Ο Θοδωρής Βουρνάς θυμάται ένα χαλασμένο κλιματιστικό

Στο Nouvelle Decadence έκανα μία παράσταση το 2011, το Αν ζούσα τώρα. Πέρασα φοβερά και γνώρισα μερικά από τα πιο καταπληκτικά άτομα που έχω γνωρίσει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πάτωμα που έτριζε, τα παγάκια που έσπαγαν όταν έπαιζε η παράσταση, το κλιματιστικό που ήταν χαλασμένο, αλλά, παρά το κρύο, ήταν γεμάτο κόσμο και κάναμε και πλάκα ότι είναι τόσοι πολλοί που ζεσταίνονται μεταξύ τους! Αλλού μπορεί να έλεγες «Που είμαι, τι κάνω;», εκεί το γουστάραμε, γιατί είχε καλή ενέργεια. 

Ο Θοδωρής Βουρνάς ανέβασε το 2011 την παράσταση “Αν ζούσα τώρα” στο Νouvelle Decadence, το οποίο έτρεχε από το 2007-2011, στον Κήπο της Κalashnikov-Μπενάκη 87. Είναι θεατρικός σκηνοθέτης.

Ο Θοδωρής Εσπιρίτου θυμάται το Decadence ως χώρο υλοποίησης ονείρων

Θεωρώ τον Νίκο Λακόπουλο οραματιστή, συνδύασε διάφορα πράγματα τα οποία, όμως, υλοποίησε κιόλας, κάτι που στην αρχή δεν πίστευα ότι θα κάνει. Είναι από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα κι από τα πρώτα που θυμάμαι από τη σχέση μου με τον Νίκο. Ήταν ένας χώρος φιλόξενος για νέους ανθρώπους για μουσικές και κινηματογραφικές δράσεις και όλα αυτά ο Νίκος τα δεχόταν με πολύ φιλικό τρόπο. Ήταν χώρος υλοποίησης ονείρων. 

Ο Θοδωρής Εσπιρίτου ήταν θαμώνας στην πρώτη περίοδο του Decadence. Σήμερα είναι σκηνοθέτης και καθηγητής θεάτρου.

Ο Στέλιος Καλογεράκης θυμάται μια συμβουλή του Mark E. Smith

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ένα βράδυ, ο Κώστας, συχνός θαμώνας και ταλαντούχος μουσικός δείχνοντας προς την πλευρά της μπάρας, μου είπε: «Αυτός ο τύπος που κάθεται στο μπαρ μοιάζει πολύ με τον Mark Ε. Smith από τους The Fall».

Του είπα ότι αυτός ο τύπος δεν έμοιαζε απλά, αλλά ήταν ο ίδιος ο Mark Ε. Smith. Έκπληκτος, αναρωτήθηκε αν ήταν σωστό να πάει να του μιλήσει. Τον παρότρυνα να πάει. Μετά από κάμποση ώρα συνομιλίας, ο Κώστας επέστρεψε χαμογελαστός. «Μιλήσαμε, και στο τέλος τον ρώτησα, υποθετικά, αν σκεφτόμουν να αγοράσω έναν μόνο δίσκο από τους Fall, ποιόν θα μου πρότεινε να αγοράσω; Ο Mark Ε. Smith μου απάντησε: “Μην αγοράσεις κανένα δίσκο μας, αλλά φτιάξε δικό σου συγκρότημα!”». Με τον Κώστα χαθήκαμε, όμως αρκετό καιρό μετά από το περιστατικό είδα τη φωτογραφία του σε κάποιο μουσικό έντυπο. Είχε φτιάξει όντως το δικό του, εξαιρετικό και επιτυχημένο συγκρότημα! 

Ο Στέλιος Καλογεράκης στα τέλη των 90s συνεργάστηκε με το Decadence για το στήσιμο της ιστοσελίδας του και τη διοργάνωση των events, ενώ σχεδίαζε και flyers μέχρι και το 2001. Εργάζεται ως designer-illustrator.

Ο Βασίλης Καραγιάννης θυμάται μερικά σφηνάκια που οδήγησαν σε μια συλλογική ερωτική πράξη

Υπήρχε ένας μπάρμαν -γνωστός ποιητής, δε λέω το όνομά του. Είχαμε μαζέψει λεφτά και του είχαμε πάρει δώρο ένα shaker, τότε ήταν ακριβά. Μπήκε ένας κλέφτης κάποια στιγμή σπίτι του, δεν βρήκε τίποτα να πάρει και πήρε αυτό. Είχαμε χαράξει το όνομά του, όμως, πάνω και φαίνεται ότι το πήρε είδηση μετά από μερικές μέρες. Ντράπηκε μάλλον τόσο πολύ, που ξαναδιέρρηξε το σπίτι και επέστρεψε το shaker με ένα σημείωμα που έγραφε: «Στον γνωστό μας ποιητή, με αγάπη από τον διαρρήκτη». Μία άλλη φορά, όταν είχε πρωτοανοίξει το Decadence είχαμε πάει με κάτι φίλους, πιτσιρικάδες όλοι μας τότε και ξαφνικά, πλακώσαμε στα σφηνάκια κάτι συναδέλφισσες της γυναίκας του Μακρόν, Γαλλίδες καθηγήτριες και μας πήγαν σε ένα ξενοδοχείο. Κάναμε τότε την πρώτη μας παρτούζα. Μέχρι τότε δεν ξέραμε τι ήταν.  

