Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ' ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία…
Τη νύχτα ησυχάσαμε μέσα στη φωτιά· τα πυρακτωμένα μας στόματα μάτωσαν το σκοτάδι Απ’ το πρωί τα πουλιά δεν πετούν…
Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας, ταξίδι που τους έγραφε, τ’ άστρα…
Είμαι ένας εφήμερος και διόλου υπερβολικά δυσαρεστημένος πολίτης μιας μεγαλούπολης που νομίζουν μοντέρνα επειδή απόφυγαν κάθε γνωστό γούστο στην επίπλωση…
Ο ρυθμός εκείνος όταν βούιζε στο σώμα κι είμαστε πράσινα αμύγδαλα ήταν ο θρίαμβος του χρόνου πάνω στα ξερόκλαδα που…
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε, πήγα στο σπίτι του, μόλο που το αποφεύγω να εισέρχομαι στων Χριστιανών…
Έξω η ζωή που ανασαίνει όπως και πρώτα πρώτα δεν είχε μες στο αίμα τη φυγή μα η φυγή χαράσσει…
O τραγουδιστής όπως το λέει πεθαίνει όλοι πεθαίνουμε για να το πούμε όλοι πεθαίνοντας το λέμε…
Είμαι η έρημη ασφαλτωμένη δημοσιά που αφήνεται σα μεθυσμένη ανηφορίζοντας με τις μοτοσικλέτες, αισθαντικό, ολονύχτιο φως που αγρυπνά σ’ ερημικό…
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά H γειτνίασις του…