― Έχει ουρά;
― Έχεις άγχος;
Με τα κλισέ συνεννοούμαστε καλύτερα: Η Αθήνα είναι μια δύσκολη πόλη με ανυποχώρητο συλλογικό φαντασιακό. Στην ερώτηση «Είναι η Αθήνα δύσκολη πόλη;», η απάντηση είναι κάτι σαν «θ’ αργήσω κάνα εικοσάλεπτο».
― Θ’ αργήσεις;
― Θ’ αργήσω.
Κάθε αρχή και δύσκολη. Πώς θα το πεις; Πώς θα το εξηγήσεις; Θα καταλάβουν; Κατάλαβαν; Πώς θα πάμε; Πού θα βρεθούμε; Θα τους αρέσει; Τους άρεσε; Πώς θα το κάνουμε;
― Σε περιμένω.
― Έρχομαι.
Η στήλη αυτή πήρε το όνομά της από την πόλη. Πάμε πάλι: Η στήλη αυτή πήρε το όνομά της από την πόλη και για την πόλη. Ξανά: Η στήλη αυτή είναι για την πόλη. Και για τις προσωπικές της ιστορίες.
― Τα Εξάρχεια έχουν κίνηση.
― Μπαίνω στο μετρό του Αγίου Ιωάννη.
This is a story of Latenighter meets Sublolita. Δύο παράλληλες διαδρομές με κοινή κατάληξη. Μία κοινή κατάληξη με δύο διαδρομές με άλλη εκκίνηση. Στο παλίμψηστο της πόλης που μοιάζει με χρονική γραμμή· στην Αθήνα, η εξέλιξη του χρόνου είναι πανταχού παρούσα.
― Μένω στον έβδομο. Στο Λόφο του Στρέφη.
― Εγώ, στον τρίτο. Στη Δάφνη.
Μία αρχιτέκτονας κι ένας ποιητής. Στο δρόμο. Για να βρεθούν. Ψάχνουν τριγύρω. Κοιτάζουν κάτω.
― Shoegazing city· σ’ αρέσει;
― Μ’ αρέσει.
Η Αθήνα είναι δύσκολη πόλη. Υπάρχει όμως· μάλλον σαν ένας ανθρώπινος συνειρμός· σαν μια ζωή που δεν προσπερνιέται εύκολα. Η Αθήνα είναι η πόλη μας. Την ψάχνουμε.
― Περπατώ, περπατώ εις το δάσος.
― Τελειώνει η μπαταρία μου.
Κάθε φορά, ο Latenighter και η Sublolita θα προσπαθούν να συναντηθούν. Κάθε φορά, κι αλλού. Κάθε φορά, οι δυο τους θα συστήνουν μια ιστορία για ένα κομμάτι της πόλης. Και θ’ ακούνε μουσική· την ίδια μουσική κι οι δυο τους.
― Να κάνουμε στην αρχή το κτίριο του Booze και του Popaganda.
― Φτάνω.
Έφτασαν.
Το κτίριο της οδού Κολοκοτρώνη 57, που σήμερα στεγάζει το Booze Cooperativa χτίστηκε το 1847, ήταν ένα από τα λίγα νεοκλασικά κτίρια που υπήρχαν τότε στην Αθήνα και λειτουργούσε ως κατοικία με χώρο στάθμευσης για άμαξες στο ισόγειο.
― Μια πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου. Πρόσεχε.
― Ουπς· τη γλίτωσα. Ξαναχτίστηκε γύρω στο 1919 πάνω στα αρχικά αρχιτεκτονικά σχέδια του 1847.
― Τι ωραία γλώσσα.
Το 1957 αγοράστηκε από τον Γιώργο Σταμόπουλο και τη Μαρία Σταμοπούλου, η οποία παραμένει ώς σήμερα συν-ιδιοκτήτρια του κτιρίου και συνεταίρος της ψυχής του Booze Cooperativa Νίκου Λούβρου. Οι αρχικοί ιδιοκτήτες αντιστάθηκαν στο μεγάλο κύμα αντιπαροχής των δεκαετιών του ’50 και του ’60, και αναδιαμόρφωσαν το κτίριο μετατρέποντάς το σε μικρά καταστήματα, κυρίως ραφτάδικα, γουναράδικα, χρυσοχοεία και κουρεία.
― Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 ο Νίκος Λούβρος γίνεται συν-ιδιοκτήτης του κτιρίου και ο χαρακτήρας και η χρήση του αλλάζουν για μια ακόμη φορά. Το παλίμψηστο της Αθήνας, που λέγαμε.
― Και οι έμποροι μετακινούνται, οι ενδιάμεσοι τοίχοι γκρεμίζονται και δημιουργείται ο ενιαίος χώρος που το 1989 ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό ως Booze. Πρόσεχε.
― 1-1. (φωνή από μέσα: Τι ωραία γλώσσα.)
Στα τέλη του ’90 το Booze έκλεισε για δύο χρόνια και ξανάνοιξε το 2001, ενώ το 2002 δημιουργήθηκε στον ίδιο χώρο η γκαλερί Gazon Rouge σε συνεργασία με τη Λωραίνη Αλιμαντίρη. Η συνεργασία αυτή έληξε το 2004 οπότε και ο χώρος απέκτησε το σημερινό του όνομα Booze Cooperativa και πέρα από μπαρ ξεκίνησε να λειτουργεί μόνιμα ως χώρος εκθέσεων και ποικίλων καλλιτεχνικών δρώμενων.
Όπως μας είπε ο Ν. Λούβρος, το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το popaganda.gr, το εστιατόριο Γκελ Bistrot και το βιβλιοπωλείο Φωταγωγός χτίστηκε γύρω στο 1936, και από το 1960 στέγαζε τα γραφεία της Ρετσίνας Κουρτάκη. Μετά το θάνατο του γιου του ιδρυτή Δημήτρη Κουρτάκη το 2005, τα γραφεία της εταιρείας στην Κολοκοτρώνη έκλεισαν και το κτίριο αυτό αγοράστηκε το 2008 από τον Κώστα Αιγυπτιάδη.
Η ιδιοκτησία του κτιρίου αυτού παραμένει ως σήμερα στον Κ. Αιγυπτιάδη, η διαχείρισή του όμως γίνεται από τον Ν. Λούβρο (βασικός ενοικιαστής με δικαίωμα υπενοικίασης) με στόχο αφενός την επέκταση των χώρων του Booze Cooperativa στο γειτονικό κτίριο αλλά και την εποπτεία των χρήσεων που φιλοξενούνται κάτω από την ευρύτερη στέγη της Κολοκοτρώνη 57-59.
Πέρα από τις διαφορετικές χρήσεις που συγκεντρώνει πλέον το «συγκρότημα» της Κολοκοτρώνη & Λιμπονά, οι συνεχείς χωρικές μεταβολές, οι επεκτάσεις στο εσωτερικού του οικοδομικού τετραγώνου και οι συνδέσεις με τα γειτονικά κτίρια, δημιουργούν διαφορετικές χωρικές ποιότητες και δίνουν στον επισκέπτη μια ευκαιρία να ανακαλύψει κρυμμένες πτυχές της πόλης.
― Και τώρα, τι;
― Πάμε πίσω;
― Πίσω πού;
― Από πού ξεκίνησες;
― Τι θα πει αυτό;
― Όχι άλλες ερωτήσεις.
― Όχι άλλες απαντήσεις.
― Έλα, πάμε.
― Πάμε.