Categories: ΠΟΛΗ

O Σταύρος Παπαγιάννης σχεδίασε το Athens Was ώστε να είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό ξενοδοχείο

Δε χρειάζεσαι και πολλά περισσότερα για να το καταλάβεις, αρκεί να διασχίσεις τον ισόγειο χώρο του απ’ το εντυπωσιακό, ντιζαϊνάτο λόμπι, στο διακριτικό αλλά ατμοσφαιρικό εστιατόριο, μέχρι έξω στην μινιμαλιστική, και καθησυχαστικά συγκρατημένη στο μέγεθος αυλή του: το Athens Was, το νέο boutique κατάλυμα της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, είναι κάτι παραπάνω από ένα καλό ξενοδοχείο. Είναι ένας χώρος που σε βοηθά να επανατοποθετηθείς στον κόσμο γύρω σου, απορροφώντας την αίσθηση μιας Αθήνας που κρατιέται γερά απ’ τις ελληνικές της ρίζες, αποπνέοντας όμως και τη βαθιά συνείδηση της θέσης που οφείλει να διεκδικεί στο χάρτη των μητροπολιτικών σταθμών της Ευρώπης, καθώς και τη διαδρομή που πρέπει να διασχίσει στην ιστορία του design για να βρει το στίγμα της.

Το άσπρο χτυπητό μάρμαρο που συγκρατεί τα φωτιστικά του Le Corbusier, τα πλούσια πάνελς από καρυδιά που πλαισιώνουν την ταπισερί με τα αποδομημένα μοντερνιστικά μοτίβα στον τοίχο, και το βαθύ πράσινο του τηνιακού μαρμάρου που αγκαλιάζει τις μεταλλικές καρέκλες του Albini, δίνουν ξεκάθαρο το στίγμα του σχεδιασμού που επιμελήθηκε το Stage Design Office: στιβαρή ενσωμάτωση ελληνικών δομικών στοιχείων, σε έναν παιχνιδιάρικο διάλογο με τάσεις του design απ’ την αρχή των ‘20s μέχρι σήμερα, κι απ’ τη μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη. «Μ’ αρέσει τα πράγματα να κρύβουν ένα μυστήριο, μια σαγήνη, ένα ταξίδι» λέει ο Σταύρος Παπαγιάννης, εκ των ιθυνόντων του μεθυστικού περιπάτου στο πάντρεμα κλασικού και μοντέρνου, θαρραλέου και πρακτικού που είναι είναι αυτό το ξενοδοχείο. Κάτι που είναι άλλωστε και η πεμπτουσία του design.

Ο Σταύρος Παπαγιάννης μέσα σ’ ένα δωμάτιο του Athens Was.

«Δεν με ενδιαφέρει κάτι να κραυγάζει ότι “εγώ είμαι design” κι “έλα να σου το τρίψω στη μούρη”. Το design δεν είναι αυτοσκοπός, είναι χρηστικό πράγμα: σχεδιάζουμε καλόγουστα, λειτουργικά κι ενδιαφέροντα πράγματα, εξελίσσουμε μια αισθητική αν μπορούμε, και πάμε παρακάτω», συμπληρώνει, κι αν τον καλοκοιτάξεις, κάπως έτσι είναι κι ο ίδιος ο Σταύρος Παπαγιάννης: αν τον συναντούσες τυχαία, σ’ ένα φουαγιέ ενός θεάτρου ας πούμε, η στη μπάρα ενός συνοικιακού ποτάδικου, θα γνώριζες έναν άνθρωπο ευπροσήγορο και δεκτικό, με χιούμορ στο χαμόγελο και μια ζαβολιά στο βλέμμα. Πιθανότατα θα το ‘πιανες πως έχει μια τριβή με την αισθητική και τις εκφράσεις της, αλλά σίγουρα δε θα σου έτριβε στη μούρη πως παίζει τις τάσεις στα δάχτυλα, και σίγουρα δε θα σου κραύγαζε πως μερικά χρόνια πριν, όταν σχεδίασε το Anemi στη Φολέγανδρο (το μεγάλο αδερφάκι του Athens Was), άφησε μια κάποια χαρακιά στη σύγχρονη έννοια της Αιγαιοπελαγίτικης αισθητικής.

