Categories: TV SHOWSΠΟΛΗ

Στα 90s, η Αθήνα Έζησε τον Μύθο της. Κι ο Πέτρος Κοζάκος Έγινε «ο Petros Floorfiller».

Ο Πέτρος Κοζάκος υποδέχθηκε τη δεκαετία του ’90 στο FAz. Μαζί με το πιο προχωρημένο fashion κοινό της εποχής, τους πρώτους θαμώνες του καινούριου κλαμπ της πλατείας Μαβίλη που έμελλε να γίνει θρύλος για την αθηναϊκή νύχτα. Είχε ανοίξει λίγες εβδομάδες πριν, φέρνοντας κάτι εντελώς νέο σε μια πρωτεύουσα που πάσχιζε να μοιάζει λιγότερο βαλκανική με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να φαίνεται στον ορίζοντα: τον ήχο του acid house που ήδη είχε βάλει φωτιά στη Μεγάλη Βρετανία (εισαγόμενο, μέσω Ιμπίθα, από το Σικάγο και το Ντιτρόιτ) κι εξαπλωνόταν σιγά σιγά και στην υπόλοιπη Ευρώπη διαμορφώνοντας τη σύγχρονη χορευτική κουλτούρα.

Νέα μουσική, νέες ιδέες, νέα ήθη, νέα ρούχα, νέα ναρκωτικά, νέες χορευτικές φιγούρες, νέοι κανόνες στην πίστα.

«Δύο εβδομάδες μας πήρε. Μετά όλη η Αθήνα που καταλάβαινε, ήθελε να είναι μέσα στα 600 άτομα που χωρούσε το FAz. Δεν ήταν πρωτοποριακό μόνο για την Ελλάδα – στη Γαλλία ανάλογο κλαμπ φτιάχτηκε μετά από 4 χρόνια, ενώ για το στήσιμό του φέραμε τον διακοσμητή του θρυλικού βέλγικου κλαμπ Bocaccio και του δώσαμε 1 εκατομμύριο δραχμές αμοιβή, θυμάμαι. (Οι έλληνες συνάδελφοί του δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι θέλαμε κι έτσι μοιραία στραφήκαμε σε αυτόν). Κι ο κόσμος ήθελε λίγη βοήθεια στην αρχή. Άκουγαν αυτήν την επαναλαμβανόμενη μουσική που ήταν πιο γρήγορη και πιο μηχανική π.χ. από την disco, την ένιωθαν αλλά δεν ήξεραν τι να την κάνουν. Τους πιάναμε από το χέρι για να τους δείξουμε πως να χορέψουν. Θύμαμαι σε μια από τις πρώτες βραδιές που καθιερώθηκε ο θεσμός του guest DJ στην Αθήνα με καλεσμένους τον θρύλο της Ιμπίθα, DJ Alfredo, και τον Ricardo Da Force των KLF, να μιξάρει ο πρώτος το χορωδιακό κομμάτι του “Another Brick in the Wall” των Pink Floyd με κάποιο (μάλλον) Chicago house κομμάτι και να παρασέρνει μαζί του τον κόσμο.Η δουλειά είχε γίνει. Ε, μέχρι το καλοκαίρι του ’90, είχε έρθει και στην Αθήνα το έκστασι…».

Ήταν ένα ανήσυχος νέος στην «σοσιαλιστική» Αθήνα του ’80. Χολαργιώτης, πανκ στην αρχή και νιουγεϊβάς στην πορεία, είχε πάρε δώσε με την Αγγλία λόγω των σπουδών της αδερφής του…έχει πει πολλές φορές την ιστορία σε συνεντεύξεις του. Πήγε στο Λονδίνο, τρελάθηκε με το νέο ήχο, έκανε την αμοιβή του από ένα χρόνο DJing στο No Name ταξίδι στην Ιμπίθα, έμεινε εκεί 29 μέρες και πήγε με δάκρυα από το Amnesia στο αεροδρόμιο για την πτήση της επιστροφής, αποφάσισε να φέρει όσα είδε πίσω στην Αθήνα, γύρισε, έψαξε και βρήκε συμμάχους.

