Categories: FeaturedΠΟΛΗ

A day in the life (Στοιχεία από τη δεκαετία του 60)

Ξυπνάω λοιπόν ένα πρωί και – δεν ξέρω πώς – μου μπαίνει η ιδέα να περάσω όλη τη μέρα μου σα να βρίσκομαι στα 60’s. Kαι μάλιστα όχι σε οποιαδήποτε 60’s (γιατί υπάρχουν πολλά), αλλά την περίοδο πριν το καθοριστικό ’67, πριν δηλαδή πάρουν το πάνω χέρι η ψυχεδέλεια, τα παραισθησιογόνα, ο χιπισμός και η χούντα. Nομίζω πως δεν θα βγω και πολύ εκτός κλίματος… Με τους συνομήλικούς μου που είναι λίγο πριν τα τριάντα να φεύγουν στο εξωτερικό όπως τότε («κοπάδια στα υπουργεία/αιτήσεις για τη Γερμανία» τραγουδούσε τότε ο Σαββόπουλος), να μην έχουν πολλά λεφτά για ξόδεμα και να βοηθάνε ο ένας τον άλλον, τα 60’s σήμερα δεν αναβιώνουν από πλουσιόπαιδα που βαριούνται, όπως συμβαίνει με τα 90’s. Αναβιώνουν από την ανάγκη για μια νέα απλότητα. Είναι  ο τρόπος να δούμε το μέλλον μέσα από το παρελθόν, μια σταθερή πηγή έμπνευσης και χαράς. O Κeith Richards είπε κάποτε πως η δεκαετία εκείνη σηματοδότησε το πέρασμα από το ασπρόμαυρο στο πολύχρωμο. Και φυσικά δε μιλούσε για το φωτογραφικό και κινηματογραφικό φιλμ. Μιλούσε για την ίδια τη ζωή.

“Norwegian wood”*

Στο Mofu, στου Ψυρρή, το 90% των vintage επίπλων είναι αυθεντικά.

Βγαίνω λοιπόν στο δρόμο αναζητώντας τα 60’s. Πρώτη στάση, το Μofu στου Ψυρρή που εδώ και 12 χρόνια δραστηριοποιείται στο χώρο του vintage επίπλου, με προιόντα που έρχονται απ’ ευθείας από το εξωτερικό. «Έρχομαι σε επαφή με dealers από την Αμερική και την Ευρώπη και τους παραγγέλνω κάτι που μου έχει ζητήσει ο πελάτης ή που έχει τραβήξει την προσοχή μου» εξηγεί ο Δημήτρης για τον τρόπο που δουλεύει, συνδυάζοντας χόμπι και επάγγελμα. «Βέβαια με κάποια δένομαι συναισθηματικά και δεν θέλω να τα δώσω». Όπως μου εξηγεί, για να μπει κάτω από την ομπρέλα του vintage ένα αντικείμενο, πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 30 χρόνια από τη δημιουργία του. Στο Mofu συγκεκριμένα, το 90% των επίπλων είναι ορίτζιναλ μεταχειρισμένα και ένα 10% ρέπλικες.

Από τα εκτιθέμενα αντικείμενα που ανήκουν στα 60’s, ξεχωρίζει μια κόκκινη ιταλική λάμπα με Murano γυαλί και επιρροές από art deco, ένα «ιδιότροπο» λευκό φωτιστικό που η βάση του χρησιμεύει ως συρταριέρα και μια μαύρη πολυθρόνα, σχεδιασμένη από τον θρύλο Charles Eames το 1958. «Εκείνη την εποχή πωλείτο προς 800 δολάρια» με κατατοπίζει ο Δημήτρης. «Με τα ίδια λεφτά αγόραζες αυτοκίνητο…». Σήμερα, ο ίδιος την πουλάει προς 1.000 ευρώ. Και είναι ένα αντικείμενο που όμοιό του δεν υπάρχει αλλού στην Ευρώπη, για να βρίσκεται κλεισμένο σ’ αυτόν εδώ τον χώρο περιμένοντας αγοραστή. «Συνδέεται κάπως με τον τρόπο που ντύνεσαι ή που διακοσμείς το χώρο σου» εξηγεί, για όσους εξακολουθούν να θεωρούν το κόστος υψηλό. «Θέλεις να είναι όλα “σούπα”; Δεν το λέω αφ’ υψηλού… Αλλά προσωπικά, αν βρω κάτι από τα 60’s που είναι ΟΚ στην τιμή, θα το προτιμήσω. Δεν θέλω στο σπίτι μου μια πολυθρόνα που την έχω δει κι αλλού ένα εκατομμύριο φορές».

“Καφενείον:Η Ελλάς”

Η Αυλή μπορεί να ξεκίνησε στα 1985, έχει όμως έντονα στοιχεία της δεκαετίας του 60.

Δεύτερη στάση, η Αυλή, επίσης στου Ψυρρή. «Καφενείο είμαστε, δεν είμαστε τίποτα σπουδαίο» ήταν η πρώτη φράση που άκουσα από τον κ. Τάκη, τον άνθρωπο που ξεκίνησε το μαγαζί πίσω στο 1985. Κι όμως, η Αυλή, το ταβερνάκι με τη στενή πορτούλα που δεν πιάνει καν το μάτι του περαστικού, έγινε φέτος το πιο αναπάντεχο hot spot της πόλης, σε σημείο να μη βρίσκεις τραπέζι, την ώρα που δεκάδες γκουρμέ εστιατόρια με ξενόφερτους σεφ έβαζαν λουκέτο. Ο κ. Τάκης διατηρεί μέχρι σήμερα το χώρο ίδιο κι απαράλλακτο. Φρεσκάρει μόνο το μπλε των τραπεζιών και των παραθύρων όποτε ξεθωριάζει. Το σκηνικό θυμίζει παλιά ταβέρνα της δεκαετίας του ’60, το δε κτήριο σώζεται από τις αρχές του περασμένου αιώνα.

Μέχρι πριν από τρία χρόνια η Αυλή σέρβιρε αποκλειστικά καφέ. Οι φτηνοί και ποιοτικοί μεζέδες (συκωτάκι τηγανιά, πανσέτες, κοτόπουλο σπέσιαλ με πιπεριά και πάπρικα, αυγά, σαγανάκια), συνδυασμένοι με ούζο, ρακή και μπύρα, έφεραν ετερόκλητο κόσμο που έμαθε το μέρος από στόμα σε στόμα. Το ταβερνάκι παρουσιάστηκε φέτος σε ένα δισέλιδο του βρετανικού περιοδικού «Boat» και ένας από τους λόγους που έχει τόση πέραση είναι το ότι με λιγότερα από δέκα ευρώ σκας στο φαί και φτιάχνεις κεφάλι. Κυρίως όμως σε κερδίζει το κλίμα. «Βρισκόμαστε στο κέντρο της Αθήνας, αλλά μόλις περνάμε τη στενή πόρτα της Αυλής, ξαφνικά είναι λες και είμαστε σε χωριό» εξηγεί ο κύριος Παναγιώτης, ένας εξηντάρης με κόκκινη μπλούζα και κοτσίδα. «Κάθε μεσημέρι τη βγάζουμε εδώ. Για ξεμπούκωμα ερχόμαστε». Ακριβώς από πάνω του, μια κρεμαστή ταμπέλα γράφει «φίλοι μου αν μ’αγαπάτε/ βερεσέ μη μου ζητάτε», ενώ λίγο πιο πέρα τέσσερεις φαντάροι που μόλις απολύθηκαν πίνουν το τσίπουρο της ελευθερίας.

“Sell me a coat”

Yesterdays bread: Τα ρούχα θυμίζουν δεκαετία του 60, αλλά μάλλον δεν έχουν ηλικία 50 ετών

Αλλάζω γειτονιά. Κατευθύνομαι προς Εξάρχεια και μπαίνω στο Yesterday’s Bread, όπου ένας 65άρης με μαύρο βαμμένο μαλλί α-λα early Beatles ψαχουλεύει παλιομοδίτικα σακάκια. Είναι το vintage προσωποποιημένο μπροστά μου, ένας σταθερός πελάτης του καταστήματος που εδώ και 15 χρόνια φέρνει παλιομοδίτικα ρούχα με έμφαση στα 60’s. «Τελευταία μπαίνει όλο και περισσότερο στην κουλτούρα του Έλληνα η τάση αυτή» λέει η τρομερά ζεστή και συμπαθητική Βαγγελιώ, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί κόσμο. «Μας επισκέπτονται όλες οι ηλικίες: Πρωτοετείς φοιτητές, παντρεμένα ζευγάρια και μια 70χρονη κυρία, πολύ σικάτη, που ψωνίζει φορέματα, παλτά και ολόσωμα μαγιό της εποχής της».

Μέσα στα λιγοστά τετραγωνικά του Yesterday’s Bread, νομίζω πως τα ρούχα θα πέσουν να με πλακώσουν. Μιλάμε για επιβλητικά παλτά όπως αυτά που φοράνε οι Stones στο εξώφυλλο του Between the Buttons, μακρόστενα φορέματα στο στυλ της Αudrey Hepburn και αντιπροσωπευτικά δείγματα της κυριλέ αλητείας των Mods. Οι πελάτες μετρίου αναστήματος ανεβαίνουν σε μια σκαλίτσα για να κατεβάσουν το ένδυμα που τους τράβηξε την προσοχή. Αν μέχρι να φύγουν δεν έχουν κάνει άνω-κάτω το σύμπαν, η Βαγγελιώ τους δίνει δωράκια – είτε ψωνίσουν, είτε όχι. Αγοράζω ένα blue-black παλτό σε τιμή σημαντικά χαμηλότερη από την αναγραφόμενη και λίγο πριν φύγω μπαίνει ο Στράτος, ο ιδιοκτήτης. Φοράει ένα παλιό μαύρο φούτερ του Αστέρα Εξαρχείων. Υποθέτω πως είναι η δική του έννοια του vintage…

“Μες στην υπόγεια την ταβέρνα”

Στο 65-67 το τζουκμποξ παίζει Πουλόπουλο και Καζαντζίδη

Στα διαρκώς ανερχόμενα Άνω Πετράλωνα, τα ένδοξα 60’s τιμούνται στο 65-67. Ονομάστηκε έτσι με βάση τα νούμερα της οδού Τριών Ιεραρχών όπου στεγάζεται, αλλά και σαν έμμεση αναφορά, όπως είχα υποθέσει αυθαίρετα πριν το δω από μέσα, στη «χρυσή δεκαετία». Ο όρος «εναλλακτικό καφενείο» από μόνος του δεν λέει πολλά, όμως το υποφωτισμένο, ημιυπόγειο αυτό μαγαζάκι, γνωστό κυρίως σε κατοίκους της γειτονιάς, διαθέτει μια ξεχωριστή και απόλυτα ελληνική vintage γοητεία. Γυμνά βινύλια διακοσμούν τους τοίχους μαζί με παλιές κορνίζες και βέσπες, ένα πικάπ παίζει Πουλόπουλο και Καζαντζίδη, παλιά περιοδικά περιφέρονται στο χώρο, χειροποίητα ριχτάρια δίνουν ζεστασιά. Παρ’ ότι πρόκειται για μεγάλης έκτασης χώρο, το κλισέ του «όλοι μια παρέα» δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινό.

«Το κληρονομήσαμε από τα πεθερικά μου» εξηγεί ο Σπύρος, ένας ωραίος ροκ τύπος με δερμάτινο μαύρο παντελόνι και μια αίσθηση πανκ στα μαλλιά του. «Επί 35 χρόνια λειτουργούσε ως παραδοσιακό καφενείο, αλλά προς το τέλος είχε παρακμάσει λόγω προβλημάτων υγείας. Ξαφνικά, μέσα σε διάστημα ενάμισι μήνα και εγώ και η Μαρία η σύζυγός μου, μείναμε άνεργοι. Στείλαμε βιογραφικά από ‘δω κι από ‘κει, απευθυνθήκαμε σε γνωστούς, τίποτα. Κι έτσι είπαμε να κάνουμε μια νέα αρχή εδώ μέσα». Την ημέρα στο 65-67 συχνάζουν κυρίως ηλικιωμένοι, μιας και πρόκειται για ένα από τα λίγα προσεγμένα καφενεία της περιοχής, τα βράδια όμως το κλίμα αλλάζει: Παρέες νέων ανθρώπων πίνουν ρακόμελα και τραγουδάνε, κάθε Παρασκευή διοργανώνονται βραδιές Καραγκιόζη, πολλά Σάββατα ένα μπουζούκι και μια κιθάρα φτιάχνουν κατάσταση, ενώ ένα βράδυ που πέρασα απ’ έξω τυχαία είδα μέσα απ’ το παράθυρο ανθρώπους να χορεύουν.

“Lightning Bolt”

Μιας και βρίσκομαι στη γειτονιά μου, επιστρέφω σπίτι για ένα διάλειμμα πριν τη βραδινή έξοδο. Ακούω στο youtube το “Lightning Bolt” του Jake Bugg, του 19χρονου indie darling που είναι ό,τι πιο φρέσκο αυτή τη στιγμή στην υπόθεση βρετανικό rock. Η φωνή του θυμίζει τον Dylan του ’65, τότε που άφηνε την ακουστική κιθάρα για να γυρίσει στο rock’n’roll που αγάπησε μικρός και να το μεταλλάξει σε κάτι που εμπεριείχε συνείδηση και δεν ήταν απλά μια ενδυματολογική/χορευτική μόδα. Aνάλογες αναφορές μου κλείνουν το μάτι στο “Hegira Émigré”, από το εξαιρετικό καινούριο άλμπουμ των Of Montreal. Η μπάντα παίζει όπως οι πρώιμοι The Band του ’66, τότε που ο ήχος τους άγγιζε το Θεό. Για το τέλος αφήνω το κάπως υποδεέστερο “Hometown Girls” των The Strypes. Η ποζεριά των Ιρλανδών είναι μεγαλύτερη από το ταλέντο τους, εντούτοις έχουν αφομοιώσει έξυπνα τους  Κinks των mid-60’s, ρίχνοντας στο mix και μια γερή δόση μεταγενέστερης grunge αγριάδας. Tο μεγαλύτερο ποσοστό από τα έσοδά τους βέβαια πρέπει να πηγαίνει στην τσέπη του στιλίστα, ο οποίος εξασφαλίζει συνολάκια που κοπιάρουν πιστά το look της εποχής.

“Μια φορά θυμάμαι”

Ναι, είναι ο Γιάννης Σπανός και παίζει ακόμη στην Απανεμιά ,την τελευταία ίσως μπουάτ της Πλάκας.

Σκέφτομαι τι επιλογές έχω για ένα live που δεν θα με βγάλει εκτός θέματος. Η όλη φάση είναι λίγο σουρεάλ. Γιατί αντιλαμβάνομαι πως την τρέχουσα εβδομάδα ο Βοσκόπουλος τραγουδάει μαζί με τον Πλέσσα στο Baraonda, ο Δάκης στο Small Café του Πειραιά, ο Σαββόπουλος στην Ακτή Πειραιώς, η Αρλέτα στον Ιανό και ο Χατζής στο Ρυθμός stage. Μιας και έχω τόσες επιλογές, για να πετύχω κλίμα φουλ 60’s επιλέγω την μπουάτ Απανεμιά στην Πλάκα. Στις δέκα ακριβώς, ανεβαίνω τα σκαλάκια της Μνησικλέους λίγο πάνω από το καφέ Γιασεμί και βρίσκομαι εκεί, παράξενα νοσταλγικός για κάτι που δεν έχω ξαναζήσει. Ανοίγω τη συρόμενη πόρτα που γράφει 1964 και ο συνθέτης Γιάννης Σπανός με κοιτάζει καθισμένος σε ένα από τα μικροσκοπικά τραπεζάκια. Περιμένει να έρθει ο κόσμος του. «Από εδώ ξεκίνησα» θα μου πει λίγα λεπτά μετά, αφού έχουμε κατέβει στα υπόγεια παρασκήνια, όπου μεταξύ άλλων δεσπόζει και ένα πορτρέτο του Γκάτσου. «Ερχόμασταν με φίλους μουσικούς να δοκιμάσουμε τα τραγούδια μας. Στην αρχή χωρίς χρήματα. Κάποια στιγμή αυτό άρεσε, χτίζονταν στέκια. Δεν είχαμε πρόθεση να κάνουμε κανένα ιδιαίτερο “κίνημα”. O Xατζιδάκις και ο Θεοδωράκης είχαν ήδη αρχίσει να κερδίζουν το πλατύ κοινό κι εμείς οι νεώτεροι κερδίζαμε το “στενό” κοινό». Κάπως έτσι γεννήθηκε το Νέο Κύμα. Από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του ρεύματος αυτού ήταν φυσικά το «Μια φορά θυμάμαι», γραμμένο από τον Γιάννη Σπανό το 1965, σε στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου, με τη φωνή της Αρλέτας. «Υπάρχουν πολλοί νοσταλγοί – πάντα υπήρχαν. Εμένα δεν με ενδιαφέρει το χθες – προτιμώ να ασχολούμαι με το σήμερα και το αύριο. Αλλά όταν την κουβαλάς μέσα σου αυτή την εποχή, είναι ωραίο να επιστρέφεις κάθε τόσο». Ρίχνει χαμογελαστός μια ματιά γύρω του. «Δεν είναι;»