Ο Βασίλης Καραγιάννης ήταν τακτικός θαμώνας του Decadence. Εργάζεται ως διαφημιστής.

Ο Αιμίλιος Κατσούρης θυμάται το ζόρικο πάρτυ που έστησαν οι The (International) Noise Conspiracy

Ήταν γύρω στο 2003. Οι International Noise Conspiracy ήρθαν στην Ελλάδα για live και είχαν μία μέρα ελεύθερη στην Αθήνα. Έστησαν ένα φοβερό πάρτυ. Ρωτώντας που να πάνε αυτή τη μέρα, τους προτάθηκε το Decadence. Έγινε ένα τελείως τρελό 60s πάρτυ στον κάτω όροφο του μαγαζιού -τότε ήταν ενεργό και σαν σινεμά. Έχουν γίνει τόσα πάρτυ στο Decadence, αλλά αυτό ήταν πολύ ζόρικο, όλοι χόρευαν σαν τρελοί. Αυτή είναι η τελευταία έντονη ανάμνησή μου από εκεί. 

Ο Αιμίλιος Κατσούρης, ιδρυτής της Hitch Hyke Records, ήταν τακτικός θαμώνας στο Decadence από το 1981.

H Θάλεια Καραμολέγκου θυμάται τη βραδιά που μοιράστηκε τα decks με τον Steve Wynn

Η επίδραση της αιθυλικής αλκοόλης αποδεικνύεται πάντα ισχυρότερη από τη δύναμη της μνήμης, που άλλοτε οπισθοχωρεί κι άλλοτε λειτουργεί επιλεκτικά. Το «σπίτι του παλιού αντιβασιλιά στο λόφο του Στρέφη» (που έλεγε και το σποτάκι) το πρωτοεπισκέφθηκα στα 80’s, χρόνια μαθητικά και φοιτητικά στη συνέχεια, χρόνια που η λέξη αθωότητα έπρεπε επειγόντως να παρακαμφθεί. Ο ηλεκτρισμός ήταν το βασικό συστατικό που συνέδεε σχέσεις και έργα και ημέρες. Αλλά προπάντων, νύχτες.

Υπήρχαν ορισμένες σταθερές : ο Τόμας στα decks, ο Χρήστος πάντα στο ίδιο σημείο (ποιος τολμούσε να καθίσει εκεί εκτός από τον ίδιο;) κι ήταν ο λόγος για να ανηφορίσω αργά τη νύχτα-νωρίς το πρωί, κλείνοντας τα δικά μου πικάπ σε άλλα σημεία της πόλης. Όχι μόνο δεν κοιμόμασταν «στις επάλξεις», μα δεν κοιμόμασταν γενικότερα, η διαδρομή Μάρνη-Βουλγαροκτόνου ήταν δεδομένη άλλωστε. Το “Deca” λειτουργούσε ως αυτονόητος μετασυναυλιακός τόπος συνάντησης, συχνά και με καλλιτέχνες που λίγο πριν βρίσκονταν στη σκηνή του Ρόδον.

Ήταν μετά το 2000,όταν ένα βράδυ που έπαιζα μουσική μπαίνει ο Steve Wynn (είχε προηγηθεί κάποιο live του) με πλησιάζει και με ρωτά αν θα με πείραζε να συνεχίσουμε παρέα το πρόγραμμα. Φυσικά μοιραστήκαμε τα cd και τα βινύλια που είχα φέρει, με έμφαση στους Kinks από την πλευρά του.

Η Θάλεια Καραμολέγκου πήγε για πρώτη φορά στο Decadence ως μαθήτρια στα 80s και έκτοτε ήταν τακτική θαμώνας σε όλα τα 90s, ενώ έχει παίξει εκεί ως guest DJ. Πλέον, μπορείτε να την ακούτε κάθε βράδυ 22:00-24:00 στο Κόκκινο 105.5 και την εκπομπή “Στον Ωκεανό του Ήχου”.

Ο Γιάννης Καφάτος θυμάται μερικά χαλασμένα CDs που δεν πτόησαν κανένα

Ήταν καθημερινή, μάλλον Τετάρτη, γύρω στο 1999-2000. Ήταν κοντά στις Απόκριες και είχαμε διοργανώσει ένα πάρτυ με θέμα το Rocky Horror Picture Show, ο κόσμος είχε έρθει ντυμένος όπως στην ταινία, παίξαμε και κλιπάκια. Όλοι ήταν σε ντελίριο, λες και ήταν γνωστοί, έκαναν χαβαλέ. Απίστευτη βραδιά. Άλλη ιστορία που θυμάμαι: στο Decadence, πέρα από τα CD που έπαιζαν, είχε πάντα και έξτρα CD. Έπαιζα στο μαγαζί, περίπου μία εβδομάδα πριν κλείσει. Είχαμε τέσσερα CD, αλλά, όσο πέρναγε η βραδιά, άρχισαν να χαλάνε. Γύρω στις 4-5 η ώρα είχε μείνει μόνο ένα CD. Λέγαμε να σταματήσουμε, αλλά ο κόσμος δεν μας άφηνε. Έπαιζα με κενά ανάμεσα στα τραγούδια αλλά ο κόσμος ήταν λες και έπαιζε κανονικά μουσική. Ήταν ο κόσμος του Decadence, που γούσταρε τη φάση. 

Ο Γιάννης Καφάτος ήταν DJ στο Decadence τις Τετάρτες και τις Παρασκευές από το 1999 ως και το κλείσιμο του μαγαζιού. Σήμερα εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Ο Νίκος Λακόπουλος θυμάται τότε που ο Courtney Taylor-Taylor «ανακάλυψε» τον Paul McCartney

Ήταν ένα καλοκαίρι που το Rockwave είχε αδειάσει το Decadence και οι δυο djs είχαν εγκλωβιστεί στην Μαλακάσα. Ξαφνικά, σκάει ο Courtney Taylor-Taylor με δυο-τρεις ωραίες γυναίκες σε ένα άδειο μαγαζί. Μόνο η Sunny Μπαλτζή ήταν στο μπαρ με μια φίλη της, όταν διαπιστώνω πως, εκτός από το ότι δεν έχουμε DJ, δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο CD. Αφού έπαιξα δυο τρεις φορές τα ίδια τραγούδια είδα τον Στράτο των 2PR να μπαίνει.

«Στράτο, τρέξε να φέρεις τα CD σου!». «Δυστυχώς έχω μόνο ένα στο αμάξι». Το παίξαμε- ό,τι ήταν- κι αυτό, ώσπου κάπου βρήκα δυο κασέτες που μου είχε χαρίσει ο Κώστας του Jazz In Jazz και μάλλον δεν είχα ακούσει ποτέ. Μέσα σε λίγη ώρα είχε στηθεί ένα πάρτυ με…φοξ-τροτ- που συχνά το ίδιο κομμάτι ξαναπαιζόταν, αλλά η μικρή παρέα δεν σταματούσε να χορεύει.

Ο Τέιλορ ήρθε και την επόμενη χρονιά: «Φοβερό, αυτό το κομμάτι δεν το έχω ξανακούσει πουθενά στον κόσμο. Δεν υπάρχει μπαρ να παίζει αυτό το κομμάτι». Ήταν ένα αργό κομμάτι του Paul Mc Cartney -νομίζω- που πράγματι, δεν παιζόταν πουθενά. Αυτή τη φορά έπαιζα από ΜΚ2 ένα δίσκο που είχε παιχτεί πολλές φορές -από μια λεηλατημένη δισκοθήκη. «Ξέρεις,» του είπα, «το έβαλα κατ΄ανάγκη. Είναι το μόνο που δεν είναι γρατζουνισμένο!».

Ο Νίκος Λακόπουλος κρατά το τιμόνι του Decadence από το 1990.

Ο Θοδωρής Μανίκας θυμάται μια αλλιώτικη Μεγάλη Πέμπτη με τους Thirty Ντέρτι

Πρωτοπήγα με την παρέα μου στο club, το 1979, με τα πόδια, από την Κυψέλη, όπου έμενα τότε. Το είχαν μια ηθοποιός και κάτι περίεργοι, σύχναζαν εκεί διάφοροι ‘αριστερόστροφοι’ μεγαλύτεροί μας και ένα από τα βασικά ατού του κλαμπ, ήταν ότι, απέναντι, βρισκόταν ο Βρούτος, ένα κάπως after μπιστρώ, με ωραίες καρμπονάρες και, μια γωνία πιο πάνω, βρισκόταν η Ταβέρνα Της Ξανθής, όπου ξεκίνησε, βγάζοντας… πιατάκι για τα ψιλά, η Οπισθοδρομική Κομπανία, με τραγουδίστρια την, φοιτητριούλα τότε, Ελευθερία Αρβανιτάκη…

Γύρω στο 1983, στο Decadence είχε πέσει πολλή μιζέρια, οι ιδιοκτήτες άλλαζαν, χωρίς ποτέ να συμβαίνει κάτι ενδιαφέρον, είχαμε πάρει κι εμείς δρόμους προς άλλες περιοχές… Η επαφή μου αποκαταστάθηκε όταν οι (εκ του ραδιοφώνου) φίλοι μου, Λακόπουλος και τα αδέρφια Κούστα, ανέλαβαν την ανάστασή του και γρήγορα, αφού είχα ξαναβρεί τον ρόλο μου ως πελάτης, άρχισα να βάζω και μουσική, οπλισμένος με καμιά εκατοστή βινύλια κάθε Σαββατόβραδο, σε μια ατμόσφαιρα, ασφυκτική από κόσμο, αλλά χαλαρή από περιορισμούς.

Τότε, ήταν που είχε καθιερωθεί, η ευρύτερη παρέα του Decadence, να καταλήγει, πάντοτε, τα ξημερώματα, στην ακμάζουσα πλατεία Μαβίλη. Αυτό πήγε μέχρι το 1991 άντε 1992, ενώ, ως πελάτης, ήμουν και μετά εκεί, κυρίως τα Παρασκευοσάββατα, μετά τα live στο Ρόδον, αλλά και κάποιες καθημερινές, κατά την επιστροφή από άλλες αθηναϊκές βραδυνές περιπέτειες…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Περιστασιακά, συνέχισα να βάζω δίσκους πού και πού, με κάτι έκτακτα ντιτζεϊλίκια, τύπου Love Is Black ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, και είχα και κάτι παράξενες εμπλοκές με το κλαμπ, όπως ότι διαιτήτευσα επιτυχώς και χωρίς την παραμικρή ένσταση, όλα τα ματς για το θρυλικό τουρνουά beach volleyball στα δωμάτια του Deca! Αλλά, αν είναι να ξεχωρίσω μια βραδιά, αυτή θα πρέπει να είναι η Μεγάλη Πέμπτη 27 Απριλίου 2000, όταν με το συγκρότημά μου, τους thirty_ντέρτι, κάναμε ένα γαμάτο soldout μεταμεσονύχτιο live.

Μη νομίζεις ότι ήταν εύκολο – τότε σχεδόν κανένα κλαμπ δεν άνοιγε την Μεγάλη Εβδομάδα, πόσω μάλλον να στεγάσει και live λίγη ώρα αφ’ ότου στις εκκλησίες γίνεται η Σταύρωση του Θεανθρώπου. Και επειδή όλες αυτές οι μαλακιούλες σημειώνονται στα κιτάπια του Μεγάλου εκεί ψηλά, όταν, λόγω της πρότερης επιτυχίας, θελήσαμε να ξανακάνουμε live των thirty_ντέρτι στο Decadence, στις 4 Ιανουαρίου 2001, έμμελε να είναι και το τελευταίο ever live της μπάντας! 

Ο Θοδωρής Μανίκας ήταν DJ αλλά και θαμώνας όλα τα χρόνια του Decadence.

Ο Άλεξ Μαχαίρας θυμάται το DJ set του στα εγκαίνια του Decadence

Έχω διάφορα χαραγμένα στην έτσι κι αλλιώς θολή μνήμη αυτής της όμορφης εποχής! Ο Νίκος ήταν χαρισματικός ηγέτης και αρθρογραφος, δημιουργουσε και κατεστρεφε ιδέες με ευκολία, είχε πολλή ενέργεια και συκώτι να «κάψει», τον θαύμαζα. ‘Ημουν μαζί του σε όλη την περίοδο της σύλληψης της ιδέας του Decadence και τις ατελείωτες όμορφες ώρες στο κάτω όροφο που ο Νίκος έβγαζε ιδέες και εγώ σχεδίαζα τα πόστερ στο χέρι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Πολλά μου έρχονται στο νου σιγά σιγά, ας πάω όμως τώρα και στα εγκαίνια που έπαιξα μουσική πριν από τον Coti K (ίσως ο Coti να με γνώρισε στο Νίκο ή ανάποδα). Έπαιξα ένα συνοθύλευμα από Serge Gainsbourg, SPK, Severed Heads, Brigitte Bardot, Niagara, Joy Division, Wim Mertens, Cabaret Voltaire, όσο πιο αταίριαστα μπορούσα, κάποιες φορές δύο κομμάτια ταυτόχρονα!

Ο αδελφός μου (σ.σ. Θωμάς Μαχαίρας), ξεκίνησε ως DJ αφού του γνώρισα τον Νίκο, τον έριξα εκεί για καλό ή για κακό (μάλλον καλά έκανα). Τόσοι άλλοι ξεκίνησαν εκεί, όλοι ίσως του χώρου. Δεν θα αναφερθώ στις κατοπινές ημέρες που η λίστα καλλιτεχνών που πέρασαν and got wasted είναι ατελείωτη. Έφυγα περίπου το 1990 ή 1991, όταν με παρέσυρε η νύχτα σε άλλες όμορφες και καταχρηστικές περιπέτειες. Αλλά πάντα θα θυμάμαι αυτή την πρώτη περίοδο και είμαι περήφανος που ο Νίκος Λακόπουλος με θεωρεί σημαντικό μέρος της ιστορίας του Decadence.

Ο Άλεξ Μαχαίρας έπαιξε μουσική στα εγκαίνια του Decadence και συνέχισε να βρίσκεται πίσω από τα decks μέχρι περίπου το 1992. Ως θαμώνας συνέχισε να πηγαίνει όλα τα χρόνια μιας και «ο Νίκος πάντα είχε κάποια νέα ιδέα για το μέλλον και σφηνάκια να κεράσει». Είναι το έτερον ήμισυ των In Trance ’95.

