«Ζητείται φοιτήτρια για wine bar στη Νεάπολη Εξαρχείων», διάβασα πριν 4 χρόνια στη Χρυσή Ευκαιρία και πήρα τηλέφωνο χωρίς δεύτερη σκέψη. Μία μέρα μετά, βρισκόμουν σε ένα μαγαζί με το οποίο επρόκειτο να με συνδέσει λίγο αργότερα ένας έρωτας μυστηριώδης και δυσεξήγητος. Ως σερβιτόρα δεν εργάστηκα ποτέ εκεί, γιατί φοβήθηκα. Κάτι μέσα μου αρνιόταν να με εντάξει σε ένα παράξενο 24ωρο ποτοφαγάδικο-καφέ, όπου εργάζονται κατά δεκάδες πάσης φύσεως θηλυκά από την Ανατολή και τα Βαλκάνια.
Για κονσοματρίς ούτε λόγος.
Όταν, όμως, γνώρισα τον Νίκο Μίγδο, τον ιδιοκτήτη του Σκαραβαίου, κάτι με τράβηξε κοντά του. Ξεκίνησα να βάζω ροκ και λάτιν μουσικές στους πελάτες και στα κορίτσια απογεύματα και καθημερινές. Μετά, με διαδεχόταν στα decks ο Γιάννης ή ο Κώστας, δύο djs που θα πετύχεις μέχρι και σήμερα στο Σκαραβαίο. Το ρεπερτόριό τους (νέο λαϊκό, ποπ, ακόμα και σκυλάδικα) σηκώνει αλκοόλ και πολύ φλερτ.
Ο Νίκος ερχόταν νωρίς το βράδυ και έμενε ως το πρωί. Ακόμα αυτό κάνει. Όταν, κάποια στιγμή, του είπα ότι θα σταματήσω από το ντιτζεϊλίκι για να στρωθώ στα γραψίματα και στα διαβάσματά μου, μου είπε ότι κάνω το σωστό.
Όμως, δεν έπαψα να πηγαίνω ως πελάτης. Άλλωστε, έπιασα φιλίες με τις κοπέλες, που συχνά πυκνά, έρχονται και πάνε. Κάθε μήνα, υπάρχουν αλλαγές πόστων και προσθαφαιρέσεις στο προσωπικό. Οι κοπέλες είναι, ως επί το πλείστον, αλλοδαπές. Οι νεότερες από αυτές σπουδάζουν κάτι: τουρισμό, μόδα, διοίκηση επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες μπορεί να είναι και παντρεμένες.
Ακόμα και με μερικούς πελάτες τα λέω, καμιά φορά. Γιατροί, δικηγόροι, άνεργοι, εργάτες, Εξαρχειώτες και Κολωνακιώτες, νέοι και γέροι. Μορφωμένοι και πιο λαϊκοί, ευγενείς και τραχύτεροι. Κάποιοι παίζουν τάβλι σιωπηλοί, άλλοι φλυαρούν με τα κορίτσια, άλλοι τα λένε μεταξύ τους σε υψηλούς τόνους. Ένα κοινό έχουν: το φύλο τους και τη διάθεσή τους να κάνουν μια ερωτική βόλτα, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους.
«Ο Σκαραβαίος δεν είναι ένα μαγαζί κονσομασιόν, είναι ένα ερωτικό κρουαζιερόπλοιο. Κι αν, ακόμα, θεωρήσουμε ότι κάνουμε κονσομασιόν, γιατί οι πελάτες κερνάνε τα κορίτσια ποτό, δεν είναι σωστό να σκεφτούμε ότι και στη ζωή μας κονσομασιόν κάνουμε;» συνηθίζει να σημειώνει ο Νίκος σε όποιον και σε όποια αποπειραθεί να βάλει στο μαγαζί του ταμπέλα. «Ο Σκαραβαίος είναι το σπίτι μου, είναι το λούνα παρκ μου, τα γέλια μου και οι φίλοι μου. Αν ψάχνετε μαγαζί κονσομασιόν, να πάτε αλλού, υπάρχουν άφθονα.»
