Κατεβαίνω την Πανεπιστημίου, στρίβω δεξιά στη Χαριλάου Τρικούπη και σχεδόν αμέσως αριστερά σε ένα μικρό στενό σαν στρίφωμα των Εξαρχείων. Αυτή είναι η πορεία που ακολουθώ μηχανικά, κάθε φορά, για να φτάσω από το γραφείο στην οδό Φειδίου, σε έναν δρόμο που παρότι βρίσκεται τόσο κοντά στην τύρβη του κέντρου μοιάζει να έχει δημιουργήσει τη δική του, αυτόνομη ζωή. Πιο ήσυχη τα πρωινά και τα απογεύματα, ενώ τα τσουγκρίσματα των ποτηριών, τα κουρδίσματα των οργάνων και οι χοροί αρχίζουν μόλις ο ουρανός βάλει τα βραδινά του.
Φυσικά δεν υπάρχει μόνο ο δρόμος και ο τρόπος που ακολουθώ εγώ για να φτάσει κανείς στο σημείο που η Φειδίου συναντιέται με την Εμμανουήλ Μπενάκη και τη Γεωργίου Γενναδίου. Όμως με τη δική μου πλοήγηση, το πρώτο κτίριο που συναντάω είναι αυτό του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ένα νεοκλασικού μέγαρο που σχεδιάστηκε από τον Ερνστ Τσίλλερ, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και διατηρείται ακμαίο σε λειτουργία μέχρι σήμερα. Νεοκλασικού ρυθμού κι από τα πρώτα της νέας πρωτεύουσας, αφού χτίστηκε το 1837, ένα ακόμη Μέγαρο που έχει τα θεμέλια του στον δρόμο είναι αυτό του Άντον Πρόκες φον Όστεν. Αποτέλεσε το σπίτι του πρώτου αυστριακού πρέσβη και σημείο συνάντησης για λαμπρούς, κοσμικούς χορούς. Όταν ο δανός παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν επισκέφθηκε την Αθήνα φιλοξενήθηκε σε αυτό το σπίτι- βίλα, στην τότε «άκρη της Αθήνας» όπως αναφέρει στο βιβλίο του Οδοιπορικό στην Ελλάδα.
Φανερά κατάπληκτος από το οίκημα της Φειδίου 3, περιγράφει το σπίτι που ήταν στολισμένο με ροκοκό κουνιστές καρέκλες «θαυμάσιους καθρέφτες και ζωγραφιές», την καλογυαλισμένη σκάλα με το χαλί από πάνω ως κάτω, που τον έκανε να νομίζει ότι βρίσκεται «σ’ έναν εξοχικό πύργο κοντά στην αυτοκρατορική πόλη του Δούναβη». Ο μεγαλύτερος παραμυθάς όλων των εποχών καταλήγει ότι στην Οδό Φειδίου του 1841 «τίποτα δε θυμίζει πως η Αθήνα γεννιέται τώρα. Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Νεάπολη, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη».
Δύο (πάρα κάτι) αιώνες μετά, τα κοσμικά καλέσματα του Πρέσβη δεν συμβαίνουν πια. Όμως, υπάρχει ένα μέρος στον δρόμο που η νέα γενιά πόλης χορεύει με την ψυχή της και μάλιστα χωρίς αυστηρούς ενδυματολογικούς κώδικες. Το Frau άνοιξε πριν τρία χρόνια και φημίζεται για τα πάρτι του, τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββάτου.
Από τις τζαμαρίες του χώρου στον αριθμό 6 και κοιτώντας προς την στοά που αποτελεί τη μία πλευρά του θα δεις πάντα μια προβολή ταινίας κι animation, οι ιδιοκτήτες του Frau είναι όλοι τους ηθοποιοί και η γειτνίαση του μπαρ τους με το Εθνικό Θέατρο και το εμβληματικό κτίριο του Rex, με τον κινηματογράφο Ιντεάλ -που έχει την έξοδο κινδύνου του στη Φειδίου όπως έχετε μάθει βγαίνοντας από κάποια προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας- αποτέλεσε κριτήριο για να εγκατασταθούν εκεί.