Δεν με ενδιαφέρει κάτι να κραυγάζει ότι “εγώ είμαι design” κι “έλα να σου το τρίψω στη μούρη”. Το design δεν είναι αυτοσκοπός, είναι χρηστικό πράγμα: σχεδιάζουμε καλόγουστα, λειτουργικά κι ενδιαφέροντα πράγματα, εξελίσσουμε μια αισθητική αν μπορούμε, και πάμε παρακάτω.

«Είμαι αυτοδίδακτος στο design» λέει με ένα αναπολογητικό χαμόγελο, «κι υποθέτω ότι γι’ αυτό ξεκίνησα λίγο πιο απελευθερωμένος ίσως, και με πολύ περισσότερο θράσος σίγουρα». Κλασική περίπτωση ανθρώπου που γι’ αλλού η ζωή τον πήγαινε κι αλλού επέλεξε να πάει, ο Παπαγιάννης βρέθηκε στην Ιατρική της Ρουμανίας για το χατήρι των γονιών του, όταν όμως τέλειωσε ως Παθολογοανατόμος, ενέδωσε στο αληθινό μεγάλο του πάθος, που ήταν το σχέδιο: θέατρο-μόδα-σκηνικά-κοστούμια στην αρχή, κι αργότερα ο χώρος στη μικρή και μεγάλη του κλίμακα.

«Η ανατομία είναι κάτι το συγκλονιστικό» σημειώνει, όταν αναρωτιέμαι αν αυτός ο κανόνας των αρμονικών ατελειών που βασιλεύει στο ανθρώπινο κορμί, είναι κι ένας καλός οδηγός για τα σπίτια των ανθρώπων. «Αν κάτι μου έδωσε η Ιατρική, είναι η ικανότητα της σύνθεσης», διευκρινίζει. «Για να βγάλεις μια διάγνωση πρέπει να πάρεις πολλές παραμέτρους και πληροφορίες, και να τις συνθέσεις», εξηγεί, στήνοντας την αναλογία με τη σύνθετη φύση του ανθρώπου: «ο άνθρωπος ζει, γοητεύεται, αγοράζει. Όπως δεν μπορείς να του επιβάλεις να περιοριστεί στο τι θα κάνει στη ζωή του, δεν μπορείς να του επιβάλεις να περιοριστεί στο τι θα κάνει στο σπίτι του. Να του πεις δηλαδή “α, πήρες αυτήν την τραπεζαρία, τώρα δεν μπορείς να βάλεις πάνω το τάδε τασάκι που αγόρασες σ’ ένα ταξίδι, ή ένα παζάρι”, ας πούμε. Σόρι, το σπίτι μου το έχω για να ζω μέσα του, δεν είναι μοναστήρι».

Αυτή η συνθετική του αντίληψη είναι που βασιλεύει και στους χώρους του ξενοδοχείου: στους κοινόχρηστους χώρους του, οι μοκέτες με τα γεωμετρικά μοτίβα στρώνουν ένα διάδρομο μοντερνισμού, απ’ τις παρυφές του οποίου ξεπετάγονται οι γεμάτες σαρκασμό παραλλαγές των αρχαιοελληνικών παραστάσεων του αιρετικού street artist Athens 1281. Μέσα στα δωμάτια, επιβλητικά δείγματα σύγχρονου design όπως τα ανάκλιντρα του Le Corbusier, οι πολυθρόνες του Toshiyuki Kita και οι καρέκλες του Warren Platner περιμένουν αληθινούς ανθρώπους να υποδεχτούν στην ανακουφιστική αγκαλιά τους, κάτω απ’ τα βλέμματα αρχαιοελληνικών μορφών από αγάλματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που μετέτρεψε σε πορτρέτα ο φακός του Στέφανου Σάμιου, εμποτίζοντας το χώρο μ’ ένα κάπως αλλόκοσμο, μεταφυσικά λαμπερό φως.