Χωρισμένος από τις εκβολές της οδού Μαυρομιχάλη στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ο Σκαραβαίος καταλαμβάνει δύο διακριτούς χώρους. Ο μικρότερος έχει ένα μεγάλο πράσινο τραπέζι για χαρτάκι και «αντρικές συζητήσεις» κι ένα μικρό μπαρ για να τις ξεδιψάει. Ο μεγαλύτερος, πάνω από τον οποίο βρίσκεται και η κουζίνα, φιλοξενεί το dj set, το μεγάλο μπαρ και τα τραπέζια των κερασμάτων. Δίσκοι πηγαινοέρχονται φορτωμένοι μερίδες φαγητού, ποικιλίες και ποτά. Μυρωδιά φρεσκοψημένου καφέ και πούρου απλώνεται μέχρι το ταβάνι.
Τις βραδινές ώρες, τα ρούχα των κοριτσιών στενεύουν και κονταίνουν, το μαγαζί φωτίζεται πράσινο και μπλε. Μοιάζει με μια ζούγκλα μέσα στην Αθήνα, όπου τίποτα σχεδόν δε μοιάζει απαγορευμένο. Τις πρώτες πρωινές ώρες, όλο το μαγαζί χορεύει. Ποσότητες αλκοόλ έχουν ήδη καταναλωθεί, ενίοτε υπέρ το δέον, οι βάρδιες αλλάζουν και στα σύνορα νύχτας και μέρας, συνυπάρχουν οι αγουροξυπνημένοι και οι ξενύχτηδες.
Ο Σκαραβαίος είναι ένα τοπίο γεμάτο ενδιαφέρον. Πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι εναρμονίζονται και περνάνε καλά. Φυσικά, δε λείπουν και οι εντάσεις, ακόμα και μεταξύ του προσωπικού. Επικρατούν συνθήκες ακραίες και παθιασμένες, γαρ, εκεί μέσα.
Ο Νίκος και ο αδερφός του, Περικλής, παρέλαβαν ένα καφενείο και το μεταμόρφωσαν με μεράκι και σταδιακά σε έναν… κολασμένο παράδεισο, λίγα λεπτά από την πλατεία Εξαρχείων και ακόμα λιγότερα από το μετρό Αμπελοκήπων. Δυο άντρες από την Άρτα κουβάλησαν, μεν, ην παράδοση του τόπου τους, αλλά τόλμησαν να δημιουργήσουν μια επιχείρηση πέρα για πέρα εξαντρίκ, ένα μέρος όπου τρως σουτζουκάκια της μαμάς, την ώρα που βλέπεις ματς από όλο τον κόσμο και που μαθαίνεις ουκρανικά και σέρβικα, πλάι σε αληθινά όμορφες γυναίκες. Ο ένας, ο Νίκος, παρέμεινε φρουρός. Ο Περικλής, πλέον, είναι δήμαρχος στο χωριό του.
Συνήθως, σε «μαγαζιά-με-ποτό-και-γκόμενες» επικρατεί μια βουβή θλίψη, μια κακής ποιότητας ελαφράδα και παραζάλη. Ο «Σκαραβαίος», όμως, είναι νηφάλιος και αισιόδοξος. Με την καλτίλα του, τις καλοδεχούμενες αισθητικές του παραφωνίες, τον πλουραλισμό του και την μονίμως θετική του αύρα, μοιάζει ανοιχτός, όχι μόνο 24 ώρες το 24ωρο, αλλά και σε όλες τις φυλές και τα φύλα της Αθήνας.
Το κλειδί του μαγαζιού, που χάθηκε πριν χρόνια και δεν αντικαταστάθηκε ποτέ, είναι μια αληθινή ιστορία, σαν αυτές που μπορεί κανείς να ακούσει καθημερινά στα τραπέζια της οδού Μαυρομιχάλη.
Ο Σκαραβαίος είναι από τα ελάχιστα στέκια του κέντρου που δεν χάνουν το παλμό τους ούτε το καλοκαίρι. Με special live εμφανίσεις, τις Τρίτες, καλλιτεχνών-έκπληξη, όπως ο Σπύρος Μακρής, με συνεχώς ανανεωμένο μενού και καθημερινό μαγειρευτό φαγητό, αλλά και με αναπάντεχα θεματικά πάρτυ, καταφέρνει να μη χάνει το ενδιαφέρον του στιγμή. Αλλάζει τα χρώματά του και τις ορέξεις του μέσα στην ημέρα και, βέβαια, μια φορά δεν αρκεί σε κανένα. «Άμα πας, ξαναπάς» θα σου πει όποιος και να συναντήσεις εκεί μέσα.