Το είπαμε και πρόσφατα, από τη μονστέρα που επέστρεψε από τα ’70s και τα καταπράσινα concept stores της Αθήνας, από τα σαλόνια και τα υπνοδωμάτια μέχρι τα μπαρ και τα καφέ, η αναλογική ζωή επιστρέφει μέσα από γλάστρες, χώμα και πηλό. Τα φυτά αποτελούν αδιαμφισβήτητη τάση και καταναλωτική προτεραιότητα των millennials που επενδύουν σε ό,τι τους ευχαριστεί σήμερα. Κι όπως λένε οι ιδιοκτήτες και φροντιστές τους, η οικιακή κηπουρική είναι μια ασχολία που αν και τους αγχώνει αρχικά, τελικά τους φτιάχνει καθημερινά τη διάθεση.
Τα φυτά με τα τροπικά φυλλώματα έχουν κατακλύσει τα social media, τα διαμερίσματα κάθε μεγέθους, τις σύγχρονες μητροπόλεις. Σίγουρα μπορεί κανείς να βρει φυτά και γλάστρες που να του ταιριάζουν σε ένα παλιό φυτώριο ή στη λαϊκή αγορά. Όμως υπάρχει και το κοινό που αναζητά τα πιο σπάνια, είναι οι «πολύ ενημερωμένοι», ακόμα και «συλλέκτες», που δημιούργησαν τη ζήτηση για εξειδικευμένα καταστήματα.
Ο Μάνος Τζιαπώνης μόλις άνοιξε το Mother στη γειτονιά του Α’ Νεκροταφείου και υποδέχεται το αθηναϊκό plant community. «Έχω μιλήσει με ανθρώπους που ήρθαν στο μαγαζί και δεν πίστευα ότι υπάρχουν στην Αθήνα, έχουν κάποια πολύ σπάνια φυτά σπίτι τους, έχουν δημιουργήσει κατασκευές για να τους προσφέρουν τον κατάλληλο φωτισμό ενώ μετράνε την υγρασία. Ο χώρος που έφτιαξα τους προσέλκυσε, έτσι τους γνώρισα καλύτερα και θέλω να κάνουμε μαζί κάποια πράγματα μελλοντικά, ας πούμε workshops που θα βοηθήσουν να μεγαλώσει αυτή η κοινότητα ακόμα περισσότερο».
Ο Μάνος είναι λάτρης των φυλλόδεντρων. Μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη και το πρώτο του φυτό ήταν μια μονστέρα που όμως δεν την αγόρασε παρά την πήρε από το σπίτι της γιαγιάς του. «Μεγάλωσα σε έναν σπίτι με μεγάλο κήπο και μέσα στη φύση, παίζαμε στα αμπέλια, ξέραμε όλα τα δέντρα και τρώγαμε φρούτα που τα κόβαμε μόνοι μας. Στο πατρικό μου υπάρχει μια καστανιά που είχαμε φυτέψει μαζί με τον παππού μου, εκείνος δεν είναι πια στη ζωή αλλά ο καρπός που μαζί βάλαμε στο χώμα υπάρχει ακόμα εκεί και θυμίζει τη στιγμή».
Στο δικό του σπίτι πλέον άρχισε να ασχολείται με τα φυτά εσωτερικού χώρου. Κάποια στιγμή τα παράτησε γιατί δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο, «κι όταν έχεις κάποια ιδιαίτερα φυτά εσωτερικού χώρου χρειάζονται πολύ προσοχή, αν κάνεις τα λάθη να τα ξεχάσεις σε ξεχνάνε», όπως εξηγεί. Επέστρεψε όμως σε αυτά, άρχισε μάλιστα να βοηθάει φίλους που του ζητούσαν συμβουλές, πήγαινε στο χώρο τους για να τα δει, έφτιαξε μερικά μπαλκόνια και μαγαζιά που ήθελαν να πρασινίσουν κάποια σημεία τους.
Έτσι, το Mother της οδού Αναπαύσεως στο Μετς ήρθε σαν φυσική εξέλιξη για τον ίδιο αλλά και για την πόλη που έχει συντονιστεί με μια, αν μη τι άλλο ευχάριστη, τάση που σχετίζεται τόσο με την επικράτηση του σκανδιναβικού στυλ στη διακόσμηση όσο και με το ότι νιώθουμε την ανάγκη να απομακρυνθούμε από τους γρήγορους ρυθμούς και να δώσουμε την προσοχή μας σε κάτι που απαιτεί υπομονή. Ο Μάνος Τζιαπώνης πιστεύει πως ανήκει σε μια ανυπόμονη γενιά που έχει μάθει πώς όλα πρέπει να γίνονται γρήγορα. Από την άλλη, ένα φυτό απαιτεί τον δικό του χρόνο για να αναπτυχθεί, κι αυτό είναι κάτι που μας βοηθάει να γειωθούμε και να βρούμε τις ισορροπίες μας.