Η σύνθεση πραγμάτων που θα φαίνονταν αντιφατικά, ολοκληρώνεται όταν βγαίνεις σε μια απ’ τις μπροστινές βεράντες του ξενοδοχείου, στη σκιά της Ακρόπολης. Αυτό που θα περίμενες να είναι δυο κακόφωνοι παράλληλοι μονόλογοι, του μοντέρνου design με τις καθαρές γραμμές και τις στιλπνές επιφάνειες, και του φθαρμένου απ’ το χρόνο και τη φολκλοροποίηση εμβλήματος της αρχαιοελληνικής αισθητικής, συγκλίνουν σε μία ομογενοποιητική, μελωδική κι ανακουφιστική αρμονία: αυτή της διαχρονικότητας. «Αυτό είναι και το ζητούμενο» σημειώνει ο μαέστρος της. «Να μπορείς με εκλεκτικότητα να παντρεύεις στοιχεία από διάφορες εποχές της ιστορίας του design, η οποία είναι και η ιστορία του ανθρώπου και του πολιτισμού του κατ’ επέκταση. Αυτό γίνεται μέσα από πράγματα που έχουν ακριβώς αυτή τη διαχρονική αξία, το οποίο βέβαια είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση απ’ αυτή τη σύγχρονη μανία που λέει ότι όλα πρέπει να δείχνουν παλιά. Όλη αυτή η τάση του vintage δηλαδή, το οποίο είναι τελείως πλαστό, ψεύτικο, και δεν πατάει σε καμία αξία, παρά μόνο στη συναισθηματικούρα που προσπαθεί να προκαλέσει, μέσα σε μια νέα λαίλαπα συντηριτισμού που μας έχει περικυκλώσει».

Κοιτάζω γύρω μου, τον καταγάλανο ουρανό, το βράχο της Ακρόπολης, τη μύτη του Λυκαβητού, το Ζάπειο πιο δίπλα, και ρισκάρω λίγη συντηρητικότητα. Το κτήριο, που βρίσκεται σ’ ένα απ’ τα κομβικότερα σημεία της Αθήνας έτσι όπως μοιράζει την απόσταση απ’ τον Παρθενώνα και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, δεν ήταν πάντα προορισμένο για ξενοδοχείο. Όταν το σήκωσε η εταιρεία Επιλογή Κτιρίων της οικογένειας Μπενακόπουλου, υπολόγιζε να το παράσχει κυρίως για κατοικίες κι ενδεχομένως για γραφεία, όμως η αγορά δεν είχε την ίδια άποψη. Η μετατροπή του σε ξενοδοχείο ήταν ίσως η μόνη λογική κίνηση σε μια περιοχή που φαίνεται να αποτελεί πια το φιλέτο του urban τουρισμού της πόλης. Δεν υπάρχει όμως ένα ζήτημα στο πώς το κέντρο της Αθήνας, με την πληθώρα των ξενοδοχείων του αλλά κι αυτή τη μάστιγα του AirBnB, μετασχμηματίζεται σταδικά από βιωτικό χώρο των κατοίκων του σε ένα ατέλειωτο πάρκο καταλυμάτων, που ελάχιστα αφορούν τους ντόπιους; Τουλάχιστον όχι ως κάτι άλλο από βιοποριστικό μέσο.

Ο Παπαγιάννης είναι καθησυχαστικός: «Δεν έχουμε γίνει ακόμα Λονδίνο», μου λέει. «Ο κόσμος εξακολουθεί να ζει στο Κέντρο, κι όπως ήταν πάντα, θα συνεχίσει να είναι μια πολύ συγκεκριμένη πάστα αυτή των ανθρώπων που θα ζουν στο Κέντρο. Κι ύστερα, ειδικά αυτήν την περίοδο, αυτή η στροφή του τουρίστα στην Αθήνα ως προορισμό –απ’ την οποία παλιότερα ήταν μονάχα περαστικός πριν φύγει στα νησιά– αυτό βοηθά την Αθήνα να παραμείνει μια ζωντανή πόλη παρά την όποια κρίση, την κάνει ενδιαφέρουσα. Ο τουρίστας περιφέρεται στην πόλη, τρώει, πίνει, διασκεδάζει και βλέπει. Μαζί με τον ντόπιο. Κι αυτό φέρνει μπρος την ανθρώπινη, φιλόξενη ταυτότητα της πόλης. Το οποίο, άλλωστε, ίσως αποδειχθεί και το πιο κρίσιμο στοιχείο να συνεχίσει να έχει». Αμήν.

Athens Was, Διονυσίου Αρεοπαγίτου 5, 210 9249954
Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης