Ένα από τα πράγματα που μου έχουν κάνει εντύπωση σε σένα, είναι πως πέρασες στην τρομπέτα αρκετά μεγάλος. Πες μου την ιστορία, πώς βρέθηκες στη μουσική και πώς επέλεξες τελικά αυτό το όργανο; Είναι μια ιστορία πολύ ρομαντική. Στα 15 προς 16 χώρισαν οι δικοί μου, και αποφασίσαμε με τον πατέρα μου να φύγουμε οι δυο μας από το χωριό και να έρθουμε στην Αθήνα, όπου αυτός είχε μεγαλώσει, για να φύγει κι αυτός από την τοπική κοινωνία, γιατί ακόμα τότε, γύρω στο 90, όταν χώριζες ήταν ιστορία και να έχω κι εγώ καλύτερα φροντιστήρια για τις πανελλήνιες. Τελικά φύγαμε όταν ήμουν στη Δευτέρα Λυκείου και ξεκίνησα φροντιστήριο στα Εξάρχεια, για πρώτη δέσμη, χωρίς να θέλω να μπω κάπου συγκεκριμένα. Ήδη γρατζούναγα μια κιθάρα, είχα κάνει και λίγα μαθήματα κλασικής στο χωριό. Στο σχολείο που πήγαινα, στο Βύρωνα, άρχισα να παίζω ηλεκτρική σε ένα γκρουπάκι. Έπαιρνα το Ποπ και Ροκ, αλλά και το ΖΟΟ, ένα πολύ ωραίο περιοδικό. Και Σιδηρόπουλος, ΑΝ Club, Εξάρχεια, Πουλικάκος… Τότε στο ΑΝ γινόταν ένας διαγωνισμός Battle of the Bands, και μέσα σε δύο μήνες έπαιξα εκεί δυο φορές με το γκρουπ μας. Το καλοκαίρι, δευτέρας προς τρίτη Λυκείου, γνωρίζω ένα παιδί που έκανε κιθάρα στο Μπέρκλεï, και αποφάσισα να μη δώσω Πανελλήνιες, και να γραφτώ στο Ωδείο του Νάκα για να μάθω κιθάρα. Κι εκεί γίνεται χαμός! Ο πατέρας μου τρελαίνεται, η μάνα μου του ρίχνει τις ευθύνες τύπου «πήρες το παιδί στην Αθήνα και το κατέστρεψες», εγώ όμως είμαι αποφασισμένος να γίνω μουσικός. Στο ωδείο κάνω κιθάρα, ροκ, μπλουζ, μετά αρχίζω μαθήματα με το Γιώτη Σαμαρά και μπαίνω στη τζαζ. Τελειώνω το σχολείο, κάνω εξωτερικές δουλειές με το μηχανάκι για ένα τοπογράφο, μπαίνω σε θεατρική ομάδα, ασχολούμαι και λίγο με τη φωτογραφία… Ψάχνομαι! Και μια μέρα ακούω από το Τζαζ και Τζαζ ένα CD που είχε ένα κομμάτι του Miles, το It never entered my mind, σε μια παλιά εκτέλεση. Ήταν απίστευτα γλυκός ο ήχος του. Την άλλη μέρα πήγα στη Φιλαρμονική της Πεντέλης, πήρα μια τρομπέτα και προσπάθησα να βγάλω ήχο. Είναι καλοκαίρι του 2000, κι έχω ξεκινήσει κάτω από την πίεση του πατέρα μου ένα ΙΕΚ για μηχανικός αυτοκινήτων κι έχω φρικάρει! Τότε γίνεται κάτι μαγικό. Ένας φίλος μού λέει «θα πάμε με φίλους στη Δανία να μαζέψουμε φράουλες, έλα!» Και κάναμε ένα απίστευτο ταξίδι, γνωρίσαμε κόσμο από παντού, Βραζιλιάνους, Ευρωπαίους, Ασιάτες… Κάναμε αγροτικές δουλειές, οι οποίες πλήρωναν πολύ καλά, έπαιρνες τότε ένα εκατομμύριο δραχμές για ένα μήνα! Κοιμόμασταν σε σκηνές, μαγειρεύαμε όλοι παρέα, σαν κοινόβιο. Οπότε πήρα την απόφαση και είπα «τέρμα, από δω και πέρα στη ζωή μου θα κάνω ό,τι γουστάρω! Αν δεν τα καταφέρω με τη μουσική, θα ζω έτσι, αν νομάς!» Σταμάτησα το ΙΕΚ και λοιπές μαλακίες, αφοσιώθηκα σοβαρά στην τρομπέτα, κι από εκεί που την είχα σαν δεύτερο όργανο, το πήρα πολύ ζεστά. Αφού έμαθα δυο χρόνια εδώ, πήγα στην Ολλανδία. Βρήκα στην Ουτρέχτη ένα πολύ καλό δάσκαλο, με πήρε στη μέση της χρονιάς, ενώ δεν επιτρεπόταν… Κι ενώ εδώ μελετούσα μια-δυο ώρες την ημέρα και κουραζόμουν, με το που πήγα εκεί, με κάποιο μαγικό τρόπο, βάραγα οκτάωρα! Ανέβηκα επίπεδο πολύ γρήγορα. Ακούγεται ρομαντικό, αλλά είναι αλήθεια: όλα ξεκίνησαν από ένα CD του Τζαζ και Τζαζ!
Στη μουσική σου βρίσκει κανείς διαφορετικά ακούσματα από πολλές κατευθύνσεις… Εγώ δεν είχα ακούσει παραδοσιακή μουσική, ούτε οι γονείς μου άκουγαν μουσική στο σπίτι. Η πρώτη μουσική ανάμνηση που έχω είναι Μηλιώκας και Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ! Από ένα παλιό στερεοφωνικό στο χωριό, το «Για Το Καλό μου»! Είχα και το θείο μου που έκανε εκπομπή στο Ράδιο Κρέσταινα με ροκ, ξέρεις, τα 70s, Floyd, Purple, Scorpions, Supertramp, King Crimson. Και μετά, η ηλεκτρονική μουσική που έπαιζε τότε στα τοπικά κλαμπ, techno, Prodigy… Άλλη μια ανάμνηση είναι ο Ρακιντζής. Τώρα που τα ξανακούω, καταλαβαίνω τι ήταν αυτό που μου άρεσε σε αυτόν. Θέλω να τον γνωρίσω κιόλας! Φυσικά τότε δεν ήξερα καν τι είναι η τζαζ, πολύ αργότερα έμαθα. Όταν άρχισα να ακούω, ο πρώτος δίσκος που πήρα ήταν το Page One του Joe Henderson, που δεν μου άρεσε! Η εισαγωγή μου στη τζαζ έγινε μέσω του Τάκη Μπαρμπέρη. Γιατί είχε και ροκ και τζαζ στοιχεία, αυτό γούσταρα όταν έπαιζα κιθάρα. Ο Τάκης ήταν η μετάβασή μου από το ροκ και το μπλουζ στη τζαζ. Το Are you Happy, το Episodes, και το 2004 που βγήκε το Naiva.
Αυτή τη στιγμή που έχεις γίνει γνωστός στην Ελλάδα, με αρκετές συνεργασίες και προτάσεις, ενώ κυκλοφορείς και το καινούριο σου CD, ποιες προοπτικές υπάρχουν σε αυτή τη χώρα για σένα; Από τη μία η Ελλάδα είναι κάπως αποκλεισμένη. Από την άλλη αν κάνεις κάτι πολύ καλά, όπως για παράδειγμα η Σαβίνα… Έχει κάνει δίσκους στην ECM κι έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Ο Ψαραντώνης το ίδιο. Ο Σωκράτης Σινόπουλος τα τελευταία χρόνια με τον Charles Lloyd. Τώρα θα βγει, απ’ ότι ξέρω, και δικό του cd στην ECM. Και μιλάω για το δικό μας χώρο, τον αυτοσχεδιαστικό. Σιγά-σιγά κι άλλοι μουσικοί βγαίνουμε στο εξωτερικό. Οι Mode Plagal έπαιξαν αρκετά έξω, με το Σταύρο Λάντσια έχουμε παίξει αρκετές φορές στη Γερμανία. Κάτι κινείται! Σίγουρα όμως, σε μια άλλη χώρα όπου υπάρχουν managers που ξέρουν, αυτό γίνεται δέκα φορές καλύτερα. Δεν είμαστε όμως εντελώς καταδικασμένοι σε αυτή τη χώρα, απλώς αν είσαι εδώ, θα πρέπει να αποδεχτείς ότι θα παίζεις κατά 90% εδώ και 10% στο εξωτερικό. Ενώ αν είσαι στο Παρίσι, υπάρχει ένα κοινό δίκτυο. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι η τζαζ είναι κάτι πολύ καινούριο στη χώρα μας, ενώ στη Γαλλία υπάρχει από το 40. Στη Δανία έχουν ζήσει και παίξει τόσοι και τόσοι μεγάλοι μουσική: ο Chet, ο Dexter Gordon… Εδώ, τώρα ψάχνουμε ταυτότητα, και σε σχέση με την παραδοσιακή μουσική. Στην Ιταλία έχουν. Εκεί έχει παίξει ρόλο και το σινεμά. Και στις δικές μας παλιές ταινίες, αν δεις, υπάρχουν τζαζ ορχήστρες. Όμως αυτό χάθηκε. Ίσως επειδή έχουμε και πολύ ισχυρή δική μας μουσική, τα