Κατά τη διάρκεια του ρεπεράζ προς αναζήτηση χώρου που θα φιλοξενούσε το εγχείρημα, η Μαρία Σκαφτούρα αγάπησε κι άλλα στοιχεία του δρόμου «είναι πάρα πολύ κεντρικά αλλά μοιάζει με κρυφό στενό που δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ένας δρόμος με ιστορικά κτίρια, έχει μια δική του ατμόσφαιρα και ενέργεια. Μου άρεσε πολύ και το Φειδίου 2 που λειτουργούσε ήδη εδώ. Δεν ήρθαμε όμως για να κάνουμε ένα ίδιο μαγαζί με όσα προϋπήρχαν, αλλά για να συμπληρώσουμε την εικόνα του δρόμου, νιώσαμε ότι του ταιριάζαμε».
Με τον Στράτο Τρογκάνη και τη Φρύνη Θετάκη συνυπήρξαν και στο Τραλαλά της Ασκληπιού. Τους εξηγώ ότι με ρωτάει κόσμος που είναι το Frau και τι ξέρω για αυτό, κόσμος που συνήθως απολαμβάνει τα πιο σκοτεινά, ακίνητα ποτάδικα αλλά φαίνεται ότι η φήμη του μαγαζιού κάνει ακόμα και ανθρώπους που έχουν άλλα «θέλω» στις νυχτερινές τους εξόδους να αναρωτιούνται τι συμβαίνει εκεί.
Εν τη γενέσει του καλλιτεχνικό στέκι, τις καθημερινές είναι ένα χαλαρό μέρος που ανοίγει από νωρίς το πρωί για καφέ, ένα μπαρ που φροντίζει να αναδεικνύει ποικίλα μουσικά γούστα έχοντας καθημερινά στο πρόγραμμά του DJ. Όμως το σκηνικό του Frau αλλάζει την Παρασκευή και το Σάββατο, γι’ αυτό και την Κυριακή αντί για 10 το πρωί το μαγαζί ανοίγει στις 2 το μεσημέρι αφού το προηγούμενο βράδυ έχει ξενυχτήσει.
Η ομάδα του Frau έχει αποφασίσει ότι θα παίζει εκείνες τις μέρες «οτιδήποτε χορεύεται, χωρίς κομπλεξισμούς», ας πoύμε ότι θα ακούσετε και Chemical Brothers, και Spice Girls, και μια ελληνική ποπ επιτυχία των 90s. «Θέλαμε να φτιάξουμε έναν χώρο που να παράγει διασκέδαση. Είναι πλέον τόσο ταυτισμένο στο μυαλό όλων το μαγαζί ως dancefloor που ακόμα και τις καθημερινές κάποιοι νιώθουν πραγματικά άνετα να σηκωθούν και να χορέψουν. Τις ημέρες των πάρτι σίγουρα έχει νεαρό κόσμο, μεταξύ των οποίων και φυσιογνωμίες που δεν πίστευες ότι θα διασκεδάσουν με Βανδή».
Το σχόλιο που θυμάται να έχει διαβάσει η Μαρία Σκαφτούρα για το μαγαζί είναι ότι εκεί συχνάζει «η πλέμπα», αλλά, αν η ομάδα του μοναδικού μπαρ της Φειδίου βλέπει τον κόσμο του να ευχαριστιέται δεν την προβληματίζουν τέτοιου είδους κριτικές, πάρα μόνο αστειεύεται με αυτές. «Κι αν το ότι εδώ δεν χρειάζεται να φοράς τα καλά σου αλλά μπορείς να έρθεις και με την πούλια σου, αν αυτή η ελευθερία νοείται ως πλέμπα, τότε ναι, έτσι είναι το μπαρ».
