Η «Ίντριγκα» των Εξαρχείων

Ανηφορίζοντας λίγο μετά την Πλατεία Εξαρχείων, στη συμβολή των οδών Θεμιστοκλέους και Δερβενίων θα συναντήσει κανείς ένα μαγαζί με κόκκινες τέντες, πολλά τραπεζάκια έξω και μία μεγάλη πινακίδα που γράφει «’Ιντριγκα». Και είτε γνωρίζει, είτε όχι ότι πρόκειται για ένα από τα παλιότερα μπαρ των Εξαρχείων έχοντας πια περάσει 36 χρόνια από το πρώτο σερβίρισμα, θα νιώσει ότι πρόκειται για ένα Στέκι (ναι, με σίγμα κεφαλαίο).

Μπαίνοντας μέσα, η ιδιαίτερη κλίση του εδάφους σου επιτρέπει αν καθίσεις στην εσωτερική ξύλινη μπάρα, η οποία βρίσκεται πιο χαμηλά από τα εξωτερικά τραπεζάκια, να παρατηρείς τους περαστικούς νιώθοντας ότι, πράγματι, βρίσκεσαι σε ένα μικρό καταφύγιο.

Ας πάρουμε, όμως, την ιστορία από την αρχή. Την 1η Σεπτεμβρίου 1981 ο Γιώργος Τσελδερίκης, έχοντας ήδη το βιβλιοπωλείο «Το Χνάρι», αποφασίζει μαζί με την τραγουδίστρια Μαρία Δημητριάδου και την αρχιτέκτονα, Στέλλα Νεστορίδου να ανοίξουν ένα μπαρ γιατί, σε μια εποχή που δεν υπήρχε η πληθώρα των μαγαζιών που υπάρχει σήμερα, ήθελαν να φτιάξουν ένα χώρο που θα τους εκφράζει, στην παράδοση του “Dada” και του «Βεζούβιου» που ήδη υπήρχαν τότε. Και εγένετο η «Ίντριγκα». Το σχήμα αυτό κράτησε για λίγο, με τον Γιώργο Τσελδερίκη να συνεχίζει μόνος του τη διεύθυνση του μαγαζιού μέχρι και το 1993, οπότε και πέρασε στα χέρια της Αντωνίας Καντιδάκη και του Κώστα Παίδαρου, μέχρι και το 1999. Τότε ο Θανάσης Παρασκευόπουλος, ένας θαμώνας από τις αρχές του ’90, ο οποίος δούλευε ήδη στο μαγαζί από το 1996, ανέλαβε την «Ίντριγκα» μαζί με μία φίλη, η οποία αργότερα θα αποχωρούσε γρήγορα, αφήνοντας τον από το 2001 στο ρόλο του τιμονιέρη του μαγαζιού.

«Πως θυμάμαι το μαγαζί στις αρχές του ’90; Ίδιοι τοίχοι!» μου λέει ο Θανάσης Παρασκευόπουλος, ενώ καθόμαστε στον πάνω όροφο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους περαστικούς στη Θεμιστοκλέους και χαζεύοντας τα πόστερ από εξώφυλλα του ιστορικού fanzine “Μerlin’s Music Box”, που κοσμούν τους ξύλινους τοίχους στα μικρά επί μέρους δωμάτια του ορόφου που προσφέρονται με την ίδια άνεση για μεσημεριανό διάβασμα ή για βραδινό ποτό. H βάση του χώρου μπορεί να παραμένει ίδια, με τα χρόνια, ωστόσο, έχουν συμβεί αλλαγές: η νέον ταμπέλα που έφερνε στο μυαλό την -σήμερα ίσως περισσότερο συζητημένη από κάθε άλλη φορά μετά το πέρας της, δεκαετία του 80- «εϊτίλα» έχει φύγει, όπως και το πιάνο που βρισκόταν στον πάνω όροφο και συνόδευε τις live (έντεχνες, κυρίως, αρχικά) μουσικές βραδιές, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου νικήθηκαν, ευτυχώς, από μία τη ροκ αισθητική που γρήγορα μπόλιασε το μαγαζί.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Έτσι, το ήσυχο μαγαζί του πρώτου ποτού στο οποίο κανείς μπορούσε να ακούσει μέχρι και Milva, έδωσε σταδιακά τη θέση του σε ένα σημείο συγκέντρωσης διάφορων ενεργών μουσικών προσωπικοτήτων της περιοχής: από «συμβούλια» συγκροτημάτων στον πάνω όροφο, μέχρι DJ sets, κατά παράδοση κυρίως Κυριακές απογεύματα, από τον Aλέξη Καλοφωλιά μέχρι τον Dani G. από τους 1000mods κι από τον Αλέξη Παπαλέξη μέχρι τον Γιάννη Βράζο των Planet of Zeus, στην «Ίντριγκα» η μουσική παίζει κομβικό ρόλο: με εφαλτήριο την αγάπη γι’ αυτήν, οι άνθρωποι που συγκεντρώνονται εδώ τη μετατρέπουν σε κάτι συλλογικό και κοινωνικό. Από το fanzine “Merlin’s Music Box” μέχρι τα Αντισώματα, οι μουσικές ζυμώσεις συνάδουν και εκφράζουν την ιστορία της περιοχής από την οποία άλλωστε ξεκινάνε. Γιατί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι γέννημα θρέμμα των ίδιων των Εξαρχείων.

Πέρα από τη στενή σχέση με τη σκηνή της περιοχής, στην «Ίντριγκα» η έννοια του «στεκιού» και του «θαμώνα» αποκτούν ουσιαστική σημασία: οι τακτικοί της μπάρας κρατούν χρόνια και έχουν μεγαλώσει μαζί με το μαγαζί, με κάποιους από αυτούς να τυπώνουν μέχρι και μπλουζάκια, ενώ αρκετοί έρχονται και μόνοι τους για να πιουν υπό τον χαμηλό φωτισμό στην ξύλινη μπάρα, τα καθαρά ποτά, αλλά και τα κλασικά κοκτέιλ – γιατί πίσω στα 80s η «Ίντριγκα» αποτέλεσε ένα από τα πρώτα μαγαζιά που τα λάνσαρε στον κατάλογό του.

 

Ακόμη κι αν δεν έχεις επισκεφθεί ξανά το μέρος αυτό, σου δημιουργείται κατευθείαν η αίσθηση ότι «ήταν πάντα εδώ». Ίσως γιατί πριν γίνει μπαρ, ήταν σπίτι. O Θανάσης Παρασκευόπουλος θυμάται μία φορά όπου ένας προχωρημένης ηλικίας κύριος, δείχνοντας σε μια γωνιά του μαγαζιού, έλεγε στην κυρία που τον συνόδευε: «από εδώ ήταν η κουζίνα». Φυσικά σε ένα μπαρ με αυτό το όνομα δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι κυριολεκτικές ίντριγκες, καλές και κακές, αλλά και οι ωραίες στιγμές που μαρτυρούν τη μακρά ιστορία του, όπως όταν επισκέπτονται στο μπαρ ζευγάρια που γνωρίστηκαν εδώ, για να γιορτάσουν την επέτειό τους μαζί με τα παιδιά τους.


 

«Το καλό παλιότερα ήταν ότι όταν κάποιος έπινε, ήταν διαφορετικός ο τρόπος που μέθαγε: χαλάρωνε, έβγαζε τον αληθινό εαυτό του χωρίς να φοβάται μην εκτεθεί», μου λέει ο Θανάσης Παρασκευόπουλος, «ενώ τώρα, όσο πίνει ο άλλος, αρχίζει και κλείνεται και βγάζει έναν σκληρό εαυτό. Έχει να κάνει πλέον με την καταπίεση που υπάρχει. Παλιά ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα, αλλά αυτό μπορεί να ήταν και ο λόγος που γίνονταν και αρκετά ευτράπελα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

