Υπάρχουν στην Αθήνα κτήρια-εμβλήματα, σημεία αναφοράς για τους περιπλανώμενους στα μονοπάτια αυτής της υπέροχης άναρχης πόλης, που λειτουργούν όπως οι μαγνητικοί πόλοι στο ζαλισμένο μπούσουλα όποιου προσπαθεί να βρει το δρόμο του σ’ αυτό το πλέγμα από γειτονιές και συνοικίες που αποκαλούμε πόλη μας. Οι Αμπελόκηποι, το Μανχάταν της Αθήνας, είναι αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν όχι ένα, ούτε δύο, αλλά τρία τέτοια εμβλήματα: ο Πύργος των Αθηνών, το κτήριο του President, κι ο Πύργος Απόλλων στην Πανόρμου, είναι τόσο συνυφασμένα με τη σύγχρονη ταυτότητα της πάλαι ποτέ εξοχής των Αθηνών, ώστε δύσκολα θυμάται κανείς μια εποχή χωρίς αυτά να στέκουν αγέρωχα πάνω από τη γειτονιά που φιλοξενεί τη διασταύρωση μερικών απ’ τις κεντρικότερες οδικές αρτηρίες της πόλης. Στην παρέα αυτών των τριών κτηρίων, θα είχε προστεθεί άλλο ένα: το City Plaza θα ήταν το πιο νέο απ’ όλα τους, αν δεν του έμελλε να το σκεπάσει ένα δίχτυ από ακυρωμένες προσδοκίες, επιχειρηματικές διαμάχες, και εν τέλει οικονομικές δυστυχίες.
Οικοδομήθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, το σιδερένιο θηρίο που άπλωσε τη σκιά του στον αριθμό 112 της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, είχε σχεδιαστεί για να αποτελέσει ένα κτιριακό σύμπλεγμα απ’ αυτά που την εποχή εκείνη αποτελούσαν όχι μόνο εξωτικά φρούτα, αλλά και είδος πρωτόγνωρο για τις αστικές συνήθειες της πόλης: το City Plaza σχεδίασε και υλοποίησε η κατασκευαστική εταιρεία Con Zar, για να στεγάσει μόλις το δεύτερο multiplex στην επικράτεια της Αττικής, με μόνο ανταγωνιστή το ιστορικό (ανήκει στο παρελθόν πια) Village Αμαρουσίου. Εφοδιασμένο με εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, το νεόδμητο σύμπλεγμα κινηματογράφων φιλοδοξούσε να αποτελέσει έναν αδιαφιλονίκητο πόλο έλξης, και μπαίνοντας στην παρέα του Γαλαξία, του Αθήναιον, του Νιρβάνα, των ενεργών ακόμη τότε Άστρον και Άνεσις, του θερινού Ελληνίς, και του διαχρονικού Δαναού, να τοποθετηθεί στην αιχμή της πιο ζωηρής κινηματογραφικής πιάτσας της Αθήνας.
