Αυθεντικά ηπειρώτικα κλαρίνα στο Γκάζι. Ναι, στο Γκάζι

Κατεβαίνω τα σκαλιά. Στο μικρό υπόγειο ο Καραϊσκάκης με υποδέχεται κοιτώντας με κάπως αυστηρά μέσα από την κορνίζα του. Η Αλεξάνδρα, ιδιοκτήτρια του Οινομαγειρείου τα τελευταία 20 χρόνια, περνάει από τα τραπέζια και χαιρετά. Τους ξέρει όλους. «Όσοι έρχονται στο μαγαζί, θα ξανάρθουν. Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι περαστικοί, είναι θαμώνες. Τα πράγματα έχουν αλλάξει στο Γκάζι αλλά εδώ μέσα νιώθω όπως και την πρώτη ημέρα που λειτούργησα το μαγαζί. Είναι γεμάτο και τις καθημερινές, δεν έχω παράπονο».

Πράγματι, δεν υπάρχει τραπέζι άδειο. Οι παρέες τρώνε και πίνουν, καθώς το γλέντι δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Οι μουσικοί κάθονται στις θέσεις τους και πίνουν τα τσιπουράκια τους. Δοκιμάζω κεφτεδάκια με πράσο, σις κεμπάμπ, πίτα με κιμά, όλα πολύ καλά, με αποκορύφωμα την πολίτικη σαλάτα που χάρη στο στραγγιστό γιαούρτι και τα μυρωδικά απογειώνεται.

Το πρόγραμμα ξεκινά. Ακορντεόν, ντέφι, κλαρίνο και φωνή σε ρυθμούς ηπειρώτικους. «Το σχήμα που είναι εδώ κάθε Κυριακή μεσημέρι βρίσκεται σε έκτακτο γλέντι, θα έρθουν αργότερα» μου εκμυστηρεύεται η Αλεξάνδρα, αλλά δεν βλέπω κανέναν να πτοείται. Η κ. Ντίνα, μορφή α λα Ζυράννα Ζατέλη, σέρνει πρώτη τον χορό. «Έρχομαι στα ηπειρώτικα κλαρίνα πάνω από 15 χρόνια. Στο τέλος όλοι είμαστε όρθιοι. Και στη μέση πάντα ο Ηλίας». Ρωτάω να μάθω για τον Ηλία, πρέπει να είμαι η μοναδική στο Οινομαγειρείο που δεν τον γνωρίζει. «Θα έρθει αργότερα» μου λένε, «παίζει καταπληκτικό ντέφι αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Πρέπει να τον δεις επί τω έργω γιατί ό,τι και να σου πούμε είναι λίγο».

Έχουν σηκωθεί οι άντρες, τα βήματα πιο βαριά, ο ήχος του κλαρίνου πιο δυνατός, βγαίνουν τα μαντίλια. Δίπλα μου μια παρέα αγοριών, λίγο πάνω από τα 20,  τραγουδά πολυφωνικά. Ο Νίκος, μου δείχνει σε ένα απόμερο τραπέζι δύο κυρίες πάνω από 70 ετών, πολύ περιποιημένες. Ταγιέρ, πέρλες στο λαιμό, μαλλί φροντισμένο. Μαθαίνω ότι είναι κάθε Κυριακή εδώ, δεν λείπουν ποτέ. Είναι η κ. Βιργινία και η κ. Αφροδίτη, που σε λίγο με τραβούν να χορέψω στην πίστα μαζί τους. Τους εξηγώ ότι δεν μπορώ να ακολουθήσω γιατί δεν ξέρω τα βήματα. Με κοιτούν σαν να μην καταλαβαίνουν. Ακούω την κ. Βιργινία να μου λέει «Δεξί, αριστερό, δεξί αριστερό και τώρα πίσω. Να το έμαθες κιόλας». Χορεύω. Σε κάθε τραγούδι ο κόσμος έρχεται πιο κοντά, βλέπω σταδιακά ότι οι παρέες κάνουν μεταγραφές, δεν είμαι σίγουρη ότι το έχω δει ξανά σε τόσο έντονο βαθμό πουθενά στην Αθήνα.

Ξανά οι άντρες στην πίστα, το τραγούδι μιλάει για τον Χάρο, κρατιούνται σφιχτά από τα χέρια, πέφτουν στα γόνατα και συνεχίζουν έτσι τον κυκλικό χορό. Το κλαρίνο γλυκαίνει, προσπαθεί να παρηγορήσει τους ανθρώπους που λύγισαν. Το όργανο πλέον κλαίει δίπλα στο αυτί του χορευτή. Κλειστά τα μάτια των περισσοτέρων καθώς τα τραγούδια μιλάνε για θάνατο, για ξενιτιά ή για έρωτα.