Ο Θωμάς Μαχαίρας θυμάται τον Mark E. Smith να θέλει σχεδόν να κάνει πράξη τη ρήση “Hang the DJ”

Στις αρχές του ’90 αποχώρησαν τα δύο παιδιά που καθόριζαν, ας πούμε, το μουσικό ύφος του club μέχρι εκείνη τη στιγμή και ο Νίκος Λακόπουλος μου ζήτησε να αναλάβω. Μέχρι να συμβεί αυτό, αισθανόμουν μάλλον παράταιρος με αυτά που έπαιζα (οι προηγούμενοι κινούνταν περισσότερο προς το κλασικό rock). Μια βραδιά που μου την έδωσε και έπαιξα στη σειρά τρία κομμάτια των Fall, τα θυμάμαι κιόλας: “How I Wrote The Elastic Man”, “Totally Wired”, “C.R.E.E.P”. Ο Χρήστος Δασκαλόπουλος, ο οποίος έπινε το ποτό του στην γνωστή γωνία του μπαρ, μου έστειλε μία μπύρα με τον barman. Μετά την ολοκλήρωση του set , μου είπε: «Πολύ μου άρεσε αυτό το κρεσέντο των Fall!». Έτσι γνωριστήκαμε και έκτοτε είμαστε φίλοι.

Περίπου ένα χρόνο μετά, πρέπει να ήταν Σάββατο βράδυ, έπαιζα μουσική αμέσως μετά από μία συναυλία των Fall στο Ρόδον. Μόλις τελείωσε το live έφυγα αμέσως για να αναλάβω τα decks. Το Decadence άρχισε να γεμίζει πολύ γρήγορα, φίλοι και γνωστοί κατέλαβαν τις θέσεις τους και μετά από λίγο ήρθαν και οι ίδιοι οι Fall. Για κακή μου τύχη, ο μέγιστος Mark E. Smith επέλεξε να καθίσει ακριβώς μπροστά μου. Δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς του έκανε παρέα. Νομίζω πως ήταν κάποιος από τους διοργανωτές της συναυλίας. Εγώ συνέχισα να παίζω μουσική γεμάτος νευρικότητα. Ο χώρος ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτος, ο κόσμος περνούσε καλά, αλλά με απασχολούσαν οι αντιδράσεις του Smith. Πιστεύω πως μυημένοι και μη γνωρίζουν, πλέον, πως δεν είναι και ο ευκολότερος χαρακτήρας του πλανήτη, οπότε το να τον βλέπω να πίνει το ποτό του με το γνωστό ξινισμένο ύφος δεν βοηθούσε ιδιαίτερα την αυτοπεποίθησή μου.

Τότε, έκανα το μοιραίο λάθος. Έπαιξα το ολοκαίνουριο single μίας μπάντας που έμελλε εκείνη την εποχή να αλλάξει επίπεδο, καλλιτεχνικά και εμπορικά, το “Give It Away” των Red Hot Chili Peppers. Ο Mark με κοίταξε με μισό μάτι και συναισθάνθηκα την καταστροφή να έρχεται. Δυστυχώς, παρά την ένταση της μουσικής, ήταν αρκετά κοντά ώστε να ακούσω το σχόλιό του: “The DJ should be shot.”

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Πρέπει να άλλαξα δέκα χρώματα εκείνη τη στιγμή. Η αλλαγή με τον επόμενο DJ, λίγη ώρα μετά, υπήρξε λυτρωτική. Βγήκα να πιω (άλλο) ένα ποτό μαζί με τον φίλο μου, Πάνο Σκουλίδα, τότε περιστασιακό DJ του Deca και, εδώ και καιρό, εξαιρετικό φωτογράφο με σπουδαία καριέρα στις ΗΠΑ. Αφού με παρότρυνε να μη δίνω και τόση σημασία σε τέτοιου είδους υποτιμητικές κρίσεις, μου ζήτησε να πάμε μαζί στον κάτω χώρο όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι της μπάντας. Ήθελε να τους βγάλει μερικές φωτογραφίες για το αρχείο μας, όπως έκανε και με άλλους που πέρασαν από εκεί (από τους Jesus and Mary Chain μέχρι τον Nick Cave). Τους βρήκαμε να κάθονται και να πίνουν το ποτό τους ήσυχα. Πρέπει να ήταν ο Scanlon και ο Hanley ανάμεσά τους. Με την άδειά τους, ο Πάνος πήρε τις απαραίτητες φωτογραφίες και την ώρα που φεύγαμε τους είπαμε πως ο Mark είναι πάνω μόνος του κι αν θέλουν να έρθουν μαζί μας για να τους δείξουμε που κάθεται ώστε να τα πιουν παρέα. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: “With him? No, no!”.

Εκείνη τη στιγμή, βάλαμε τα γέλια, αισθάνθηκα κάτι σαν δικαίωση. Είπα πως δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσω από τον ανάποδο, ό,τι και να έπαιζα. Εδώ δεν τον άντεχαν οι δικοί του. Όμως, δεν μου πήρε πολύ καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσω πως είχε δίκιο, όσο στριφνός και να φάνταζε στα μάτια μου μετά το σχόλιό του περί εκτέλεσής μου. Ίσως να έχει πάντα δίκιο (εκτός από την προτίμησή του στην Manchester City) κι αυτό να ισχύει πλέον αξιωματικά. Πιθανότατα γι’ αυτό η συγκεκριμένη ιστορία είναι η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό, ανάμεσα σε εκατοντάδες που θυμάμαι από εκείνη την εποχή του Decadence.

Ο Θωμάς Μαχαίρας ήταν υπεύθυνος για την μουσική στο Decadence την περίοδο 1990-1995, παίζοντας αρχικά δύο φορές την εβδομάδα μετά τη 1.30 και στη συνέχεια, σχεδόν όλες τις μέρες της εβδομάδας. Επέστρεψε τακτικά στις αρχές των 00s. Σήμερα, είναι διοργανωτής συναυλιών στην Fuzz Live Productions και του Release Festival.

O Γιάννης Μπεγνής (DJ Sevek) θυμάται εκείνη την κοπέλα που τα έβλεπε όλα ανάποδα

Ήταν Σάββατο βράδυ, στο μαγαζί να γίνεται το αδιαχώρητο, παρατηρώ εδώ και τρία τραγούδια μια ελαφρώς (ή όχι και τόσο ελαφρώς) μεθυσμένη κοπέλα να προσπαθεί να πλησιάσει το μέρος του DJ. Ήταν η εποχή που ο DJ και το μπαρ μοιράζονταν την ίδια μπάρα, αλλά είχαν απόσταση μεταξύ τους. Με τα πολλά καταφέρνει και φτάνει μπροστά μου. Με κοιτάζει. Την κοιτάζω. «Μπορείς να μου βάλεις μια τεκίλα με πάγο;» μου λέει, εμφανώς χαμένη. «Το ‘χω σε ρεμίξ μόνο», απαντώ. Καμία αντίδραση. Της δείχνω ευγενικά την άλλη μεριά της μπάρας και της εξηγώ ότι εκεί σερβίρουν ποτά. Εν τω μεταξύ, λόγω αυξημένης κοσμοσυρροής, το ποτό που είχα παραγγείλει για μένα δεν είχε έρθει, οπότε κάποια στιγμή αποφασίζω να πάω στη μεριά του μπαρ να το βάλω μόνος μου. Την ώρα που είμαι στο μπαρ και βάζω επιτέλους το ποτό μου, να τη και η κοπελίτσα που μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να φτάσει στην άλλη μεριά της μπάρας. Την κοιτάζω. Με κοιτάζει. «Μπορείς να μου βάλεις Red Hot Chilli Peppers;», με ρωτάει. Όλα ανάποδα.

Στο Decadence παίζαμε τα πάντα, ήταν υπέροχο και απελευθερωτικό, αλλά ελλόχευε ο κίνδυνος να σου ζητήσουν επίσης τα πάντα, άκυρα τραγούδια την πιο ακατάλληλη στιγμή. Δεν είχαμε τότε λάπτοπ και ίντερνετ, παίζαμε με CDs, οπότε η εύκολη δικαιολογία ήταν «Σόρρυ φίλε δεν το ‘χω μαζί μου». Όχι, όμως, για τον νεαρό μας φίλο που μου ζήτησε να παίξω Γενιά του Χάους και στην απάντηση «Σόρρυ φίλε δεν το ‘χω», ανταπάντησε «Δεν πειράζω το ‘χω εγώ!» και με μια κίνηση βγάζει το CD από το μπουφάν και μου το δίνει. Το αστείο είναι ότι άκουσα την ίδια ακριβώς ιστορία κι από άλλο φίλο DJ, που σημαίνει ότι εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε ένας τύπος με την Γενιά του Χάους μονίμως στο μπουφάν του.

Έχω να θυμάμαι και υπέροχα τραγούδια που έμαθα από παραγγελιές πελατών και δεν τα ήξερα, διότι στο Decadence  ήταν πολύ πιθανό ο πελάτης να ξέρει περισσότερη μουσική από εσένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Colibosher” ένα instrumental b-side των Small Faces, το οποίο μου το ζήτησε (δεν ήξερα καν ότι το είχα) η Λίντα, μια κουκλάρα ντράμερ από το συγκρότημα του Steve Wynn που έπαιζαν τότε στην Αθήνα και είχαν περάσει από το μαγαζί μετά τη συναυλία. Το δε κομμάτι, όχι μόνο το αγάπησα, αλλά το έβαλα και σαν σήμα στην εκπομπή του Decadence που είχαμε τότε στο ραδιόφωνο.

Ο Γιάννης Μπεγνής έπαιζε στο Decadence ως DJ Sevek από το 1999-2008. Σήμερα είναι ιδιοκτήτης του “Ρακουμέλ” στα Εξάρχεια.

Η Τίνα Παππά θυμάται το βράδυ που το έβαλε πείσμα να κάνει όλο το μαγαζί να χορέψει

Εκείνο το βράδυ είχαμε φτάσει στη Βουλγαροκτόνου με διαολεμένη διάθεση. Ήμασταν παρέα με τον Τάσο Τ. και μουσική έπαιζε ο Σπύρος. Δεν θυμάμαι καν τι μέρα ήταν, πάντως στο Deca δεν έπεφτε καρφίτσα και η ατμόσφαιρα είχε αυτήν την ξεχωριστή πυκνότητα, όπως κάθε φορά που η βραδιά προμηνύεται καλή. Δεν ήταν μια από τις νύχτες που νωρίτερα είχε παίξει ο Cave και μετά κατέληγε να τα πίνει παραδίπλα… Δεν συνέβαινε τίποτε πέραν της νόρμας εκείνο το βράδυ. Απλώς ήταν όλα τέλεια.

Σε κάποια φάση, μετά από τα πρώτα ουϊσκι ή βότκες, γυρίζω και λέω στον Τάσο: «Κοίτα, ενώ έχει τόσο κόσμο, δεν χορεύει κανείς σχεδόν! Και είναι μικρά παιδιά, μικρότεροι από μας…». ‘Η έτσι μου φαίνονταν εμένα, τέλος πάντων. Έκανα μεταβολή από εκεί που καθόμασταν και πήγα προς τα μέσα. «Θα τους κάνω εγώ να χορέψουν, κοίτα πως θα γίνει, σε 5’». Την είχα δει η μάγισσα της χαράς, προφανώς, και πολύ μου άρεσε ο ρόλος. Σιγά μην κώλωνα με τόσο αλκοόλ που είχε ήδη διεισδύσει εκεί που έπρεπε. Όταν ένα στέκι έχει γίνει μαγικό προ πολλού, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να κάνεις κι εσύ τα κόλπα σου, αρκεί αυτά να φλερτάρουν με το φως, την καύλα και τα ωραία συναισθήματα αυτής της ζωής, αλλιώς τα ξόρκια και τα μαγικά δεν πιάνουν.

Έπιασα μια-μια τις παρέες, στην αρχή με κοίταζαν όλοι σαν να ήμουν καμία τρελή (και δικαίως). Τους ρωτούσα γιατί κάθονται έτσι με τα ποτά στα χέρια. «Εμείς παλιά εδώ και αλλού στα Εξάρχεια και γενικά, ποτέ δεν καθόμασταν έτσι όταν έπαιζε τις μουσικές μας, χορεύαμε και τώρα πρέπει να χορέψετε κι εσείς, αλλιώς αυτή η βραδιά θα έχει πάει χαμένη». Είχα πει το ποίημα σε όλα τα πηγαδάκια. Εννοείται πως λίγα λεπτά αργότερα, όλη η αίθουσα χόρευε. Σχεδόν ιπτάμενη από χαρά, έτρεξα πίσω στον Τάσο και του λέω «Είδες; ΟΛΑ γίνονται τελικά!». Με κοίταζε γελώντας, όπως πάντα όταν έκανα αυτά τα παιδικά. Μετά από λίγο ο Σπύρος άρχισε να παίζει James, “Getting away with it all messed up”. Είχε μόλις σκάσει τότε και ήταν το αγαπημένο μας. Σήκωσε κι εκείνος τα μικροσκοπικά του χέρια στον αέρα και χορέψαμε μαζί και με όλους τους υπόλοιπους, σαν εκείνη η βραδιά να ήταν από τις πιο ωραίες της ζωής μας. Μια βραδιά στο Decadence, μια από τις τόσες πολλές.

‘Οταν διάβασα ότι ξανανοίγει, σκέφτηκα (και κάπου το έγραψα κιόλας), «αχ, και να είχαν στόμα και μιλιά αυτοί οι τοίχοι…». Αλλά μην περιμένεις να μάθεις τα πιο πικάντικα από αυτά που θα είχαν να πουν, από ένα αφιέρωμα του Popaganda. Κούνα τον κώλο σου και πέρνα μια βόλτα. Είναι δύσκολο να επαναληφθεί ένα θαύμα στο χρόνο για τους ίδιους ανθρώπους. Αλλά μπορεί αυτή η θρυλική γωνιά κάτω από του Στρέφη, να γίνει το σκηνικό για το θαύμα που θα ομορφύνει τη ζωή κάποιων άλλων, νεότερων ίσως, πάντως σίγουρα διαφορετικών. Και που ξέρεις… Μπορεί να γνωριστούμε κιόλας οι παλαιοί με τους νεότερους και να καταλήξουμε να χορεύουμε δίπλα-δίπλα ένα βράδυ, με τα χέρια ψηλά στον αέρα, όπως τότε.

Η Τίνα Παππά πήγαινε στο Decadence από το 1994 -ίσως και νωρίτερα. Σήμερα, εργάζεται στο χώρο της επικοινωνίας.

Ο Eυρυπίδης Σαμπάτης θυμάται το βράδυ όλοι οι φίλοι του έκαναν σεξ ενώ έπαιζε με τους Anorak

Θυμάμαι ένα βράδυ στο υπόγειο, παίζαμε ως Anorak. Η όλη φάση ήταν η κλασική Anorak φάση όπου οι Yeah Yeah Yeahs διαδέχονταν την Peaches, οι New York Dolls τη Miss Kittin, οι Ronettes την Αλέξια και οι Saint Etienne τους Ramones. Για κάποιο λόγο όλοι ήταν ξέφρενοι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ήταν μια φίλη μας τρανσέξουαλ, τραγουδίστρια. Έκανε ένα χορευτικό με δύο τεράστια χασαπομάχαιρα, τα έτριζε μεταξύ τους, έκανε πόζες και στο τέλος άρχισε να γυρνάει σαν δερβίσης προκαλώντας τον τρόμο. Παραλίγο να κόψει κανέναν.

Η κατάσταση μετά ξέφυγε. Μια σερβιτόρα έπιασε δυο φίλους μου να κάνουν σεξ μέσα στο δωματιάκι πίσω από την καμπίνα του DJ. Δυο φίλες μου έκαναν σεξ με τον ίδιο άντρα στις τουαλέτες, η μια μετά την άλλη και το συνειδητοποίησαν εκ των υστέρων ότι ήταν το ίδιο άτομο. Μια άλλη, μέχρι τότε straight, φίλη μας κατρακύλησε στις σκάλες, πήγε να σπάσει το κεφάλι της. Μια άλλη φίλη μας την πήγε σπίτι κακήν κακώς και κατέληξαν να κάνουν σεξ και αυτές. Ήταν σαν να είχε τρελαθεί ο κόσμος εκείνο το βράδυ. Εγώ, δε, νομίζω πως απλά έβαλα μουσική και γέλασα πολύ με όσα συνέβαιναν.

Ο Ευρυπίδης Σαμπάτης ήταν το έτερον ήμισυ των Anorak πίσω από τα decks του Decadence. Σήμερα ζει στην Βαρκελώνη και έχει το μουσικό project Evripidis and his Tragedies.

Ο Leon Segka θυμάται τη βραδιά που η ποίηση διέκοψε τη σύντομη καριέρα του ως DJ στο Decadence

Μια Παρασκευή με κατέβασε από τα decks o Λακόπουλος για να διαβάσει ένα ποίημα που μόλις είχε γράψει στο υπόγειο. Κάπως έτσι έπαψε και η σύντομη καριέρα μου εκεί.  Τρεις-τέσσερις Παρασκευες έπαιξα, μετά μάλωσα, αλλά αυτό δεν είναι κάτι σπάνιο για μένα.

O Leon Segka είναι ιδιοκτήτης του δισκάδικου Homcore, ιδρυτής της Ntrop Recordings αλλά και των Joalz.

Ο Σπύρος Τρούσας θυμάται τότε που οι Joy Division έφεραν τον έρωτα

Ένα βράδυ πήγε να σκαρφαλώσει στα decks, σχεδόν πάνω μου, ένας τύπος που ήθελε να βάλω ένα τραγούδι. Του λέω «Πρώτα απ’ όλα ηρέμησε και κατέβα από εκεί». «Όχι, είναι μεγάλη ανάγκη!» μου λέει. Τα είχα πάρει λίγο που ήταν απαιτητικός και τον ρώτησα γιατί είναι μεγάλη ανάγκη. «Θα φύγει αυτή!», μου κάνει. Εννοούσε την κοπέλα του. Τον ρώτησα ποιο κομμάτι θέλει, μου λέει κάτι από Joy Division. Στο καπάκι αλλάζω όλο το πρόγραμμα και βάζω Joy Division. Στο τέλος τα είχαν βρει, τους είδα αγκαλιά και μου είπε «Ευχαριστώ για όλα».

Ένα άλλο βράδυ γινόταν χαμός και σκάει ένα τύπος με κόκκινη μοικάνα κι έτσι στο μάγκικο μου κάνει «Τι λέει, θα βάλουμε κάνα κομμάτι;» και προσπαθούσα διακριτικά να τον αποφύγω. Mου κάνει «Θα παίξεις κάνα Panx Romana;». «Δεν έχω, μεγάλε» του λέω. Bγάζει από την τσέπη του μπουφάν ένα CD και μου κάνει «Έχω εγώ!» και με ξέρανε. (σ.σ. Να ‘ναι ο ίδιος που κυκλοφορούσε με Γενιά του Χάους;)

Ο Σπύρος Τρούσας έπαιζε ως DJ στο Decadence κυρίως Παρασκευές και Σάββατα.
Ελένη Τζαννάτου

Share
Published by
Ελένη Τζαννάτου