Σπάνια παρατηρεί κανείς πόσο σουρεαλιστικό είναι το τοπίο της επονομαζόμενης κι «αθηναϊκής Ριβιέρας». Η λεωφόρος Ποσειδώνος είναι το όριο ανάμεσα στην παραλία και τις μεγάλες πολυκατοικίες που υψώνονται πίσω της, – ένδειξη της ταχείας ανάπτυξης που γνώρισαν τα Νότια Προάστια στα τέλη της δεκαετίας του ’50 – ενώ μπροστά απλώνεται ο Σαρωνικός που, ανεμπόδιστος από βουνά ή νησίδες, ενώνεται με τον ουρανό στο βάθος του ορίζοντα. Μπορεί οι απλωτές στην παραλιακή να είναι πια συνυφασμένες με το μποτιλιάρισμα, όμως αυτό δεν έχει εμποδίσει – εδώ και 70 περίπου χρόνια – τους λουόμενους να σπεύδουν από όλη την Αττική για μια βουτιά στον Φλοίσβο, στον Μπάτη ή την Έδεμ.
Στα πλαίσια της εξερεύνησης της Φαληφόρνια (όρος που εισηγήθηκε από τους νέους κατοίκους της περιοχής που διοργανώνουν και ομώνυμο φεστιβάλ, το Falirofornia Fest που έγινε πριν από ένα μήνα) περπατήσαμε από τη μαρίνα Φλοίσβου, εκεί που βρίσκεται αγκυροβολημένο το θωρηκτό Αβέρωφ, μέχρι την περιώνυμη ακτή Έδεμ. Πρώτο συμπέρασμα; Μα φυσικά κι εδώ, αυτό που πρώτα πρώτα χαρακτηρίζει την ακτή είναι οι άνθρωποί της.
Καμιά φορά, κάνουμε και καμιά βουτιά, αλλά ξέρεις, όπως του τσαγκάρη τα παπούτσια είναι πάντα τρύπια, έτσι κι εμείς οι κάτοικοι Φαλήρου, σπάνια εκμεταλλευόμαστε την θάλασσα πια
Λίγο μετά το πολιτιστικό κέντρο «Φλοίσβος», το λευκό διατηρητέο κτίριο που παλαιότερα υπήρξε νυχτερινό κέντρο και σήμερα, μεταξύ άλλων, στεγάζει τη δημοτική πινακοθήκη του Π. Φαλήρου, σε ένα σκιερό σημείο κάθονται από το μεσημέρι έως το απόγευμα μια παρέα συνταξιούχων που επιδίδονται σε μαραθωνίους τάβλι και πρέφας. Ο κύριος Δημήτρης, απόστρατος της πολεμικής αεροπορίας, μοιάζει να είναι ο εκπρόσωπος τύπου της παρέας, καθώς όπως μας είπε, έχει μιλήσει και σε ξένα μέσα που έκαναν ρεπορτάζ στην περιοχή. «Μαζευόμαστε εδώ χειμώνα – καλοκαίρι και παίζουμε το τάβλι μας, ανταλλάσουμε απόψεις για τη συνοικία μας, είμαστε κάτι σαν το πολιτιστικό της κέντρο. Προσπαθούμε να μην στήνουμε πολιτικά πηγαδάκια. Ερχόμαστε στην παραλία για να ξεφύγουμε και όχι για να συζητάμε τα ίδια που ακούμε στην τηλεόραση. Καμιά φορά, κάνουμε και καμιά βουτιά, αλλά ξέρεις, όπως του τσαγκάρη τα παπούτσια είναι πάντα τρύπια, έτσι κι εμείς οι κάτοικοι Φαλήρου, σπάνια εκμεταλλευόμαστε την θάλασσα πια».
Αφού παρατηρήσαμε με ενδιαφέρον την εν εξελίξει παρτίδα τάβλι, προχωρήσαμε σε ένα στρωμένο με πλάκες άνοιγμα κάτω από το οποίο αρχίζουν σκαρφαλώνουν προς την επιφάνεια μερικά βράχια, στρογγυλεμένα από το αλάτι. Λίγο πιο πέρα, μια συμφωνία χρωμάτων από τις παρδαλές ομπρέλες των λουόμενων, σχηματίζει ένα «δαλιανιδικό» σκηνικό, βγαλμένο από ταινία του ’60.
Είχα πολλά χρόνια να δω λουκουματζή στην παραλία. Τόσα που νόμιζα πως η καλοκαιρινή αυτή παράδοση έχει εκλείψει.
Αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς την παραλία, για να νιώσουμε λίγη άμμο κάτω από τις πατούσες μας και να παρατηρήσουμε καλύτερα την ανθρωπογεωγραφία της πλαζ. Σε πρώτο πλάνο μια κυρία με εντυπωσιακό ντεκολτέ (πολύ κοκέτα), ηλεκτρονικό τσιγάρο και ντεκαπαρισμένα μαλλιά ενισχύει το μαύρισμά της, δίπλα της τουρίστες τρώνε φρούτα, παντού πιτσιρίκια που μοιάζουν να ξέρουν την παραλία καλύτερα κι από την παλάμη του χεριού τους και βουτάνε με φόρα στη θάλασσα. Όλοι τους απολαμβάνουν τον απογευματινό ήλιο, που καίει ακόμη αρκετά, έτσι ώστε να οδηγήσει πολλούς να αναζητήσουν τη σκιά που προσφέρουν δύο μεγάλες τέντες (μία κόκκινη και μία μπλε) που έχει τοποθετήσει στην παραλία ο δήμος Παλαιού Φαλήρου. Άλλοι πάλι αναζητούν τη δροσιά κάτω από τις ντουζιέρες και ξεπλένουν το αλάτι πριν πάρουν το δρόμο για το σπίτι. Καθώς προχωράμε περνά ανάμεσά μας ένας κύριος με ένα πλατύ καπέλο. Μοιάζει με σομπρέρο και ο ίδιος – μάλλον καθόλου τυχαία – με Μεξικάνο. Φωνάζει «Λουκουμάς! Φρέσκος λουκουμάς!». Είχα πολλά χρόνια να δω λουκουματζή στην παραλία. Τόσα που νόμιζα πως η καλοκαιρινή αυτή παράδοση έχει εκλείψει.
Φτάνουμε στον Μπάτη κι εγκαταλείπουμε για λίγο την παραλία ανεβαίνοντας κάτι ανισόπεδα σκαλάκια. Μπροστά μας εμφανίζεται η περίφημη υπαίθρια σκακιέρα, μόνο που -μην απογοητευθείτε- δεν έχει πια τα μεγάλα πιόνια. Ο «Έλληνας Κασπάροφ» (ξετίναξε μέσα σε πέντε λεπτά τη φωτογράφο Ασπασία Κουλύρα που διαθέτει τη φήμη δεινής σκακίστριας), ο κύριος Κώστας, μόλις έχει βγει από τη θάλασσα, έχει πάρει μια κρύα μπίρα και ετοιμάζεται να ξεκινήσει ακόμα μια παρτίδα. Μας εξηγεί – αν και δεν είναι κάτοικος Παλαιού Φαλήρου – πως η υπαίθρια σκακιέρα βρίσκεται στην παραλία εδώ και τρεις δεκαετίες περίπου. Τα μεγάλα πιόνια δεν ξέρει τι απέγιναν, υπάρχουν όμως πολλές μικρές σκακιέρες, αποθηκευμένες κάτω από τα τσιμεντένια καθίσματα. Το μόνο που έχει να κάνει ο σκακιστής, είναι να φέρει τα δικά του πιόνια. Ο κύριος Κώστας λοιπόν, φέρνει πάντα τα δικά του πιόνια και δε διστάζει να τα παραχωρήσει και σε άλλους όσο απολαμβάνει τις βουτιές του. Για του λόγου το αληθές, όσο εκείνος δοκίμαζε τις αντοχές του στο ύπτιο, ο Ραφαέλ από τη Βενεζουέλα που ζει και εργάζεται στην Καλλιθέα και ο παλαιοφαληριώτης Νίκος, έπαιξαν βλοσυροί μια παρτίδα.
