«Δεν είναι πάρα πολύ παλιό, είναι του 1853, Βρετανού περιηγητή που έγραφε για την Ελλάδα, τα κείμενα του κοσμούνταν με ξυλογραφίες και χαλκογραφίες της εποχής», εξηγεί ένας θαυμαστής της αντίκας, του ακόμα πιο παλιού από το βαρύ βιβλίο που κρατάει με τη δερμάτινη ράχη και σελίδες επίχρυσες στην κόψη τους.
Πίσω από το γραφείο του βρίσκονται κι άλλα τέτοιου είδους βιβλία, Έλληνες κλασικοί με τα ονόματά τους σε λατινικούς χαρακτήρες και βιβλία ιστορίας, όμως η μεγαλύτερη του συλλογή είναι άλλη.
Ο ίδιος διατηρεί ίσως τον πιο τακτοποιημένο χώρο της οδού Κολοκοτρώνη τα τελευταία 30 χρόνια και πλέον ξεχωρίζει έντονα από τις προτάσεις για φαγητό και ποτό που έχουν δημιουργηθεί κοντά του. Ο δικός του χώρος φιλοξενεί πλήθος κάδρων με μικρά χαρτιά που αναγράφουν «ελληνικά θέματα», «λουλούδια», «γυναίκες», «καράβια», ντοσιέ δίχως ίχνος σκόνης που χωρίζονται σε κατηγορίες όπως «Αττική», «Ήπειρος», «Νησιά Αιγαίου», «Ευρώπη». Δεν έχει ταμπέλα, παρά μια σειρά από μαύρα μεγάλα γράμματα πάνω στη μαρμάρινη κάσα της πόρτας του που γράφουν «γκραβούρες».
Ο Τάκης Καμαρινός είναι μέλος του Σωματείου Αρχαιοπωλών & Εμπόρων τέχνης της Ελλάδας και όπως πιστεύει οι χάρτες της Ελλάδας από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, τα ιστορικά αρχιτεκτονήματα και η αποτύπωση αρχαίων μνημείων, τα τοπία, οι θαλασσογραφίες, οι προσωπογραφίες, η φύση και τα ρομαντικά θέματα, εικόνες γλυπτών και ένα στιγμιότυπο από την αγορά της οδού Αθηνάς κατά την οθωμανική περίοδο χαραγμένη πάνω σε χαρτί είναι ένα δώρο με κέντρο την ιστορία και την παράδοση που έχει ανεκτίμητη αξία και συμβολισμό σχέσεων ποιότητας και διάρκειας.
Σε ειδικές περιπτώσεις μάλιστα, η μοναδικότητα ενός επαγγελματικού δώρου αποπνέει το μήνυμα της ιδιαίτερης προσοχής σε ένα σημαντικό για την επιχείρηση πελάτη, κατά τον ίδιο που μας εξηγεί την ιστορία της γκραβούρας που και ο ίδιος έμαθε τυχαία.
«Βρίσκομαι στο ίδιο σημείο από το 1989, ξεκίνησα το μαγαζί από το μηδέν. Είχα έναν φίλο, ξεναγό στο επάγγελμα, ταξίδευε συχνά στο Λονδίνο και γύριζε πίσω με γκραβούρες. Ενδιαφέρθηκα κι εγώ βλέποντάς τον να ασχολείται με αυτές και έτσι το χόμπι έγινε επάγγελμα. Πριν από αυτό ήμουν καθηγητής και μάλιστα τεχνολόγος, δεν είχα κάποια σχέση με αυτού του είδους την τέχνη.
Στο πρώτο επαγγελματικό ταξίδι που έκανα στο Λονδίνο για να ψωνίσω γκραβούρες είχα ξοδέψει 500 χιλιάδες δραχμές και νόμιζα ότι είχα αγοράσει όλη την Ευρώπη, φυσικά το ποσό ήταν αστείο, αλλά ήμουν άπειρος και ενθουσιασμένος. Το πρώτο θέμα γκραβούρας που έπιασα ποτέ στα χέρια μου ήταν από την Ακρόπολη, ένα αέτωμα του Παρθενώνα.»
Στο καταστήμά του θα βρείτε μόνο αυθεντικές γκραβούρες, χάρτες και παλιά βιβλία – αντίκες, όλα συνοδεύονται από πιστοποιητικό γνησιότητας. Οι αυθεντικές γκραβούρες προέρχονται συνήθως από βιβλία περιοδικά και εφημερίδες της εποχής τους. Στα πρώτα βήματα της τυπογραφία και προκειμένου να συνοδεύσουν ένα κείμενο με εικόνα έπαιρναν ένα κομμάτι ξύλο, πέτρα, χαλκό ή ατσάλι, έφτιαχναν μια πλάκα, μια μήτρα την οποία έβαζαν σε μια πρέσα με μελάνι για να τυπώσουν.
