Υπάρχουν αυτοί που τους αρέσει ο τρόπος που σερβίρουμε, το ντεκόρ του μαγαζιού, η μουσική που παίζει σε χαμηλή ένταση για να μπορείς να μιλάς με τους διπλανούς σου. Υπάρχουν και οι άλλοι.

Εμείς εδώ έχουμε μοιράσει τις βάρδιες για να αντέχουμε όλοι. Έρχεται το πρωί ο αδερφός μου και ανοίγει από τις 10. Μετά στη 1 έρχεται ο γιος μου ο Κώστας, μέχρι τις 8-9 που έρχομαι εγώ, μαζί με τον Ζήση.

Νωρίς θα έρθουν για να πιουν καφέ οι πρωινοί. Βέβαια στις 10 δεν είναι ακριβώς πρωί. Στις 8 είναι πρωί. Μετά τον καφέ, όταν πάει 11 η ώρα μπορεί να πουν «θα μας βάλεις από ένα;». Είναι μια καλή ώρα. Κάπως έτσι γίνεται. Θα έρθουν και ζευγάρια, να φάνε κανένα τοστ, να μιλήσουν, ήσυχα πράγματα. Τα πρωινά είναι άλλος ο κόσμος από το βράδυ.

Υπάρχουν κάποιοι παλιοί πελάτες που είναι μόνιμοι εδώ, έρχονται και το πρωί και το βράδυ. Όσοι υπάρχουν ακόμη δηλαδή, γιατί μην ξεχνάς ότι εμείς είχαμε πελατεία από το 1972. Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε. Όσοι ήταν ήδη μεγάλοι, έχουν…χαιρετήσει. Και οι υπόλοιποι έχουν μεγαλώσει για τα καλά.

Ο χειμωνιάτικος καιρός μας εξυπηρετεί εμάς, ανεβάζει την κίνηση. Υπάρχουν, όμως, μήνες που ζορίζει το πράγμα. Είναι και μέρες που δουλεύουμε μόνο για να βγάλουμε τα έξοδα του μαγαζιού.


Είμαι 69 ετών, γεννημένος το 47. Άρα το 1972 που άνοιξε το Galaxy ήμουν γύρω στα 25. Κι εγώ κι ο αδερφός μου είχαμε περάσει από διάφορα ξενοδοχεία, τουριστικές σχολές, δεν ήμασταν δηλαδή ξεκάρφωτοι που απλά αποφάσισαν να ανοίξουν ένα μπαρ. Κάναμε τη δουλειά αυτή, είχαμε επαφή με πολύ κόσμο εδώ στα πέριξ του Συντάγματος. Τέλος πάντων, βάλαμε και γραμμάτια, είχαμε και κάποια χρήματα στην άκρη, και βάλαμε μπροστά αυτό που θέλαμε, ένα μπαρ με καφέ και σνακ, για να μπορεί ο άλλος να φάει κάτι αλλά και να πιει κάτι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Το μπαρ στο Galaxy είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να βρίσκεις αμέσως το ποτό που θες, με μια ματιά. Έρχονται καμιά φορά ξένοι και χαζεύουν τις ετικέτες έτσι όπως είναι τοποθετημένες. Κι ας παραγγέλνουν τελικά μπύρες. Γενικά, η περισσότερη κατανάλωση γίνεται σε ουίσκι, βότκα και τζιν. Με αυτή τη σειρά. Τώρα τελευταία, όμως, φεύγει πολύ και το κρασί.

Ανοίξαμε το 1972 στη Σταδίου 5 και μετά από 17 χρόνια φύγαμε και ήρθαμε εδώ. Σηκώσαμε το μαγαζί όπως ήταν και το φέραμε εδώ στη στοά. Οι ίδιοι μάστορες που μας το είχαν φτιάξει, το αποσύνδεσαν, βάλανε τα πράγματα σε μια τάξη, ήρθε ένα τεράστιο φορτηγό, το φορτώσαμε, μπήκαμε με το φορτηγό μέσα στη στοά, βγάλαμε τα πράγματα και σιγά σιγά το ξαναφτιάξαμε, όπως ήταν πριν. Έχω κρεμασμένη και μια φωτογραφία του παλιού μαγαζιού, όπως μπαίνεις αριστερά, τραβηγμένη γύρω στο 1978. Την έκανα μεγέθυνση για να υπάρχει και το στίγμα του παρελθόντος εδώ μέσα.