«Το μαγαζί, από τον καιρό που άρχισα να δουλεύω βασιζόταν στο “σωστά άτομα πίσω από τη μπάρα”» συνεχίζει. «Αυτό δε σημαίνει καλά ή κακά άτομα, αλλά σωστά, δηλαδή αυτός που μπορεί να συμπεριφερθεί όπως πρέπει στην εκάστοτε κατάσταση». Τελικά, η παιδεία μπαρ είναι κάτι που μαθαίνεται; Σίγουρα, η θέση πίσω από τη μπάρα δεν απαιτεί (μόνο) ταχυδακτυλουργικά σερβιρίσματα -που στην περίπτωση ενός «στεκιού» φαντάζουν, μάλλον, περιττά- αλλά, ευέλικτη συμπεριφορά προς τον θαμώνα και τρόπους που θα τον κάνουν να ξανάρθει. Και τελικά, αυτή η φιλοσοφία μπορεί να έπαιξε κομβικό ρόλο στο ότι η «Ίντριγκα» κατάφερε να παραμείνει αυθεντική τόσα χρόνια.

«Αν προσπαθείς απλά να είσαι σωστός σε αυτόν που έρχεται, μειώνεις τις δυσκολίες που έχεις να αντιμετωπίσεις. Σημασία έχει να είσαι αληθινός. Η “Ίντριγκα” δεν προσπαθεί να το παίξει κάπως ή να δείξει κάτι που δεν είναι. Την θυμάμαι πάντα ποτάδικο, που σημαίνει καθαρά ποτά», συμπληρώνει ο Θανάσης Παρασκευόπουλος, ενώ ήδη έχει αρχίσει να σουρουπώνει και το μαγαζί να γεμίζει, καθώς από τα ηχεία ακούγεται το “Killing Moon” των Echo and the Bunnymen. «Ο καθένας κάνει κάτι όσο είναι καλά, άμα πάψεις να είσαι καλά, δεν μπορείς να το κάνεις και σωστά. Κι άμα δεν το κάνεις σωστά, ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει. Ελπίζω σε αυτό το feeling που υπάρχει στο μαγαζί και όσο έρχεται κόσμος και περνάει καλά, η δουλειά θα είναι εδώ».


 

Μουσική, στέκι, έκφραση, αυθορμητισμός, τα πάντα στην «Ίντριγκα» φωνάζουν «Εξάρχεια» – δεν θα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, άλλωστε. «Τη βραδιά του Γρηγορόπουλου ήμουν εδώ, δούλευα. Με το που μαθεύτηκε, έκλεισαν όλοι και κατέβηκαν στην πλατεία και στους δρόμους. Ήταν μια βραδιά που το καταλάβαινες ακόμη κι εκείνη τη στιγμή ότι κάτι αλλάζει», θυμάται ο ιδιοκτήτης για την πιο ζοφερή στιγμή στην πρόσφατη ιστορία του κέντρου της Αθήνας. Και πλέον, το συνονθύλευμα του κόσμου στην περιοχή δημιουργεί μία αντίφαση: από τη μία οι «περαστικοί» κι από την άλλοι οι «μόνιμοι» που έχουν και μια πιο άρρηκτη σχέση σεβασμού με αυτόν τον τόπο. Όλοι όμως είναι κομμάτια του ψηφιδωτού των Εξαρχείων, μιας από τις καλύτερες περιοχές για να ζεις, αν όχι η καλύτερη, όπως ισχυρίζεται ο Θανάσης Παρασκευόπουλος. Και η «Ίντριγκα»;

«Η “Ίντριγκα” είναι…ίντριγκα, δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να την περιγράψει. Δεν ξέρω τι σκεφτόντουσαν τα παιδιά όταν επέλέξαν το όνομα, αλλά είχαν έμπνευση!» μου λέει ενώ πλέον έχει βραδιάσει για τα καλά. «Τρυπώνω στα μπαρ γιατί δεν μπορώ να κρυφτώ στα εργοστάσια», έλεγε κάποτε ο Charles Bukowski. Κι εκείνος γενικά έμπνευση είχε.

Ίντριγκα Cafe Bar, Θεμιστοκλέους & Δερβενίων 60, Εξάρχεια. Τηλ. 210-3300936

 

Ελένη Τζαννάτου

Share
Published by
Ελένη Τζαννάτου