Τα λέει ακόμα μια φορά στο δεύτερο επεισόδιο της νεάς σειράς ντοκιμαντέρ της Μαρίνας Δανέζη, Κλεινόν Άστυ, που έκανε πρεμιέρα στην ΕΡΤ, παίρνοντας την σκυτάλη από τα αγαπημένα μας Στέκια. Μετά το επεισόδιο-γκραφίτι της πρεμιέρας, σειρά έχουν «Οι μουσικές φυλές της Αθήνας στα 90s». Και σίγουρα η φυλή όσων άκουγαν ηλεκτρονική χορευτική μουσική (δε λέγαμε ακόμα τότε “dance”), η φυλή των «ρεϊβάδων» όπως σύντομα ταυτοποιήθηκαν ήταν -αν όχι η κυρίαρχη για όλη τη δεκαετία- σίγουρα το νέο φρούτο. Για τα περιοδικά, για τις εφημερίδες, για τα κανάλια, για τη μαμά και τον μπαμπά σου…

«Δεν υπήρχε επιστροφή για όσους μπαίναμε τότε σε αυτό το καινούριο πράγμα», μου λέει με ένα υπέροχο πάθος στην άλλη άκρη της γραμμής, ενώ 30 χρόνια μετά η Αθήνα είναι σε καραντίνα. «Έκανα και μαλακίες που μουντζώνομαι σήμερα. Ας πούμε ήρθαν οι Cramps, οι απόλυτοι ήρωες μου σε όλα τα 80s, και δεν πήγα να τους δω. Γιατί έτσι. Ήρθε ο Μπάρι Γουάιτ που έπαιζα στα πρώτα βήματά μου στα decks, επίσης δεν πήγα. Αλλά, ήταν τέτοιο το πολιτισμικό σοκ από την καινούρια κουλτούρα που ενσωμάτωνε και το χίπικο στοιχείο, φιλτράροντας ταυτοχρονα και το αντίστοιχο ροκ-νιου γουέιβ, που μας είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά». 

«Ήταν η αρχή μιας φοβερής απελευθέρωσης. Ήταν εποχή πανσπερμίας, άνθησης. Ερχόμασταν με μια καινούρια νοοτροπία να πολεμήσουμε τη μιζέρια. Φύγαμε από τα 80s που ήμασταν ταγάρια και προσπαθήσαμε να γίνουμε κι εμείς Δύση»

Έχει ενδιαφέρον αυτό το τελευταίο.

Τα 90s ήταν ίσως η τελευταία δεκαετία που οι άνθρωποι προσδιορίζονταν τόσο πολύ από τη μουσική. Βάλτε την καθυστερημένη σύνδεση με το εξωτερικό σε μια προ-ίντερνετ εποχή, βάλτε και την έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης και των lifestyle περιοδικών, όλοι έψαχναν για «φυλές». Και για «κόντρες» μεταξύ τους. Στο ντοκιμαντέρ της Μαρίνας Δανέζη αντιπροσωπεύονται σχεδόν άπαντες, συμμετέχουν: ο Γιώργος Φακίνος, μετέπειτα gothfather της Αθήνας/ η ροκ τριάδα του Merlin’s Music Box (Γιάννης Καστανάρας, Μιχάλης και Βασίλης Τζάνογλος)/ ο σκηνοθέτης Κλεόβουλος Ζαμίδης που διακόσμησε τα μαγαζιά της εποχής/ η Βασιλική Μαλεσιάδα που δούλεψε σ’ αυτά/ ο Νικολας κι ο Οδυσσέας των Razastarr από το ελληνικό hip hop που επίσης γεννήθηκε στα 90s/ η tattoo artist VASSΩ κρατώντας το λάβαρο των ροκαμπιλάδων/ ο Σπύρος Παγιατάκης του Εν Λευκώ 87.7 για το πώς μπορούσες να πατάς σε πολλές βάρκες ακόμα κι αν δεν παραδεχόσουν τα guilty pleasures σου/ o Θανάσης Μήνας, ο Γιαννης Κολοβός κι ο Γιάννης Ραουζαίος δίνοντας ένα θεωρητικό, πολιτικό και κοινωνιολογικό υπόβαθρο στις «υποκουλτούρες» της περιόδου. Και φυσικά ο διευθυντής του Metal Hammer, Κώστας Χρονόπουλος. που με απόλυτο deadpan ύφος λέει ότι ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι δυνατον «να ακούς μια μουσική που μοιάζει με τον ήχο που κάνει ο κάδος πλυντήρίου σου, πίνοντας ένα μπουκάλι νερό» και «ποιος ο λόγος να μην το κάνεις αυτό στο σπίτι σου;». Ακούγοντάς τον, έστω για λίγο, ίσως πιάσετε τον εαυτό σας να σας λείπουν τόσο πολύ αυτές οι εφηβικές μουσικομαχίες…