Είχαμε δουλειά από την αρχή, από το πρώτο μαγαζί. Μάλιστα θυμάμαι ένα πελάτη – δεν ξέρω αν ζει ακόμη – που όποτε ερχόταν και δεν έβρισκε θέση στο μπαρ και καθόταν όρθιος, έλεγε συνέχεια «τρόλεϊ, τρόλεϊ». Μακάρι να ζει ο άνθρωπος. Είχε πολύ χιούμορ. Όπως όλοι της παλιάς φρουράς, κι ας έλεγαν καμιά κουβέντα παραπάνω μεταξύ τους, δεν παρεξηγούνταν.

Όλοι οι πελάτες μας ακολούθησαν όταν αλλάξαμε χώρο, περίμεναν πως και πως να ξανανοίξουμε. Φτιάχναμε το νέο μαγαζί δύο μήνες περίπου. Άκου τι γινόταν: οι πελάτες που είχαν δουλειές εδώ γύρω, περνούσαν μια βόλτα, έβλεπαν τα μαστόρια και τους βάζαμε ένα στο όρθιο, χωρίς μπαρ χωρίς τίποτα, για να μαλακώσει ο πόνος τους. Άλλα χρόνια τότε. Είχαν το στέκι τους όλοι αυτοί και τους έλειπε. Ξέρεις, είναι σημαντικό πράγμα. Άμα έχεις μάθει κάπου, άμα σου αρέσει και πηγαίνεις κάπου και μετά το χάσεις, χάνεις τα νερά σου. Γιατί αυτό που σου άρεσε δεν το βρίσκεις αλλού. Θα πας και αλλού, θα γυρίσεις εδώ κι εκεί, αλλά κάτι θα σου λείπει. Θα σου λείπει το στέκι σου.

«Η παιδεία μπαρ μαθαίνεται σιγά σιγά. Βοηθάμε κι εμείς με τον τρόπο μας.»

Δεν είναι εύκολο πράγμα να στηθεί σωστά μια μπάρα. Εδώ είναι όλα μελετημένα. Το ύψος της μπάρας, το μαξιλαράκι που είναι πολύ βασικό, ο περιβάλλων χώρος, η απόσταση της καρέκλας, η σιδερένια μπάρα για να ακουμπάνε τα πόδια σου… Είναι μία συνταγή που αν πετύχει, είναι ό,τι καλύτερο για τον πελάτη, για να περάσει την ώρα του ξεκούραστα. Όπως ξέρεις κιόλας οι δικές μας οι καρέκλες έχουν πλάτη, για να ακουμπάς και να ξεκουράζεσαι. Επίσης οι καρέκλες δεν μετακινούνται, είναι σταθερές, για να κάθεται ο άλλος και να έχει την ησυχία του. Μερικοί νέοι επειδή έχουν συνηθίσει από άλλα μπαρ που μετακινούνται οι καρέκλες, έρχονται εδώ και προσπαθούν να τις τραβήξουν. Το έχεις δει κι εσύ. Και πάω και τους λέω: «παιδιά οι καρέκλες δεν μεταφέρονται, μόνο περιστρέφονται». Επίσης η καρέκλα κανονικά πρέπει να κοιτάζει προς το μπαρ, όχι να είσαι γυρισμένος και να απλώνεις τα πόδια, να μη μπορεί να περάσει ο κόσμος. Είναι θέματα παιδείας αυτά.

Είχα κάποτε πελάτη ένα μαέστρο, θεός σχωρέστον, έναν ωραίο άνθρωπο, σπουδασμένο στη Βιέννη, που αν ερχόταν καμιά φορά κι έβλεπε νεολαία, εκνευριζόταν λίγο, γιατί εντάξει, ήταν πιο μεγάλος, είχε και στο μυαλό του αυτά που έβλεπε στο εξωτερικό, ήθελε να σέβεται τους συμπότες του και να τον σέβονται κι εκείνοι. Απευθυνόταν λοιπόν σε μένα, για να ακούνε οι άλλοι, κι έλεγε: «Παιδεία μπαρ έχεις παιδί μου; Από μπαρ ξέρεις;»

Φυσικά και υπάρχει παιδεία μπαρ! Έχει σημασία το πως θα παραγγείλεις, τι θα πιεις, πως θα καθίσεις, πως θα συμπεριφέρεσαι στους διπλανούς σου. Είναι θέματα αγωγής όλα αυτά. Όπως και η ένταση της φωνής σου – αν και εντάξει, καμιά φορά δεν πειράζει να ανέβουν λίγο τα ντεσιμπέλ, συμβαίνουν αυτά άμα πιεις. Αν χρειαστεί θα πάω με τρόπο να καλμάρω τα πνεύματα.