Αλλά φευ, τα πιο φιλόδοξα σχέδια είναι κι αυτά που πιο εντυπωσιακά γκρεμίζονται: η πιάτσα στην οποία ήθελε να μπει το City Plaza, μόνο με ανοιχτές αγκάλες δεν δέχτηκε τη νιόφερτη προσθήκη στην ολοένα συρρικνούμενη πίτα, και τα επιχειρηματικά αντανακλαστικά πίσω απ’ τη γιγαντούμενη τότε αλυσίδα των Village, μόνο επιείκεια δεν επιφύλασσαν για τον φιλόδοξο διεκδικητή. Η εταιρεία δέχθηκε σειρά καταγγελιών, κι ελλείψεις σε μέτρα ασφαλείας εγκλώβισαν το εγχείρημα σε έναν γραφειοκρατικό λαβύρινθο, του οποίου οι χρονοβόρες απαιτήσεις εξώκειλαν τον επιχειρηματικό σχεδιασμό σε σημείο τέτοιο που η βιωσιμότητά του να στραγγαλιστεί. Έχοντας βγει εντελώς εκτός των προγραμματισμών της, η εταιρεία άρχισε να ξεκοιλιάζει το κτήριο και να ξεπουλάει τον εξοπλισμό του: οι μηχανές προβολής κι οι πολυθρόνες ήταν οι πρώτες απώλειες, οι αίθουσες μετατράπηκαν σε κουφάρια, κι όσο το κτήριο βυθιζόταν στην αχρηστία, τόσο αφαιρούνταν στολίδια των φιλόδοξων απαρχών του: το ελικοδρόμιο της ταράτσας ήταν ένα απ’ τα πιο δύσκολα κομμάτια να αφαιρεθούν και να ρευστοποιηθούν, πιο δύσκολο σίγουρα απ’ τις εσωτερικές πόρτες, τα κουφώματα, κι εν τέλει τις ελπίδες με τις οποίες είχε θεμελιωθεί το εγχείρημα.
Στην άδοξη ιστορία που του επεφύλασσε το μέλλον, το ακίνητο χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά για να στεγάσει εκδηλώσεις, κάνα fashion show, καμιά συναυλία, αρκετά μουσικά video-clips, και μια άτυχη εκδήλωση του φεστιβάλ Videodance το 2007, η οποία ματαιώθηκε, πάλι μετά από καταγγελίες τρίτων. Όσο η Ελλάδα πορευόταν όλο και πιο σταθερά προς την οικονομική παράλυση, τόσο πιο δύσκολη γινόταν η εξεύρεση εναλλακτικής λύσης για την αξιοποίηση του ακινήτου: ιδιωτικές εταιρείες έδειχναν κατά καιρούς ενδιαφέρον να στεγαστούν εκεί (μεταξύ των οποίων και η ΙΜΑΚΟ, για παράδειγμα, κι όχι άδικα αν σκεφτεί κανείς πόσο εντυπωσιακό θα έκανε το γραφείο του Κωστόπουλου μια θέα ακριβώς πάνω απ’ τη Βασιλίσσης Σοφίας), η εταιρεία βρίσκεται ακόμη και σήμερα σε διαδικασία μετατροπής του ακινήτου σε κτήριο γραφείων, όμως η στιγμή που το αγέννητο τελικά City Plaza θα μετατραπεί σε ζωντανό όργανο του ιστού της πόλης, φαίνεται ακόμη μακρινή.
Το ελικοδρόμιο της ταράτσας ήταν ένα απ’ τα πιο δύσκολα κομμάτια να αφαιρεθούν και να ρευστοποιηθούν, πιο δύσκολο σίγουρα απ’ τις εσωτερικές πόρτες, τα κουφώματα, κι εν τέλει τις ελπίδες με τις οποίες είχε θεμελιωθεί το εγχείρημα.
Κι ίσως αυτός είναι κι ο λόγος που το κτήριο, κι αυτή η ενέργεια των καταργημένων ελπίδων που εκπέμπει, λειτούργησαν τόσο αποτελεσματικά, όταν φιλοξένησαν το ματωμένο μακελειό με το οποίο έκλεισε το Τετάρτη 04:45 του ο Αλέξης Αλεξίου: «Η ταινία μιλά για την κρίση ταυτότητας του Έλληνα», μας είπε άλλωστε ο σκηνοθέτης, μιλώντας για τον χαρακτήρα του Στέλιου Μάινα, «που αποτυγχάνει να στήσει ένα δυτικού τύπου τζαζ μαγαζί στην Αθήνα, όπως και η ίδια η πόλη κάποτε απέτυχε να μεταμορφωθεί σε μια «μοντέρνα» δυτική μητρόπολη». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, το ξεκαθάρισμα τέτοιων λογαριασμών, να στήνεται ακριβώς σ’ ένα κουφάρι ηττημένο απ’ το παρελθόν.