Όπως καταγράφηκε το χρονικό του κάποτε κομψού μεγάρου του αριθμού 3 στο βιβλίο του Θανάση Γιοχαλά και της Τόνιας Καφετζάκη, Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, η κατοικία του Αυστριακού Πρέσβη αγοράστηκε το 1854 από την Ελένη Τοσίτσα που το κατοίκησε, το 1887 από τον Ερρίκο Σλήμαν ενώ δύο χρόνια μετά στέγασε το Ωδείο Λόττνερ που πήρε το όνομά του από τη Βαυαρή πιανίστα και καθηγήτρια του Ωδείου Αθηνών που το ίδρυσε. Συνέχισε τη ζωή του ως μουσικό φυτώριο, το 1919 όταν ανασυγκροτήθηκε ως «Ελληνικόν Ωδείον» από τον Μανώλη Καλομοίρη και λειτούργησε έως το 1971. Παρότι έχει κριθεί διατηρητέο από το υπουργείο Πολιτισμού, η σημερινή του ερειπωμένη εικόνα με δυσκολία μαρτυρά την αίγλη του παρελθόντος του.
Κι αν ένα ιστορικό ωδείο της Αθήνας δεν λειτουργεί πλέον, η μουσική φαίνεται να εμπλέκεται ακόμα ενεργά στη σύγχρονη εικόνα του δρόμου. Το Φειδίου 2, που με τον χαρακτήρα του προσέλκυσε και το Frau στο στενό, βρίσκεται εκεί τα τελευταία 13 χρόνια κι έχει εξίσου φτιαχτεί από καλλιτεχνικές προσωπικότητες, άλλου τερέν βέβαια. Στον χώρο υπάρχει η ταμπέλα «Πιάνο ουζερί ο Παππούς» που φανερώνει το παρελθόν των ιδιοκτητών του σε τέτοιου είδους χώρους, έτσι λεγόταν το πρώτο μαγαζί που δημιούργησε η οικογένεια στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 στην Πεύκη μέχρι που αποφάσισε να μετακομίσει στο κέντρο.
Μια ευμεγέθης φωτογραφία μαρτυρά κάτι ακόμα σημαντικό για το μαγαζί και τους ανθρώπους του, είναι η είκονα της Οπισθοδρομικής Κομπανίας μέλος της οποίας ήταν ο Στράτος Στρατηγόπουλος, ο πατέρας του Χρήστου που μου εξηγεί το πως οδηγήθηκε μαγαζί στη σημερινή του μορφή. «Αρχικά, η Φλώρα, η μητέρα μου ήθελε να δημιουργήσει κάτι που να που να θυμίζει περισσότερο καφέ ή μπιστρό, που να μη σχετίζεται με τη μουσική. Όμως η μουσική είναι αυτό που ξέρουμε να κάνουμε, κι όχι να το πουλάμε, αλλά να παίζουμε αυτά που μας αρέσουν, κι έτσι, από αυτό το μπλέξιμο φτιάχτηκε το μαγαζί που είμαστε».
Πατέρας, γιος και κόρη βρήκαν ένα μέρος να μοιράζονται με άλλους το μεράκι τους, και μπουζούκι είχαν και κιθάρα και πιάνο και φωνή. Ύστερα ήρθαν οι φίλοι τους να παίξουν μέχρι που το Φειδίου 2 κατέληξε να έχει κάθε βράδυ ρεμπέτικες βραδιές που σφύζουν από ακροατές και ανακοινώνονται στο facebook με τίτλους όπως «Θέλω να βλέπω τα καράβια» και «Τα μεράκια της Παρασκευής».
Στους τουρίστες που τους ανακαλύπτουν και τους επισκέπτονται, ο Χρήστος Στρατηγόπουλος θέλει να παίζει Χατζιδάκι και Σαββόπουλο ενώ μια αγαπημένη του βραδιά είναι εκείνη που όλο το μαγαζί ενώθηκε και σηκώθηκε όρθιο μόλις ακούστηκε το «Ζεϊμπέκικο».
Όσο για το πως η φιλόμουση οικογένεια αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Φειδίου, το νεότερο μέλος της θυμάται ότι στον σημερινό χώρο του μουσικού καφενείου Φειδίου 2 λειτουργούσε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο «έτσι, πιστέψαμε στην καλή αύρα του χώρου. Ήταν όμως επίσης και παραμένει γοητευτική η εικόνα που δημιουργούν απέναντί μας το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο σε συνδυασμό με τον Καπετάν Μιχάλη», εξηγεί ο μουσικός που βρίσκει τον δρόμο της Φειδίου αρμονικά δεμένο, «χωρίς να έχει τζάμπα βαβούρα», ενώ ένας θαμώνας διακόπτει την κουβέντα μας για να ξεκινήσει μια άλλη λέγοντας πως «η μεγάλη του Μάρκου σχολή ζει».