«Υπάρχουν αυτοί που τους αρέσει ο τρόπος που σερβίρουμε, το ντεκόρ του μαγαζιού, η μουσική που παίζει σε χαμηλή ένταση για να μπορείς να μιλάς με τους διπλανούς σου. Υπάρχουν και οι άλλοι».

Πολλοί λένε για αυτά που κάνω εγώ, που πάντα βάζω τα ποτά πάνω στα σουβέρ ή που τα τοποθετώ όλα πολύ προσεκτικά. Ξέρεις γιατί τα κάνω αυτά; Ξέρεις γιατί βάζω πάντα σουβέρ; Γιατί το ποτήρι ιδρώνει και όταν ακουμπάει απευθείας στο ξύλο, λερώνει, κολλάει, δεν το νιώθεις σωστά στο χέρι. Ενώ όταν ακουμπάει στο σουβέρ, τραβάει τα υγρά, είναι απορροφητικό. Αυτός είναι ο λόγος, δε γίνεται για ομορφιά. Για τα υπόλοιπα, όπως το που θα τοποθετήσω το ποτήρι με το νερό, ή το πιατάκι με το φαγητό: πρέπει να είναι στα σωστά σημεία, από τις σωστές μεριές, για να τα φτάνεις όλα εύκολα, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να πέσει το ένα πάνω στο άλλο και να σου χαλάσει το κέφι. Είπαμε, εδώ είναι όλα μελετημένα.


Η παιδεία μπαρ μαθαίνεται σιγά σιγά. Βοηθάμε κι εμείς με τον τρόπο μας. Χθες βράδυ, για παράδειγμα, ήταν ένα ζευγάρι εδώ. Κάποια στιγμή μου έκαναν νόημα, πήγα κοντά τους, και μου είπε η κοπέλα: «είστε καταπληκτικός μπάρμαν». «Έχετε ξανάρθει εδώ παιδιά;» τους ρώτησα. «Ναι, πολλές φορές, αλλά σήμερα θέλαμε να σας το πούμε», είπαν. Τους ευχαρίστησα και τους χαιρέτησα.

«Άμα έχεις μάθει κάπου, άμα σου αρέσει και πηγαίνεις κάπου και μετά το χάσεις, χάνεις τα νερά σου. Γιατί αυτό που σου άρεσε δεν το βρίσκεις αλλού. Θα πας και αλλού, θα γυρίσεις εδώ κι εκεί, αλλά κάτι θα σου λείπει. Θα σου λείπει το στέκι σου.»

Έχω πελάτες που έχουν φέρει τα παιδιά τους, και μετά έρχονται μόνα τους. Έχω πελάτες και παιδιά που φέρνουν τους γονείς τους. Και μάλιστα έχει συμβεί να μου τους γνωρίσουν. Και χαίρομαι ιδιαίτερα.

Η ιστορία με τις φωτογραφίες ξεκίνησε από σύμπτωση. Στην αρχή είχαμε πελάτες που μας έστελναν κάρτες από τα ταξίδια τους στο εξωτερικό. Εκεί που έχω τώρα τις φωτογραφίες, είχα κάρτες. Τις έχω ακόμη. Ποια να σου πρωτοδείξω; Να, δες τι μας έγραψε σε αυτή, που μας είχε στείλει μια πελάτισσα που ζούσε στο Γκέτεμποργκ: «Το χάος είναι μια παρτιτούρα που πάνω του γράφεται η πραγματικότητα».