Το όνομα του νέου καταπράσινου χώρου της πόλης είναι εμπνευσμενο από την έννοια της Μητέρας Φύσης (Γαία ή Ρέα κατά την ελληνική μυθολογία), από τη μητέρα του Δία που ττην τιμούσαν με γιορτές γύρω από τον Ιλισσό, το ποτάμι που διέρρεε το Μετς. «Ήθελα ένα όνομα που να μου θυμίζει μεσημέρι καλοκαιριού σε ένα ήσυχο σπίτι που μπαίνει λίγο φως. Πιστεύω ότι ταιριάζει και στην περιοχή που είναι ζεστή και φιλόξενη, λίγο διαφορετική από τις άλλες κεντρικές γειτονιές της Αθήνας. Όταν άρχισα να φτιάχνω το μαγαζί, όλη η γειτονιά ήρθε να μου ευχηθεί τα καλύτερα και να με ρωτήσει αν χρειάζομαι βοήθεια, δεν ξέρω αν συμβαίνει κάπου αλλού ακόμα αυτό αλλά δεν το είχα ξανασυναντήσει».
Πέρα όμως από τη ρομαντική τους πλευρά, τα φυτά πλέον είναι χρηματιστήριο, η τιμή τους ανεβαίνει και κατεβαίνει, η πανδημία επηρέασε την αγορά, τις μεταφορές και τις εισαγωγές, ενώ ο Μάνος Τζιαπώνης μόλις άνοιξε το δικό του μαγαζί. «Είτε γνωρίζει κάποια πράγματα γι’ αυτά είτε όχι, όλος ο κόσμος αγαπάει τα φυτά. Γι’ αυτό προσπαθώ να έχω όσο χαμηλότερα γίνεται τις τιμές, ενώ έχω και διάφορα είδη προκειμένου όλοι να μπορούν να βρουν εκείνο που τους ταιριάζει τόσο στο σπίτι όσο και στα οικονομικά τους».
Η αρχή μπορεί να γίνει με ένα πολύ μικρό φυτό που κοστίζει από 3 έως 10 ευρώ ή μια πολύ μεγάλη κέντια με 160 ευρώ που μόνη της θα γεμίσει τον χώρο. «Ο κόσμος προτιμά μικρά φυτά για να γεμίσει ράφια, κομοδίνα και τραπεζάκια. Γι΄αυτό, αν έχει να διαθέσει 100 ευρώ θέλει να πάρει 10 φυτά κι όχι 1 – κάθε τρόπος είναι θεμιτός. Διαπιστώνω πως η αγάπη για τα φυτά υπήρχε πριν ακόμα γεννηθώ, αν αρχίσεις και παρατηρείς δεν θα δεις ουτε μια ταινία, ούτε μια σειρά ή εκπομπή στην τηλεόραση περασμένων δεκαετιών που να μην υπάρχει κάπου ένα φυτό. Ακόμα και σήμερα σε όποιο ιατρείο κι αν πας θα συναντήσεις μια δράκαινα».
Υποστηρίζει ότι τα φυτά είναι για όλους, εκτός από τα πιο τροπικά και instagraμικά, στο Mother θα δείτε γλάστρες με τριανταφυλλιές, ντάλιες και γαρδένιες. «Θέλω το μαγαζί να απευθύνεται σε όλους, ειδικά σε όσους δεν ξέρουν τίποτα για τα φυτά για να κάνουμε μαζί την αρχή». Ενώ καθόμαστε μπροστά από μια κοντή μανταρινιά, έναν κουρκουμά και μερικά σαρκοφάγα γλαστράκια, μια περαστική κοντοστέκεται μπροστά από τη βιτρίνα και αναρωτιέται τι μπορεί να βάλει στο σπίτι της. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησε ο Μάνος ήταν «πως είναι το φως;».
Τα πρώτα σας φυτά μπορούν να είναι μια σανσιβέρια ή μια ζάμια, «είναι από τα πιο ανθεκτικά, αποτελούν μια καλή αρχή γιατί αν ακολουθήσει κανείς δύο – τρεις απλούς κανόνες -όπως το να μην τα ποτίζει συχνά- θα επιζήσουν. Το συχνό πότισμα σε φυτά που δεν χρειάζονται είναι ένα από τα πιο συχνά λάθη αφού όλοι θέλουν να κάνουν κάτι για να βοηθήσουν το φυτό τους και το καταστρέφουν άθελά τους. Έπειτα υπάρχουν κάποια πολύ δύσκολα φυτά που πεθαίνουν χωρίς να έχεις κάνει κάποιο λάθος, λες και θέλουν να σε τιμωρήσουν, όπως κάποια είδη καλαθέας. Κάθε φυτό απαιτεί τη δική του ιδιαίτερη φροντίδα».
Τη μέρα που το επισκεφθήκαμε, στο Mother στέκονταν τέσσερα διαφορετικά είδη μονστέρας. «Υπάρχουν πάρα πολλά, τα μαθαίνω κι εγώ μέσα από το μαγαζί. Μην ξεχνάμε ότι η χλωρίδα είναι άπειρη ποτέ κανείς δεν μπορεί να τη γνωρίσει όλη, όμως είναι ωραίο να μιλάς και να συζητάς γι΄αυτή, να την ανακαλύπτεις. Αυτό θέλω να κάνω εδώ».