Πίσω στον Πέτρο (ακόμα Κοζάκο – αργότερα στα στα 90s βρέθηκε για επαγγελματικούς λόγους στην Ελβετία κι εκεί υιοθέτησε το πιο «διεθνές» Petros Floorfiller). Τον πιέζω να βάλει έναν τίτλο για την εποχή. Να συμπυκνώσει τις αναμνήσεις του, να παραμερίσει τη μεροληψία που έχει ως ένας από εκείνους που «το ξεκίνησαν» και να δει με πιο καθαρή ματιά τρεις δεκαετίες μετά. Δεν κρατιέται. «Ήταν η αρχή μιας φοβερής απελευθέρωσης. Ήταν εποχή πανσπερμίας, άνθησης. Είχε κλείσει ο κύκλος της (τότε) προηγούμενης κρίσης κι ερχόμασταν με μια καινούρια νοοτροπία να πολεμήσουμε τη μιζέρια. Φύγαμε από τα 80s που ήμασταν ταγάρια και προσπαθήσαμε να γίνουμε κι εμείς Δύση. Κυκλοφορούσε φυσικά πολύ χρήμα, αρχικά με τις επιδοτήσεις και μετά με τα κοινοτικά πακέτα. Τι να σου πω… Το 1986-87 οδηγούσα παπάκι και το 1989 Fiat Uno turbo» λέει γελώντας και συνεχίζει. «Ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη κόσμος που μέχρι τότε πήγαινε μόνο θρησκευτικές εκδρομές στους Αγίους Τόπους και την Κωνσταντινούπολη. Ειδαμε θεάματα, άνοιξε το Ρόδον, διοργανώθηκε το Rockwave, προς το τέλος της δεκαετίας είδαμε την Σβετλάνα Ζαχάροβα και κλαίγαμε. Ξέρεις και κάτι άλλο; Στα 90s, ο λόγος που δε γουστάραμε τους Αλβανούς είναι γιατί βλέπαμε σε αυτούς τον προηγούμενο εαυτό μας».

«Νομίζω η αθωότητα σκοτώθηκε με το που βγήκε ο Σημίτης το 1996. Μπήκε πολύ το κέρδος στη φάση. Έπεσε πολύ χρήμα από τους χορηγούς αλλά το διαχειρίστηκαν βλάχοι χωρίς όραμα που δεν τους ενδιέφερε να αφήσουν κάτι. Ήταν σύντομη η απογείωση γιατί πάτησε σε μικροαστικό υπόβαθρο».

Η προσέγγιση έχει ενδιαφέρον, δεν τη συμμερίζονται όλοι στο ντοκιμαντέρ. Κάποιος επισημαίνει ότι ήταν η εποχή που η ελληνική κοινωνία παραδόθηκε στον καταναλωτισμό. Άλλος, ότι σε ένα περιβάλλον μεταμοντερνισμού, στην εποχή του «τέλους της ιστορίας», ο κόσμος -ειδικά οι νέοι- έγινε απολιτίκ (και μετά αυτό το πληρώσαμε). Κι έχει πλάκα αυτό το κοντράστ, έτσι όπως κάθε οπτική εκπορεύεται από συγκεκριμένες μουσικές φυλές – κλασικό θέμα άλλωστε τετριμμένων πτυχιακών-διατριβών για τόσους και τόσους φοιτητές (…αναμεσά τους κι ο υπογράφων). «Όχι, δεν ήμασταν απολιτίκ. Συνειδητά απογαλακτιστήκαμε από τους πολιτικούς. Και πολύ καλά κάναμε, θα έπρεπε και περισσότερο. Ήταν ένδειξη ανεξαρτησίας κι ωριμότητας, ήξερες τι γίνεται και δεν τους είχες ανάγκη. Αυτοί το παιχνίδι τους κι εγώ τον δρόμο μου», εξηγεί την πολιτική στροφή της εποχής ο Πέτρος Κοζάκος. Αλήθεια, κάνοντας την αναπόφευκτη σύγκριση, ήμασταν περισσότερο προοδευτικοί τότε ή περισσότερο συντηρητικοί σήμερα; «Η οικονομική ευρωστία οδηγεί στην αποδοχή, μην ξεχνάμε ότι έγιναν μεγάλα βήματα στα 90s π.χ. στον τρόπο που είδε η ελληνική κοινωνία τους ομοφυλόφιλους.  “Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων”, έλεγε ο Δημοσθένης και μπορείς μια χαρά να το μεταφέρεις και σε εκείνη την εποχή. Αντίθετα, τα 80s – όχι μόνο στην Ελλάδα- είχαν αντιπαλότητες. Στα γήπεδα, στα πανεπιστήμια, παντού. Με το που ήρθε το χάπι και το MDMA, τελείωσε η βία».

Τα ναρκωτικά, πάντα συνδεδεμένα με τη νεανική κουλτούρα (όσο κι αν στην Ελλάδα, για δεκαετίες, αποφεύγουμε τη συζήτηση) δαιμονοποίησαν την σκηνή του rave. Ή, αν προτιμάτε, έστρεψαν τους λάθος παρμορφωτικούς φακούς πάνω της. Όταν σκέφτεσαι τα ελληνικά 90s, δεν μπορεί να μην παραμονεύει κάπου η «μητέρα ρέιβερ» στο διπλανό παράθυρο από τον Νίκο Ευαγγελάτο…«Τα μίντια μας είδαν ως μόδα. Μεγέθυναν διάφορες ιστορίες, θυμίζω ότι είχαμε και τον περίφημο νόμο Παπαθεμελή με το ωράριο στις αρχές της δεκαετίας. Αλλά είτε μας πλησίαζαν τα περιοδικά, είτε τα δελτία ειδησεων εμείς μείναμε underground. Ζούσαμε σε άλλον κόσμο και δε μας ενδιέφερε τι έλεγαν. Δεν ήμασταν δέκα ρεμπέτες που μας πετούσαν τάληρα. Ξέραμε ότι δεν ήμασταν ούτε και Βερολίνο, αλλά αυτό το λίγο που μας αναλογούσε είχε πολύ μεγάλη αξία, τόσο εμπορική όσο κι από άποψη νοοτροπίας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν η αρχή τους βρήκε τον Πέτρο πρωτοπόρο, το φινάλε των 90s τον συνάντησε στο απόγειό του ως DJ και διοργανωτή (ως Floorfiller πια). «Η Αθήνα, όπως και όλη η Ελλάδα, έζησε τον μύθο της. Όταν έπαιξε ο Paul Oakenfold το καλοκαίρι του 2000 στο Paradizio της Βάρκιζας, πήρε φωτιά ένα δέντρο και 3500 άτομα νόμιζαν ότι ήταν μέρος του σόου (το ίδιο κι εκείνος) και το πάρτι απογειώθηκε σαν να μην υπήρχε αύριο. Τέτοια ήταν η τρέλα. Ένα χρόνια αργότερα κάναμε το Energy festival, πάλι με τον Oakey headliner, στο Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού και ήρθαν 15.000 άτομα. Ήμασταν στα ουράνια, λέγαμε “δεν είναι δυνατόν να το ζούμε αυτό”. Αλλά, παράλληλα, όπως συνήθως συμβαίνει, ήμασταν και στην αρχή του τέλους. 
Νομίζω η αθωότητα σκοτώθηκε με το που βγήκε ο Σημίτης το 1996. Μπήκε πολύ το κέρδος στη φάση. Έπεσε πολύ χρήμα από τους χορηγούς αλλά το διαχειρίστηκαν βλάχοι χωρίς όραμα που δεν τους ενδιέφερε να αφήσουν κάτι όπως π.χ. άφησαν στην Αγγλία το Fabric ή το Ministry of Sound. Συνέβη η απογείωση, αλλά ήταν σύντομη γιατί πάτησε σε μικροαστικό υπόβαθρο, όχι σε καλλιτεχνικό. Και βέβαια ξεκίνησε και το μεγάλο κυνήγι από τις αρχές. Πώς να ξεχάσω τότε που μπήκαν τα ΕΚΑΜ στο Loca ενώ έπαιζε ο David Morales;».