Στο παλιό μαγαζί δε βγάζαμε φωτογραφίες. Τότε λοιπόν είχα μια Ελληνοαμερικανίδα πελάτισσα, την Έφη, καλή της ώρα αν ζει, ερχόταν κάθε χρόνο στο Galaxy, όποτε ήταν στην Ελλάδα, δηλαδή. Μια φορά είχε φέρει μια μηχανή Kodak, έβγαζε φωτογραφίες, και στο τέλος πριν φύγει μου λέει «Γιάννη τη θες;». Έτσι την πήρα, κι άρχισα δοκιμαστικά, μια δυο τρεις, το είδα σαν καλή ιδέα. Μου άρεσε να βγάζω τον φίλο πελάτη, αν ήθελε φυσικά. Ποτέ δεν έβγαλα χωρίς να ρωτήσω. Ειδικά σήμερα που όλοι τραβάνε φωτογραφίες με πρόσωπα χωρίς να ρωτάνε, δε μου φαίνεται σωστό.

Όταν τελείωσα το πρώτο φιλμ, κάτι ήθελα να κάνω με τις εικόνες, για να τις δει ο κόσμος. Έτσι άρχισα να βγάζω τις κάρτες και να βάζω φωτογραφίες. Έχω τραβήξει πολλές. Κι εσένα σε έχω σε μία, ένα βράδυ που ήσουν με δυο φίλες σου. Τις αλλάζω μια στο τόσο στις θέσεις τους. Αλλά ειδικά μερικοί παλιοί, τακτικοί πελάτες, θέλουν να τις βλέπουν. Το ζητάει ο κόσμος, μερικοί το βλέπουν σαν τίτλο τιμής να μπει η φωτογραφία τους στον τοίχο. Προσπαθώ, όμως, να είμαι προσεκτικός.


Δεν υπάρχει κανένα περίεργο σκεπτικό πίσω από τις φωτογραφίες, να μην αναρωτιέται δηλαδή κανείς, ακόμη και θαμώνας, γιατί δεν τον έχω βγάλει. Είναι της στιγμής αυτό το θέμα. Εξαρτάται από το τι κουβέντα κάνουμε, αν συμβαίνει κάτι ευχάριστο, αν έχω χρόνο…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καλός πότης είναι αυτός που ξέρει να πίνει, που σέβεται το χώρο και τους γύρω του. Δεν κρίνεται ο καλός πότης από το πόσα πίνει. Μπορεί να είναι τακτικός και να πίνει ένα ποτό, ίσα ίσα να περνάει να λέμε δυο κουβέντες. Δεν είναι ζητούμενο να πίνει ένα μπουκάλι. Μπορεί να πιει όσο θέλει, όσο του κάνει κέφι.

Παλιά μπορεί να συνέβαινε καμιά περίεργη ιστορία, να δημιουργούνταν μια στο τόσο μικρές εντάσεις. Τώρα πια πάρα πολύ σπάνια. Έχεις δει εσύ κάτι περίεργο; Δε νομίζω.

Θυμάμαι ένα ναυτικό, Πέτρο τον λέγανε, θεός σχωρέστον, που ήταν ασυρματιστής. Μαρκόνηδες τους λέγανε τότε. Πήρε σύνταξη το 78. Τον είχα πελάτη από το 72, σχεδόν από την πρώτη μέρα που ανοίξαμε. Ερχόταν συνέχεια από τον Πειραιά, ντυμένος με κοστούμι, καλοχτενισμένος, ξυρισμένος, αν τον έβλεπες δηλαδή αποκλείεται να πήγαινε το μυαλό σου ότι ήταν ναυτικός. Τι να πρωτοθυμηθώ. Μπορώ να ξεκινήσω από τον Πέτρο και να ξετυλίξω ένα κουβάρι…

Έχει τύχει να έρθει κάποιος που δεν γνωρίζω, να κάθεται στο μπαρ, να του έχει συμβεί κάτι, και να θέλει να μου πει τον πόνο του, γιατί κάποιος πέθανε ή χώρισε ή οτιδήποτε. Θέλει απλώς να μιλήσει. Κυρίως όμως αυτό συμβαίνει με παλιούς πελάτες, με τους οποίους είμαστε φίλοι πια, συζητάμε.