Λίγο πριν ξεκινήσει το live, ανεβαίνω πάλι πάνω και τα τραπέζια έχουν γεμίσει, περίπου 100 άτομα επέλεξαν να διασκεδάσουν απόψε σ’ αυτή τη μπουάτ, τη μόνη που διατηρείται αναλλοίωτη εδώ και πενήντα χρόνια. Με βάζουν να κάτσω τυχαία δίπλα στον Κωνσταντίνο Βήτα, κάτοικο της περιοχής και θαμώνα του μαγαζιού. Σε μια εντελώς αντιεμπορική κίνηση (με δεδομένο το εύρος του κοινού του), το φθινόπωρο του 2012 ο Βήτα επέλεξε να τραγουδήσει εδώ, ενώ στον καλύτερο από τους πρόσφατους δίσκους του, την «Ένωση», έγραψε αρκετά κομμάτια επηρεασμένα από το Νέο Κύμα και τη folk των Simon & Garfunkel. Η βραδιά προχωράει γλυκά, με τον κόσμο να τραγουδάει και να ανταλλάζει αστεία με τους δύο τραγουδιστές.  Από τη συρόμενη πόρτα μπαίνει ο Λεωνίδας Μπαλάφας (το μαγαζί είναι τόσο μικρό που όποιος έρχεται γίνεται ορατός σε όλους), ενώ ακούγοντας κλεφτά τον ιδιοκτήτη μαθαίνω πως ο Χάρης Κατσιμίχας έστειλε μήνυμα πως κάτι του έτυχε και δεν θα τα καταφέρει. «Τι γίνεται εδώ ρε παιδιά;» λέω στον εαυτό μου, σαν άλλος Σπύρος Παπαδόπουλος.

Επιστρέφω αργά το βράδυ με τα πόδια στο σπίτι μου και στην τρέχουσα δεκαετία, αισθανόμενος πως τα 60’s είναι μια ιστορία που δεν τέλειωσε ποτέ. Αμφιβάλλω βέβαια αν αξίζει να ζει κανείς προσκολλημένος σε αυτά σε επίπεδο διασκέδασης, επίπλωσης ή ενδυμασίας. Ξέρω επίσης πως οι σπουδαίοι εκείνης της δεκαετίας υπήρξαν καινοτόμοι και όχι μιμητές. Και κάπως έτσι βάζω ν’ ακούσω στο mp3-player τον καινούριο Burial, προσποιούμενος πως μου λέει κάτι για την ζωή μου…

Info

Μofu, Σαρρή 28, Ψυρρή, 210 3311.922

Αυλή, Αγίου Δημητρίου 12, Ψυρρή, 210 3217.642

Yesterday’s bread, Kαλλιδρομίου 87-89, Εξάρχεια, 210 8811.233

’65-’67, Τριών Ιεραρχών 65-67, Άνω Πετράλωνα, 210 3464.737

Απανεμιά, Μνησικλέους και Θώλου 4, Πλάκα, 210 3248.580

————————————————————————

*”Norwegian wood”: Lennon /McCartney , 1965, “Rubber Soul”

Καφενείον:Η Ελλάς”: Γιάννης Μαρκόπουλος, πρώτη εκτέλεση Μαρία Δημητριάδη, 1969, “Το Χρονικό”

“Sell me a coat”: David Bowie , 1967, “David Bowie”

“Μες στην υπόγεια την ταβέρνα” (Οι μοιραίοι) Ποιημα του Κώστα Βάρναλη, μελοποιημένο απο το Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, 1964, “Πολιτεία Β”

“Lightning Bolt”: Jake Bugg, 2012, “Jake Bugg”

“Μια φορά θυμάμαι”: Γιάνης Σπανός,ερμηνεύει η Αρλέτα, 1966, “Τραγουδά η Αρλέτα”

Η αυθεντική μαύρη πολυθρόνα, σχεδιασμένη από τον θρύλο Charles Eames το 1958, πωλείται 1000 ευρώ.

Κόκκινη ιταλική λάμπα με Murano γυαλί και επιρροές από art deco, στο Mofu.

Vintage πολυθρόνα στο Mofu.

Στην Αυλή, τα 10s συναντούν τα 60s.

Yesterdays bread και ξερό ψωμι.

Προσοχή στα κουμπιά.

Ο Γιάννης Σπανός στο καμαρίνι του, στην Απανεμιά.

Ο χρόνος δεν έχει αφήσει ανέγγιχτη την τελευταία μπουάτ της Πλάκας.

Βύρων Κριτζάς

Share
Published by
Βύρων Κριτζάς