Ξανακατεβαίνουμε στην παραλία στο ύψος του Ναυτικού Ομίλου Αλιέων & Ιστιοπλόων. Εκεί συμβαίνει το εξής παράδοξο. Τέσσερις – πέντε βάρκες είναι αγκυροβολημένες σε ένα σημείο που μοιάζει με λίμνη στη μέση της παραλίας. Γύρω τους υπάρχει ένα τσιμεντένιο ανάχωμα. Αυτές οι βάρκες δεν έχουν έξοδο στη θάλασσα. Παράδοξο της φύσης ή ανθρώπινη παρέμβαση; Ο Θωμάς είναι εκεί για να μας λύσει αυτήν την απορία. Πρόκειται πιθανότατα για τη μασκότ της παραλίας. Ο Θωμάς έχει εποικήσει ένα παράπηγμα πάνω στην αμμουδιά, που κάποτε ήταν ταβερνείο, και λίγο πιο κάτω, μέσα στην άμμο, έχει φτιάξει τον δικό του αυτοσχέδιο κήπο, ο οποίος πέρα από φυτά έχει ένα τεράστιο μωβ λούτρινο χταπόδι και κάδρα που απεικονίζουν παπαγάλους. Κάθεται σε μια πλαστική καρέκλα που γράφει το όνομά του με κόκκινα γράμματα και παίζει παλιές λαϊκές επιτυχίες σε ένα ραδιοφωνάκι. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, οι βάρκες αποκλείστηκαν σε αυτά τα νερά που μοιάζουν με βούρκο, όταν κατά τις εργασίες του τραμ, όλα τα μπάζα, πετάχτηκαν στην παραλία.
Μυρωδιά από μαλλί της γριάς μας οδηγεί σε έναν πάγκο που πωλείται και ζεστό καλαμπόκι. Παίρνουμε ένα, είπαμε θα το ζήσουμε old school, και συνεχίζουμε προς Έδεμ χαζεύοντας τους φοίνικες που δικαιώνουν το λογοπαίγνιο με την Καλιφόρνια (editor’s note: δε μας ρώτησαν ποτέ, αλλιώς έτοιμο το ‘χαμε το Φαλαϊάμι).
Οι πληροφορίες που πήραμε πριν κατεβούμε στο Παλαιό Φάληρο λένε πως δε γίνεται να κλείσουμε τη βόλτα μας χωρίς να πάμε για γλυκό στο Prapas Sweet Home, το ζαχαροπλαστείο – σήμα κατατεθέν της περιοχής. Από το 1964, μισόν αιώνα τώρα, φιλεύει κατοίκους κι επισκέπτες του Παλαιού Φαλήρου με φρεσκότατο προφιτερόλ, μιλφέιγ, πάστες και κλασικό παγωτό Chicago, καθώς κι ένα ακόμη νοσταλγικό έδεσμα, το Ice Cream Soda. Μπορεί να μην κάναμε βουτιά στη θάλασσα, αλλά τα κουτάλια μας τα βουτήξαμε για τα καλά στη λαχταριστή σοκολάτα ενός μπολ προφιτερόλ.
Φευγοντας, λοιπόν, η Φαληροφόρνια, μας άφησε την πιο γλυκιά γεύση.
στην παρακάτω γκάλερι πολλές περισσότερες φωτογραφίες της Ασπασίας Κουλυρα από το οδοιπορικό στο Παλαιό Φάληρο