Πέτρο, αν τα 90s ήταν:

– ενα κλαμπ; +Soda ό,τι κοντινότερο σε «Fabric της Αθήνας»
– μια ταινία; Δεν ξέρω. Νομίζω, πάντως, ούτε το Trainspotting, ούτε το Fight Club.
– ένας δίσκος; Το πρώτο Northern Exposure των Sasha & John Digweed. Εξήγησε στον κόσμο την έννοια του DJing, ότι ένα mix είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των κομματιών του.
– ένα ρούχο-αξεσουάρ; Ένα φούτερ smiley με κουκούλα που μπορούσες να φορέσεις από την παραλία μέχρι το rave. Ε, και τα καστόρινα μποτάκια Timberland που αντικατέστησαν τα Dr. Martens. Πανάκριβα, 70.000 δρχ. έκαναν.
– ένα πρόσωπο; Για μένα, και την παρέα μου, ο Λευτέρης Βογιατζής. Οι παραστάσεις του ήταν απίστευτη πηγή έμπνευσης.


Κάπως έτσι κύλησαν τα 90s του Πέτρου Κοζάκου. Οι υπολοιποι στο «Κλεινόν Άστυ» τα θυμούνται διαφορετικά. Η αλήθεια, πόσω μάλλον η ιστορία ως άθροισμά της, δεν έχει ποτέ μόνο μια όψη. Αυτό που μένει είναι αυτό που θες να κρατήσεις. «Δε θέλω να ξεχάσω τίποτα. Δικαιώθηκαν όλες μου οι προσδοκίες. Κι αν όχι πάντα από μένα, από τους άλλους που ήταν δίπλα μου. Στα 90s για πρώτη φορά στην Ελλάδα ημασταν on time. Ζήσαμε την αφθονία σε όλα. Συναισθήματα, ανοιχτό μυαλό, ανοιχτή καρδιά, διάθεση, επικοινωνία. Unity. Συμφιλιωθήκαμε μεταξύ μας. Ξεπεράσαμε το βλάχικο, το ταγάρικο, το μικροαστικό. Πήγαμε στην πηγή κι αυτή τη φορά προλάβαμε να πιούμε νερό… Αυτό το νερό από το οποίο βγήκατε εσείς, η επόμενη γενιά».

Η σειρά ντοκιμαντέρ «Κλεινόν Άστυ – Ιστορίες της Πόλης» σε σκηνοθεσία Μαρίνας Δανέζη (μουσική σήματος: Φοίβος Δεληβοριάς) κι εκτέλεση παραγωγής από την Laika Productions προβάλλεται καθε Σάββατο στις 21.00 από την ΕΡΤ2.
Όλα τα επεισόδια μετα την πρεμιέρα τους είναι διαθέσιμα στο ERTFLIX
Περισσότερες πληροφορίες εδώ
Παναγιώτης Μένεγος