Από το Galaxy έχουν περάσει και συνεχίζουν να περνάνε άνθρωποι από όλες τις τάξεις. Ανέκαθεν βέβαια ήταν στέκι δημοσιογράφων, γιατί παλιά ήταν εδώ δίπλα οι Λαμπράκηδες, έτσι ξεκίνησε η τάση. Και ο μακαρίτης ο Λέων ο Καραπαναγιώτης ερχόταν με τη γυναίκα του. Και ο Λαμπράκης ένα μεσημέρι είχε έρθει για να τον συναντήσει. Ήταν άλλη εποχή, όσο υπήρχε ακόμη το συγκρότημα Λαμπράκη εδώ, τα πράγματα ήταν ακόμη πολύ καλά. Μετά ο ιστός της περιοχής χάθηκε, άλλαξαν πολλά πράγματα, έφυγαν οι εφημερίδες, έκλεισαν μαγαζιά και έγιναν φαστφουντάδικα ή τράπεζες, άλλαξε όλο το κλίμα του κέντρου. Χάθηκαν τα στέκια.

«Είναι σαν όλοι όσοι έρχονται στο Galaxy, να γίνονται μέλη της ίδιας κοινότητας, ακόμη και χωρίς να γνωρίζονται. Αν βλέπεις τακτικά ένα συμπότη, μετά τον αναζητάς τις μέρες που δεν τον βρίσκεις.»

Ήταν φίλος μου ο Νίκος ο Τριανταφυλλίδης. Και όχι μόνο δικός μου, όλοι τον αγαπούσαν εδώ. Ήταν καλό παιδί. Τι καλό, δηλαδή. Εξαιρετικός ήταν. Θεός σχωρέστον. Έφυγε νέος. Ερχόταν πολλά χρόνια. Από τα 18-19 του, στο παλιό μαγαζί. Γι’ αυτό σου λέω ότι ήμασταν φίλοι. Ένα βράδυ είχε φέρει και τον Καουρισμάκι, σε αυτό το μαγαζί. Το αγαπούσε πολύ το Galaxy ο Νίκος.

Η εορταστική λοταρία κρατάει από το παλιό μαγαζί. Τα πήραμε όλα από εκεί, από το μπαρ μέχρι τα έθιμα που είχαμε. Ξέρεις πόσο πολύ το ζητάει ο κόσμος; Βάζουμε, λοιπόν, ένα καλάθι με ποτά, έχουμε κι ένα βιβλίο, γράφει όποιος θέλει το όνομά του και παίρνει ένα νούμερο, ή όσα θέλει, και βάζει το τηλέφωνό του. Η κλήρωση ξεκινάει γύρω στις 9 το βράδυ της προπαραμονής της πρωτοχρονιάς. Όλοι οι πελάτες τραβάνε από ένα νούμερο, το οποίο καίγεται. Κερδίζει το τελευταίο νούμερο που θα μείνει. Αν μείνουν δύο και είναι παρόντες οι πελάτες, τους φέρνουμε σε επαφή, μήπως θέλουν να το μοιράσουν. Επίσης αυτός που καίει τον φίλο του ή τον διπλανό του, πρέπει να τον κεράσει ένα ποτό. Αν κάψεις τον εαυτό σου, σε κερνάει το μαγαζί ένα ποτό. Συμβαίνουν όλα αυτά και γελάμε. Γίνεται γλέντι.

Είναι σαν όλοι όσοι έρχονται στο Galaxy, να γίνονται μέλη της ίδιας κοινότητας, ακόμη και χωρίς να γνωρίζονται. Αν βλέπεις τακτικά ένα συμπότη, μετά τον αναζητάς τις μέρες που δεν τον βρίσκεις. Ενδιαφέρεσαι αν είναι καλά.

Ο αδερφός μου ανοίγει το Galaxy το πρωί, όπως σου είπα, κι εγώ το κλείνω το βράδυ. Όσο μπορώ θα είμαι εδώ, να βοηθάω. Η δουλειά αυτή θέλει γερά πόδια, γερή μέση, γερά τα πάντα. Εμείς οι μεγάλοι δεν είμαστε σαν τους νέους. Έχουμε όμως την πείρα.

Πιστεύω ότι είναι πολύ σωστή η παροιμία που λέει «καλή ζωή και κακή διαθήκη».

Ζήση βάλε ένα ποτό στο φίλο μας, φέρε μου και μένα ένα ουίσκι.

Ταξιδέψαμε σε όλο τον κόσμο, δεν έχεις παράπονο, έτσι;

Galaxy Bar, Σταδίου 10, 2103227733
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος