Μικρή ήταν ένα από τα κοριτσάκια που εμφανίζονταν σε συγκλονιστικές όπερες – Μαντάμα Μπατερφάλι, Καβαλερία Ρουστικάνα. Ηξερε από τότε όμως ότι το δράμα ανήκει στη σκηνή και μόνο. Σήμερα, η 33χρονη Ροδούλα Γαϊτάνου είναι μια σπουδαία διεθνής σκηνοθέτης όπερας που ζει στο Λονδίνο. Πέρυσι αποθεώθηκε με τη «Σταχτοπούτα» και τώρα επιστρέφει με το «Ετσι κάνουν όλες» στη Λυρική.
Στο δημοτικό έγραφε εκθέσεις για τον δραματικό έρωτα του Αλφρέντο και της Βιολέτα από την Τραβιάτα . Η πρώτη ανάμνηση που έχει στη ζωή της είναι ο Αλέξης Μινωτής στην Επίδαυρο να ερμηνεύει Οιδίποδα (στην τελευταία του παράσταση, όταν είχε βγει σχεδόν υποβασταζόμενος). Η Ροδούλα Γαϊτάνου είναι μόλις 33 ετών, έχει σκηνοθετήσει στην Royal Opera και σε άλλα σπουδαία θέατρα ανά τον κόσμο, ενώ από τις 24 Οκτωβρίου δείχνει στο αθηναϊκό κοινό τον ιδιαίτερο, ανεπιτήδευτο, πηγαίο αλλά και τόσο καλά αρθρωμένο πάνω στις αρχές του Διαφωτισμού και της φροϋδικής προσέγγισης τρόπο με τον οποίο σκηνοθέτησε την όπερα του Mότσαρτ Cosi fan tutte. Ή, αν προτιμάτε: Ετσι κάνουν όλες. Μια όπερα που ο λιμπρετίστας έγραψε ως κωμωδία και ο Μότσαρτ σχεδόν ως ανθρώπινο δράμα!
Το ελληνικό κοινό την γνώρισε για πρώτη φορά πέρυσι – ο καλλιτεχνικός διευθυντής Μύρων Μιχαηλίδης την κάλεσε να σκηνοθετήσει στην Ελλάδα και η αρχή έγινε με την «Σταχτοπούτα» του Ροσσίνι. Το στοίχημα κερδήθηκε και το επόμενο μοιάζει ακόμη πιο απαιτητικό. Η Ροδούλα Γαϊτάνου μου εξηγεί πως ζει μέσα σε ένα κανάλι δημιουργίας, «σε μια ροή ηφαιστειακή» μέσα από τη νέα της συνεργασία (επόμενες παραστάσεις του «Ετσι κάνουν όλες» στο θέατρο Ολύμπια στις 31 Οκτωβρίου, 1,2,8,9 Νοεμβρίου 2014). Ξεκινώντας τη συζήτηση προσπαθούμε να θυμηθούμε άλλες γυναίκες που σκηνοθέτησαν πρόσφατα στη Λυρική. «Μακάρι να υπάρξουν κι άλλες, πολλές γυναίκες, και νέες γυναίκες. Κάνει καλό» μου λέει με βεβαιότητα.
Τι καλό κάνει; Φέρνει νέες αναγνώσεις. Βασικά θέματα της όπερας όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η ανακάλυψη, η μεταμόρφωση αντιμετωπίζονται διαφορετικά από άντρες και γυναίκες. Χωρίς να θέλω καθόλου να μπω σε μια σεξιστική λογική -της οποίας δεν είμαι καθόλου φαν. Εγώ πολύ αργά στη ζωή μου συνειδητοποίησα ότι ως γυναίκα ο κόσμος με αντιλαμβάνεται διαφορετικά ή ότι υπάρχουν εμπόδια γύρω μου.
Γιατί; Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με τρία κορίτσια στα οποία ποτέ, κανείς, δεν είπε ότι δεν μπορούν να κάνουν πράγματα επειδή είναι κορίτσια. Μέχρι που έφυγα έξω και έζησα μόνη μου δεν είχα δει ότι μπορεί να σε αντιμετωπίσουν διαφορετικά. Η ίδια, μόνη μου, αυτό το περιοριστικό δεν το φέρω, άρα δεν το αντανακλώ κιόλας. Ακριβώς επειδή δεν αντανακλώ μια διάθεση μειονεκτικής θέσης δεν το εισπράττω.
Αυτό πιστεύεις ότι βάζει όρια και στους άλλους; Βεβαίως. Δεν υπάρχει αδύνατο σημείο το οποίο μπορεί ο άλλος να χτυπήσει. Γιατί πολύ απλά για μένα δεν είναι ένα αδύνατο σημείο. Αισθάνομαι απόλυτα δυνατή για το γεγονός ότι είμαι γυναίκα και μπορώ να καταφέρω πολλά πράγματα. Τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να αισθανθώ μειονεκτικά ή να με κάνει να πιστέψω ότι το φύλλο μου μπορεί να είναι εμπόδιο για να κάνω πράγματα.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με τη Λυρική; Ήμουν στο Λονδίνο και όταν επέστρεψα στην Ελλάδα για να γιορτάσω το Πάσχα με την οικογένειά μου, είδα τον Μύρωνα Μιχαηλίδη και τον Νέστορα Τέιλορ και μου έκαναν πρόταση να σκηνοθετήσω το περσινό εναρκτήριο έργο της Λυρικής, τη Σταχτοπούτα. Μια παράσταση που εκτός του ότι την αγκάλιασε το κοινό, ήταν για μένα μια εξαιρετική συνεργασία με το θέατρο. Ωραίοι συνεργάτες! Και θέλω να πω – επειδή δουλεύω παντού- ότι το κατασκευαστικό τμήμα της Λυρικής είναι ένα από τα καλύτερα πανευρωπαϊκώς. Η δουλειά που κάνουν οι σιδεράδες, οι γλύπτες, οι ζωγράφοι, οι ξυλουργοί είναι εξαιρετικά υψηλής όχι μόνο αισθητικής αλλά κυρίως τέχνης, κατασκευής. Και βέβαιο είναι εντυπωσιακό ότι όλοι δουλεύουν πυρετωδώς γιατί πάντα υπάρχει πίεση χρόνου. Ολοι ανταπεξέρχονται εξαιρετικά. Ναι, είναι ένα θέατρο που έχει εξαιρετικά καλό δυναμικό.
Δουλεύετε με τρία διαφορετικά καστ. Για ποιο λόγο; Είναι ένας άθλος. Καταρχήν, οι Έλληνες τραγουδιστές είναι εξαιρετικοί πραγματικά, αλλά υπάρχει μόνο μια Λυρική Σκηνή. Το θέατρο θέλει να χρησιμοποιήσει όσο περισσότερους τραγουδιστές γίνεται και εγώ είμαι υπέρμαχος αυτής της ιδέας.
Γιατί επιλέξατε τώρα το «Έτσι κάνουν όλες»; Η Λυρική έχει να το ανεβάσει γύρω στα 17 χρόνια και ήθελαν να το ξαναφέρουν στο ρεπερτόριο. Για μένα, από την τριλογία που έχει γράψει ο Μότσαρτ και ο ντα Πόντε [λιμπρέτο] είναι το πιο δύσκολο. Φέρνει ένα πολύ μεγάλο οξύμωρο: Ο ντα Πόντε έχει γράψει μια κωμωδία και ο Μότσαρτ έχει συνθέσει μια τραγωδία. Υπάρχει πολύ συναισθηματική ειλικρίνεια σε αυτή τη μουσική για να γίνεται όλο αυτό στην πλάκα… Και υπάρχει και ένα φιλοσοφικό ερώτημα για το πού βρίσκεται η αλήθεια της κατάστασης; Στη μουσική ή στο κείμενο;
Εσύ, ποια απάντηση έδωσες μέσω της παράστασης σου; Κοίτα, στη λύση αυτού του αινίγματος ξεκίνησα από το τέλος και από αυτό που λέει το κείμενο. Εχουμε ένα ηθικό δίδαγμα στο τέλος της όπερας, έναν επίλογο αν θες, στον οποίο ο ντα Πόντε λέει -και Μότσαρτ συμφωνεί-: «όποιος δεν βλέπει τη ζωή από τη θετική της πλευρά, θα είναι δυστυχισμένος». Ή αν θέλεις αλλιώς: «όλη την ανθρώπινη περιπέτεια θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με χιούμορ και αισιοδοξία». Είναι εξαιρετικά σύγχρονο αυτό το μήνυμα, γενικότερα και μόνο όσον αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις. Εχει να κάνει με το πως αντιμετωπίζουμε τις κακουχίες, τα προβλήματα, πως ξεκινάμε κάθε πρωί έχοντας να αντιμετωπίσουμε έναν φόρτο προβλημάτων μιας δύσκολης καθημερινότητας που μπορεί να είναι πολύ βαριά στους ώμους μας. Αν η ψυχολογία μας βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο αντί για μισοάδειο αυτό θα γίνει κινητήριος δύναμη για να βγάλουμε τη μέρα, το μήνα, τον χρόνο. Να μπορέσουμε να απολαύσουμε τη ζωή που είναι και το ζητούμενο. Η χαρά και η απόλαυση.
Άρα το αίνιγμα του Μότσαρτ το προσέγγισες από το τέλος. Ακριβώς. Σε όλο το έργο υπάρχουν κωμικές στιγμές, στιγμές παρωδίας και στιγμές απόλυτης ψυχολογικής κατάρρευσης. Όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή.
‘Ολες οι εντάσεις που ζούμε στ’ αλήθεια… Ακριβώς. Αυτό το έργο τις περικλείει όλες. Το επίκεντρο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, όμως μια πιο στοχαστική ματιά ή ένας πιο στοχαστικός θεατής πολλά στοιχεία του έργου μπορεί να τα δει ή να τα «διαβάσει» για πολλές πτυχές της ζωής του. Για μένα, το Cosi fan tutte είναι το κύκνειο άσμα του Μότσαρτ. To έγραψε επίσης 33 χρονών – όσο είμαι κι εγώ- και το έχω πάρει κάπως το θέμα (γέλια).
Βέβαια ήταν ένα τολμηρό έργο για την εποχή του… Εξαιρετικά τολμηρό. Γι αυτό δεν παιζόταν συχνά. Και οι χαρακτήρες αυτοί είναι εξαιρετικά σύγχρονοι. Ο χαρακτήρας της Ντεσπίνα είναι μια φεμινίστρια πριν καν σκεφθεί οποιαδήποτε γυναίκα τον φεμινισμό. Φεμινίστρια όχι με την καλή έννοια. Προτείνει να χρησιμοποιούν οι γυναίκες τους άνδρες για να περνούν καλά οι ίδιες. Πολύ χειραγωγία, αρκετά σεξιστικό. Αλλά αν δούμε το Cosi ως μια φάρσα τραβηγμένη από τα μαλλιά, σαφώς υπάρχουν αρκετά σεξιστικά στοιχεία, σαφώς υπάρχει μια ανάγνωση του Αλφόνσο ως μισογύνη – που για μένα δεν είναι μισογύνης αλλά ένας άνθρωπος που έχει μεγάλη δόση χιούμορ και λέει «αγοράκια που είστε τόσο κολλημένοι με τις γυναίκες σας μήπως θέλετε να δείτε τα πράγματα και από την άλλη τους πλευρά»;
Έχει άδικο ο Αλφόνσο; Όχι, δεν έχει άδικο. Μερικές φορές ο έρωτας μας τυφλώνει και χάνουμε τη γενική εικόνα. Βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε, την προβολή του εαυτού μας και των «θέλω» μας πάνω στον άλλο. Για μένα η πραγματική αγάπη έρχεται από τη στιγμή που θα δεχθείς τον άλλο ακριβώς όπως είναι. Μόνο τότε θα μπορέσεις να περάσεις καλά μαζί του.
