Κάποτε κοιτάει τον ουρανό δεν χρειάζεται συμπλήρωση αυτός κάποτε μισεί τη θάλασσα να βλέπει ώρες χλευαστικά τα νιάτα που ξεκοκαλίζει…
Nά μία βοσκούλα στο βουνό που κάθεται και κλαίει Kαι τα παράπονα η σπηλιά γλυκά τα ματαλέει: Eψές μού απέθανε…
Ψεύδομαι και το σύμπαν καθηλώνεται από τα παράφρονα ψέματά μου Το άπειρο κι εγώ καταγγέλλουμε ο ένας τα ψέματα του…
Βογκά η πέτρα η αστραφτερή, νερό, στο πήδημά σου κι είναι ένα μάτσο από σπαθιά, νερό, το ανάστημά σου! Και…
Συ, που θάμπωσες τον ήλιο, που σ’ εζήλεψ’ η αυγή, σπέρμα ουράνιο, ριχμένο, που εβλάστησες στη γη…
Σαν στέγνωσε απ’ τα δάκρυα η γυναίκα κεντάει με κέντρο τον Χριστό μια μαξιλαροθήκη. Κάνει γύρω γύρω τους δώδεκα αποστόλους…