λαϊκά, τα παραδοσιακά, τα ρεμπέτικα… Για τον Έλληνα μοιάζει να είναι δύσκολη μια μουσική που δεν έχει στίχους. Ευτυχώς τώρα βγαίνουν πολλοί μουσικοί, καινούρια ταλέντα που το παλεύουν. Όμως σε σχέση με αλλού, είμαστε σε εμβρυακό στάδιο, και γι’ αυτό σκέφτομαι να ξαναφύγω. Στη Γαλλία έπαιζα σε ένα μπαράκι στα προάστεια, στο Saint Ouen. Έρχεται ένας τύπος και μου λέει «δώσε μου το τηλέφωνό σου. Θα σε πάρω αύριο να μιλήσουμε για δουλειά». Ήταν ο κιθαρίστας των Noir Desir, o Serge Teyssot-Gay. Βγαίνουμε για καφέ και μου λέει «έχουμε ένα γκρουπ με τον Ibrahim Maalouf, αλλά τώρα ο Ibrahim είναι πολύ απασχολημένος, οπότε σκέφτηκα να παίξουμε μαζί». Από από το πουθενά, βρισκόμαστε να παίζουμε σε μεγάλα φεστιβάλ, στο Παρίσι, στη Ναντ. Αυτό λείπει από την Ελλάδα.
Τα κομμάτια της καινούριας σου δουλειάς, Anicca, είναι όλα πρόσφατα; Όχι, κάποια είναι πιο παλιά. Το Anicca και το Volcano in the Sea είναι φετινά, το Pont Louis Blanc είναι περυσινό, ενώ το Vigla είναι πολύ παλιά σύνθεση, είχε μείνει έξω από τον πρώτο μου δίσκο. Όμως με αυτή τη μπάντα που παίζω τώρα, ακόμα και το παλιότερο υλικό, το αντιμετωπίζω σαν καινούριο. Τα πάντα φιλτράρονται από το τωρινό μας ηχόχρωμα.
Είναι αυτή η μαγεία της αλληλεπίδρασης με τους άλλους μουσικούς στη τζαζ. Είναι όμως οι μπαγάσηδες απίστευτοι! Και στην ουσία το δίσκο τον γράψαμε σε μια μέρα. Σχεδόν ζωντανά!
Για τους δασκάλους σου εδώ μιλήσαμε. Ας μιλήσουμε όμως και για τις συναντήσεις σου στο εξωτερικό. Μου αρέσει η ευρωπαϊκή σκηνή. Όσο κι αν μου αρέσει ο Tom Harrell ή ο Dave Douglas, δεν είχα ποτέ όνειρο να βρεθώ μαζί τους. Οι άνθρωποι που ήθελα να γνωρίσω φεύγοντας από την Ελλάδα ήταν ο Markus Stockhausen κι ο Paolo Fresu. Από αυτούς τους δύο έχω επηρεαστεί πολύ αισθητικά. Βρέθηκα και με τους δύο, και κρατάμε ακόμα επαφή. Τον Paolo Fresu προσπάθησα πολλές φορές να σταματήσω να τον ακούω για να μην παρασύρομαι, και δεν μπορώ. Και βέβαια έχω πάρει πολλά από τους ανθρώπους που έχουμε παίξει μαζί live. Τον Tore Brunborg που είχαμε παίξει μαζί στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, μια συναυλία που είχαμε κάνει στο Μέγαρο με τον Michel Portal, με τον Baby Sommer… Με τους Ευρωπαίους ονειρευόμουν πάντα να παίξω, όχι με τους Αμερικάνους. ΟΚ, η dream band θα ήταν ίσως Bill Frisell – Paul Motian – Charlie Haden. Αυτοί είναι οι αγαπημένοι μου Αμερικανοί μουσικοί. Όμως με τους Ευρωπαίους αισθάνομαι αλλιώς. Τον Mathias Eick, τον Nils Petter Molvær, τον Eric Truffaz, τον Enrico Rava… Όταν είδα τον Rava στο Παρίσι, πήγα μετά το live και του είπα κάτι που πραγματικά το εννοώ: «Για μένα εσείς, ο Paolo Fresu, ο Nils Petter Molvær, είστε τόσο σημαντικοί όσο είναι ο Chet και ο Miles…»