Πόσο επιτρεπτό, πόσο ηθικό είναι να τεστάρεις τον άλλο όπως κάνουν οι ήρωες της όπερας; Τις περισσότερες φορές, πριν έρθει το ζήτημα της ηθικής έρχεται το ζήτημα της συνείδησης. Και μερικές φορές τα τεστ που κάνουμε είναι ασυνείδητα. Είναι μια κατάσταση που γίνεται για να επιβεβαιωθούμε εμείς και μόνο. Είμαστε έτοιμοι να την πάμε στα άκρα. «Πόσο πολύ μ’ αγαπάς;Πόσο;». Να μια κλασική ερώτηση που την κάνουμε από παιδιά. Αυτό τι είναι; Μια ανάγκη να ακούσω αυτό που θέλω.
Αλλά και να εκβιάσω αυτή τη φράση… Να το αρπάξω από τον άλλο. Να τον βάλω στο παιχνίδι μου, όπως εγώ θέλω να παίζεται.
Μια μορφή εξουσίας, ξανά… Ναι, αλλά ο έρωτας είναι μια απόλυτη μορφή εξουσίας πάνω στον άλλο. Για εμένα το αίσθημα κτητικότητας που συναντάμε στον έρωτα δεν είναι μόνο «εγώ να έχω εσένα», αλλά και «εσύ να με κάνεις να αισθάνομαι μοναδική». Ο πραγματικά ερωτευμένος θέλει και να βασανίζεται. Και αυτό είναι κυρίως στη φύση του έρωτα του ενστικτώδους, του παρορμητικού, του σωματικού του έρωτα που βράζει. Ο πλατωνικός έρωτας είναι κάτι διαφορετικό.
Το βλέπουμε αυτό και στους χαρακτήρες του «Ετσι κάνουν όλες»; Ναι το βλέπουμε. Ο Γουλιέλμος και η Ντορατέλλα είναι δυο χαρακτήρες διονυσιακοί. Φλέγονται, είναι παθιασμένοι, ενώ ο Φερράντο και η Φιορντιλίτζι είναι περισσότερο απολλώνιοι. Τα πράγματα είναι πιο εγκεφαλικά, υπάρχει ένα καθήκον που μας λέει τι πρέπει να κάνουμε, μια κοινωνία που μας βάζει όρια, ένα ιδεατό που καθορίζει την πορεία.
To θέμα της ερωτικής πίστης πως το προσεγγίζεις στην παράσταση; Θα σου απαντήσω σε αυτό μιλώντας σου για την απιστία. Νομίζω ότι η απιστία έχει δυο λύσεις: Η θα σε κατακεραυνώσει και θα διαλύσει συθέμελα τον συναισθηματικό σου κόσμο ή θα σου ανοίξει την πόρτα για κάτι καλύτερο. Θα μπορέσεις να γνωρίσεις τον άνθρωπό σου. Για μένα η πίστη είναι εγκεφαλική. Νομίζω ότι η ζωώδης φύση μας δεν είναι μονογαμική. Μένεις με κάποιον άνθρωπο γιατί αποφασίζεις εσύ ο ίδιος να μην κοιτάξεις αλλού. Είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτό. Για μένα που δεν πιστεύω στην κοινωνική σύμβαση του γάμου, όταν βρίσκεσαι με έναν σύντροφο και θέλετε να κρατήσετε μια μακροχρόνια σχέση χωρίς να έχετε υπογράψει μια κοινωνική σύμβαση αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο. Είναι μια καθημερινή απόφαση το να μην κοιτάξεις κάποιον άλλο. Μια καθημερινή ευθύνη. Και αυτό θέλει κόπο.
Γιατί επέλεξες να τοποθετήσεις την παράσταση στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα; Γιατί είναι μια εποχή που βρισκόμαστε ήδη στη βιομηχανική επανάσταση, ενώ βαδίζει ολοταχώς η ανθρωπότητα προς την τεχνολογική εποχή. Είναι όμως και μια εποχή που η επιστημονική κοινότητα αρχίζει και ενδιαφέρεται για πρώτη φορά για την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Εκεί ήταν η πρώτη σκέψη: Πρώτες φροϋδικές θεωρίες, πρώτες αναφορές στον άνθρωπο όχι μόνο ως σώμα και μυαλό, αλλά και ως ψυχή. Από την άλλη η ιδέα του cabinet of curiosities, της ιδιοσυγκρασιακής συλλογής, είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Αλφόνσο βάζει ένα στοίχημα στην αρχή του έργου με δυο αγόρια. Ενα στοίχημα που είναι εύκολο, γιατί αισθάνεται ότι είναι ο απόλυτος άρχων του σύμπαντός του. Το έχει φτιάξει αυτός το συγκεκριμένο σύμπαν, είναι μια συλλογή με αντικείμενα από ταξίδια, καινούριες εφευρέσεις, εξωτικά στοιχεία για την εποχή. Ως συλλέκτης επιλέγοντας ο ίδιος πως θα αναπαραστήσει τον κόσμο του κάνει και μια αντανάκλαση του πως νομίζει ο ίδιος ότι είναι ο κόσμος. Και αυτό μου άρεσε ως ιδέα και έδωσε στον σκηνογράφο Γιώργο Σουγλίδη τη δυνατότητα αυτό το σύμπαν να έχει μεν κάτι το κλειστοφοβικό (ένα έργο δωματίου είναι ουσιαστικά το έργο) αλλά και να είναι πλήρες, να δικαιολογεί όσα γίνονται και να δίνει ελευθερία για σκηνικές αλλαγές.
Αγαπημένες σου φράσεις στο έργο; Πολλές. Και πολλά αστεία. Αυτό που τραγουδάω συνέχεια είναι ο επίλογος, στον οποίο αναφέρθηκα και πριν. «Τυχερός ο άνθρωπος που παίρνει οτιδήποτε του συμβαίνει από τη θετική του πλευρά. Και μέσα από τους χιλιάδες ανεμοστρόβιλους της ζωής γαλήνη απόλυτη θα έρθει». Ελπίζω και οι θεατές να φύγουν με αυτή την ιδέα. Με αυτή την ύψιστη ιδέα του Διαφωτισμού, του πως πρέπει ενωμένοι, από κοινού να αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Αυτές οι ιδέες με συγκινούν συθέμελα. Είναι πράγματα που για τους προγόνους μας ήταν ξεκάθαρα, αλλά εμείς έχουμε χάσει την πυξίδα. Δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες ιδέες, που να μας εμπνέουν, να μας πηγαίνουν μπροστά.
Η όπερα νιώθεις πως σου προσφέρει κάποιες μεγάλες ιδέες; Μου τις προσφέρει, ναι. Μου προσφέρει την ψυχική πληρότητα. Βγαίνω καλύτερος άνθρωπος μετά από κάθε παράσταση που βλέπω.
Γιατί σκηνοθετείς μόνο όπερα; Το ένστικτό μου είναι μουσικό. Εγώ τη μουσική βάζω τη σκηνή, όχι μόνο το κείμενο ή τη δράση. Τη μουσική σκηνοθετώ. Το θέατρο του λόγου είναι εντελώς διαφορετικό μόνο και μόνο επειδή ο σκηνοθέτης καλείται να ανακαλύψει το ρυθμό. Μια καλή θεατρική παράσταση είναι όταν το σύνολο είναι απόλυτα καλοκουρδισμένο και έχει τον εσωτερικό ρυθμό που επιβάλλεται στον θεατή. Στην όπερα ο ρυθμός είναι δοσμένος. Δεν ψάχνουμε τον ρυθμό αλλά τα σώψυχα της μουσική σε σχέση με το κείμενο. Υπάρχουν στιγμές στην όπερα που μπορώ να συγκρίνω μόνο με την ερωτική πράξη. Συμμετέχεις με όλο σου το είναι.
31 Οκτωβρίου 2014/ 1, 2, 8, 9 Νοεμβρίου 2014, Ώρα έναρξης: 20.00, Θέατρο Ολύμπια Έτσι κάνουν όλες, Mουσική διεύθυνση: Mίλτος Λογιάδης (24, 25, 26, 31/10 – 1, 2/11) – Ζαν-Κριστόφ Σαρρόν (8, 9/11), Σκηνοθεσία: Ροδούλα Γαϊτάνου