Η γκραβούρα έβγαινε πάντα ασπρόμαυρη, έπειτα την επιχρωμάτιζαν με πινελάκι και ακουαρέλα στο χέρι. Όσο εξελίσσεται η τυπογραφία και φτάνοντας στη δεκαετία του 1890 αρχίζει να χάνεται η τέχνη της από τα βιβλία και τις έντυπες εκδόσεις.
«Η ελληνική λέξη είναι χαρακτικό, η γκραβούρα έχει γαλλική ρίζα, προέρχεται από τη λέξη gravure που σημαίνει χαρακτική και έχει επικρατήσει στη γλώσσα μας. Η γκραβούρα δεν είναι μοναδική και οι πιο πρόσφατες έχουν αρίθμηση, εδώ όμως δεν έχουμε κανένα αριθμημένο έργο. Θεωρείται “ο πίνακας του φτωχού” γιατί ήταν πάντα πιο φθηνή από τα ζωγραφικά έργα και μπορούσε κάποιος πιο εύκολα να έχει μία στο σπίτι του. Μπορούμε να πούμε ότι η εξέλιξη της γκραβούρας είναι οι σημερινές μεταξοτυπίες», μας λέει ο κύριος Καμαρίνος.
Η πιο παλιές γκραβούρες που έχει ο χώρος χρονολογούνται στο 1460, οι πιο πρόσφατες στο 1890. Αυθεντικές ξυλογραφίες του 1850 ξεκινούν στην τιμή των 10 ευρώ, υπάρχουν αρκετά κομμάτια στα 20 και τα 30 ευρώ και οι τιμές φτάνουν μέχρι τις 20 χιλιάδες ευρώ. «Τις κορνίζες και τα πασπαρτού τα φτιάχνουμε μόνοι μας επειδή θέλουμε να έχουμε συνέπεια στην αισθητική και την ποιότητα που προσφέρουμε. Διεθνώς, η γκραβούρα δουλεύεται με χρυσή κορνίζα γιατί δεν δεσμεύει και πάει καλύτερα με όλα.»
Για να συλλέξει γκραβούρες ο κύριος Καμαρίνος πηγαίνει σε δημοπρασίες και εκθέσεις βιβλίου του εξωτερικού. «Η τιμή διαμορφώνεται ανάλογα με την χρονολογία δημιουργίας της, όσο πιο παλιά τόσο πιο ακριβή αλλά εξαρτάται και από το θέμα που παρουσιάζουν, για παράδειγμα στην Ελλάδα τα τοπικά θέματα έχουν περισσότερη ζήτηση από οτιδήποτε ξένο, συνεπώς κοστίζουν παραπάνω.
Εκτός από τον Νικόλαο Σοφιανό που ήταν Έλληνας λόγιος και χαρτογράφος του 16ου αιώνα, οι γκραβούρες μας είναι όλες δημιουργημένες κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, φτιαγμένες από ξένους περιηγητές από την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία που επισκέφθηκαν την Ελλάδα και θέλησαν να την απεικονίσουν.
Έχουμε πελάτες συλλέκτες οι οποίοι μάλιστα αναζητούν συγκεκριμένα θέματα, άλλος συλλέγει Κόρινθο, άλλος Αθήνα, κάποιος ψάχνει εικόνες από την Κέρκυρα, είναι άνθρωποι που έχουν ένα ακριβό χόμπι. Αυτό που με ενδιέφερε όμως απ’ όταν άνοιξα το μαγαζί είναι το κομμάτι του δώρου που θα προσφέρεται σε έναν γάμο είτε για επαγγελματικούς λόγους σε ένα καλό συνεργάτη.»
«Είναι ένα δώρο με ποιότητα και αυτό το διαπιστώνω συνέχεια γιατί δεν έχω αλλαγές, μάλιστα κάποιοι έρχονται για να ξεκινήσουν ή συμπληρώσουν τη συλλογή τους. Η πελατεία έχει ένα επίπεδο, συνήθως συναναστρεφόμαστε ανθρώπους που έχουν γνώσεις πάνω στην τέχνη, είναι μια πολύ ευχάριστη δουλειά και ενδιαφέρουσα από την ώρα της αναζήτησης μέχρι την ώρα της πώλησης.
Βλέπω και νέο κόσμο να ενδιαφέρεται για την αγορά γκραβούρας. Αν και θεωρείται πολύ κλασικό κομμάτι για τα γούστα τους παίζει ρόλο ο τρόπος που θα την παρουσιάσεις. Αν κοιτάξετε στους τοίχους θα δείτε ότι υπάρχουν κορνίζες με κόκκινα, πράσινα, μπλε πασπαρτού που αποτελούν πιο σύγχρονες διακοσμητικές προτάσεις, προσπαθούμε να συνδυάζουμε το μοντέρνο με το κλασικό για να απευθυνόμαστε σε όλους. Δουλεύουμε πολύ και με ξένους που ζητάνε εικόνες της Αθήνας, που θέλουν να έχουν ένα ιδιαίτερο αναμνηστικό από την πόλη».