Φαίνεται ότι η Φειδίου έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε μια μικρή αποικία ανθρώπων που άθελά τους συγχρωτίστηκαν, γοητεύτηκαν ο ένας από τον άλλον και καθείς με τα γούστα του έφτιαξε και το μαγαζί του. Το πρώτο όλων, έχει ζωή 55 χρόνων και αποτελεί διαχρονικά στέκι της αθηναϊκής ιντελιγκέντσιας, στέκι καλλιτεχνών, ηθοποιών και ποιητών εδώ και πενήντα χρόνια. Αλλά και δημοσιογράφων, αφού περιοδικά κι εφημερίδες παραδοσιακά στεγάζονταν στην περιοχή (Απογευματινή και Κλικ για παράδειγμα).
Κι όλοι ξέρουν ότι οι καλύτερες συσκέψεις γίνονται εκεί που υπάρχει αλκοόλ. Κι ακόμα καλύτερες εκεί που υπάρχουν και μεζέδες. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι μια ικογενειακή επιχείρηση που κληρονομήθηκε από δύο αδέρφια που πρόσθεσαν φαγητό σε έναν παραδοσιακό καφενέ. Στα χέρια των Ρεθυμνιωτών Μανώλη και Μιχάλη Σερβιλάκη χόρτασαν όσοι, έτσι κι αλλιώς, κάθονταν στα τραπέζια με τις ώρες
Βιαστικός να πάει στη Βαρβάκειο, ο κ. Μανώλης μου επιβεβαιωσε ότι όλα παραμένουν ίδια . Οι μεζέδες σερβίρονται από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ, εναλλάσσονται στο μενού και μπορεί να είναι στραπατσάδα, φάβα, σαγανάκι, ντάκος, μαγειρευτά και όσπρια, χοιρινό με μουστάρδα, τα γνωστά του κεφτεδάκια, σουπιές κρασάτες και μπακαλιάρος πλακί ενώ πάντα υπάρχει στην κουζίνα τους φρέσκο ψάρι. Συνταγές που έχουν προστεθεί ανά περιόδους κατάγονται από την Κρήτη όπως φυσικά και η ρακή του Καπετάν Μιχάλη.
Από τα παλιακά του τραπέζια του πέρναγαν πάντα και καθημερινά ηθοποιοί ενώ θαμώνες του υπήρξαν και πολλοί συγγραφείς. Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, έχει αφιερώσει ένα ολόκληρο βιβλίο του στις συνάξεις με φίλους εκεί, στο Ουζομαυσωλείον Καπετάν Μιχάλης που κυκλοφόρησε το 2013.
Παλιότερα κι όπως ανακαλεί στη μνήμη του ο ένας εκ των ιδιοκτητών, έξω από τον Καπετάν Μιχάλη στήνονταν κι αυθόρμητα γλέντια, όλο και κάποιος θα έφερνε ένα μπουζούκι και η μία παρέα θα παρέσυρε την άλλη. Τον ρόλο αυτόν τον έχει πάρει το Φειδίου 2 στον δρόμο ενώ ο κόσμος, μοιράζεται στα τραπέζια των τριών μαγαζιών από τους φοιτητές που θέλουν να ξεφύγουν από τις πολύ κοντινές στο πανεπιστήμιο τους πιάτσες μέχρι τους εργαζόμενους της περιοχής, από τους φιλοσοφημένους και ανήσυχους μέχρι τις πιο formal παρουσίες του δρόμου, τους δικηγόρους που συχνάζουν εκεί. Οι πιο «μεγάλες» -όπως λέμε- ώρες ανήκουν δικαιωματικά στο Frau.
Μέσα στην ποικιλομορφία της, νιώθω πως αν η Φειδίου ήταν μια μικρή πολυκατοικία με τόσο μονιασμένους γείτονες, μάλλον θα ήταν αυτή που θα ήθελαν να μείνουν όλοι.