Στην παρέα προστίθενται ο Δημήτρης Ζιάγκας στο κλαρίνο και ο Ηλίας στο ντέφι. Με το που το παίρνει στα χέρια του κόσμος στριμώχνεται στην υποτυπώδη πίστα για να είναι κοντά του. Τον παρακολουθώ να παίζει. Το πρόσωπο του είναι απερίγραπτα εκφραστικό, οι ώμοι του κουνιούνται στον ρυθμό, γελάει δυνατά και φωνάζει σε όλους «Καλά Χριστούγεννα». Αυτός ο σουρεαλιστικός τόνος που δίνει ο Keith Moon του ηπειρώτικου γλεντιού ξεσηκώνει τον κόσμο. Ο κινηματογραφιστής Αλέξανδρος Λαμπρίδης αποτυπώνει με την κάμερα του τα τεκταινόμενα και επικεντρώνεται στον Ηλία, με πληροφορεί μάλιστα ότι έχει ξεκινήσει ένα project με τίτλο «Ηλιάδα» προς τιμήν του απίθανου αυτού μουσικού που έχει το πηγαίο χάρισμα να ξεσηκώνει τον κόσμο μόνο με την παρουσία του.

Όταν έρχεται η ώρα για το τσιφτετέλι και σηκώνεται η Τάνια, ο Ηλίας γονατίζει μπροστά της και παίζει το ντέφι μόνο για χάρη της. Το κλαρίνο συνοδεύει διακριτικά, δε θέλει να κάνει «χαλάστρα» στη συνομιλία κορμιού και κρουστού. Καθώς η κοπέλα λικνίζεται, κάποια στιγμή ο εκστασιασμένος Ηλίας τη σταυρώνει. Χειροκροτήματα, σφυρίγματα, γέλια σε όλο το μαγαζί. Ο Ηλίας κατάγεται από το Δέλβινο της Αλβανίας αλλά πλέον είναι μόνιμα εγκατεστημένος στην Αθήνα «Από 10 χρονών μου έδωσε το ντέφι ο πατέρας μου και παίζω χάρη σε αυτόν. Και θα παίζω πάντα στη μνήμη του».

Μετά το τσιφτετέλι τα παραδοσιακά έρχονται και πάλι στο προσκήνιο. Συζητάμε με τον Αλέξανδρο και καταλήγουμε ότι στα πολυφωνικά οι τραγουδιστές λειτουργούν ως «ένα σώμα με πολλά κεφάλια, μια καλλίφωνη και καθόλου τρομακτική Λερναία Ύδρα». Οι περισσότεροι θαμώνες είναι γνώστες τόσο της μουσικής παράδοσης όσο και της χορευτικής. Όχι όμως όλοι. Η Τάνια ανακάλυψε πρόσφατα το Οινομαγειρείο, της το σύστησε μάλιστα ένας φίλος της Άγγλος. Δεν είναι τυχαίο πως το μαγαζί είναι ιδιαίτερα δημοφιλές σε ξένους που μένουν στη χώρα μας κι αναζητούν αυθεντικές καταστάσεις. Τελικά τις ανακαλύπτουν κόντρα σε όλα προγνωστικά, μέσα στον αχταρμά που επικρατεί πλέον στο Γκάζι. Η Τάνια μου λέει «Σκέφτομαι σοβαρά να γραφτώ σε κάποιο σύλλογο για να μάθω παραδοσιακούς χορούς. Το έχω ψάξει ήδη και βρήκα αρκετούς που η εκμάθηση είναι δωρεάν, οπότε μόλις βρω τον χρόνο θα ξεκινήσω. Μεγάλη εκτόνωση ο χορός. Σωματική και ψυχική».

Κατά τις εννιά τα βράδυ το γλέντι οδεύει προς το τέλος του. Για περίπου πέντε ώρες το κλαρίνο νίκησε την καθημερινότητα. Καθώς ανεβαίνω τη σκάλα σκέφτομαι ότι ο Καραϊσκάκης δεν είναι αυστηρός. Τσαντισμένος είναι, που δεν μπορεί να βγει από το κάδρο και να χορέψει.

*Οινομαγειρείο, Δεκελέων 32, Γκάζι, 210 3411876

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου