Τα φώτα χαμηλώνουν στην αίθουσα Τριάντη, η φωνή του Ορέστη Ανδρεαδάκη ακούγεται από τα ηχεία, ενώ στην οθόνη προβάλλεται ένα βίντεο όπου ο κορμός ενός άντρα με μπλούζα που για λογότυπο έχει το εξώφυλλο ενός τεύχους του περιοδικού Σινεμά μας καλωσορίζει στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, οι οποίες φέτος θα έχουν καθημερινά 24ωρη διάρκεια. Ο Γιώργος Μητσικώστας προκαλεί γέλια με τη μίμηση του οικοδεσπότη μας και ξαφνικά τα φώτα ανάβουν ξανά για να ανέβει ο κανονικός Ανδρεαδάκης επί σκηνής και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Να μας μιλήσει για το Athens Filmlab, το οποίο, σαν άλλη σκονισμένη αποθήκη γεμάτη με πολύτιμα αντικείμενα ζητά ανακατάταξη και στα πλαίσια του οποίου σκηνοθετήθηκαν αρκετές μικρού μήκους ταινίες με θέμα τους την Αθήνα, όπως και 7 που βρήκαν χρηματοδότηση και ξεκινούν τα γυρίσματά τους. Οι «γήινες» ταινίες που επιλέχθηκαν φέτος, μικρού και μεγάλου μήκους ήταν 239, με τις 104 να είναι ελληνικές και οι 20 από αυτές να αφορούν στη θρυλική εκπομπή Παρασκήνιο.
Ο Ανδρεαδάκης αναφέρεται στη φετινή κρυφή λέξη, τον γρίφο που βρίσκεται κάθε χρόνο στην αφίσα του φεστιβάλ, η οποία δεν είναι άλλη από Το Μυστικό. Αστειευόμενος σχετικά με την προέλευση του, αφήνει να ακουστεί, εν είδει λάθους το «Έχω Ένα Μυστικό» της Αλίκης Βουγιουκλάκη, για να το διαψεύσει άμεσα και, απευθυνόμενος στον παρευρισκόμενο Διονύση Σαββόπουλο, να πει πως το ομώνυμο κομμάτι από Το Περιβόλι Του Τρελού (του οποίου το πρώτο κουπλέ ακούγεται) τον ενέπνευσε ως προς την επιλογή του φετινού μότο των Νυχτών. Ένα μυστικό που εμπεριέχει τη λαχτάρα της δημοσιοποίησης, που γεννιέται και αυτοκαταστρέφεται και, όπως στη σκηνή του μπλε κουτιού στο Οδός Μαλχόλαντ, περιμένει το κλειδί που θα απελευθερώσει την αλήθεια. ‘Ωσπου τελικά τα φώτα σβήνουν και η Νιότη του Σορεντίνο αρχίζει να προβάλλεται.
Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο των Άλπεων, ο Fred Ballinger, αλλοτινά κραταιός μαέστρος, περνά ήρεμες διακοπές με την κόρη του και τον καλύτερό του φίλο και συμπέθερό του, τον σκηνοθέτη Mick Boyle. Η απάθειά του τον οδηγεί στο να περνά το χρόνο του γεμάτος κυνισμό και αδιαφορία προς ό,τι συμβαίνει γύρω του, συμπεριφερόμενος στον περίγυρό του με σαρκασμό και τσιτάτα, αναλογιζόμενος τα χρόνια που πέρασαν, ενθυμούμενος στιγμές του παρελθόντος, απολαμβάνοντας μασάζ και ιατρικές φροντίδες και συναναστρεφόμενος με έναν μικρότερο ηλικιακά ηθοποιό βιώνει την απογοήτευση περιμένοντας να πρωταγωνιστήσει στην επόμενη ταινία του. Του γίνεται η πρόταση να διευθύνει ξανά μία ορχήστρα μετά από χρόνια, προς τιμήν της Βασίλισσας και του Πρίγκιπα της Αγγλίας. Αρνείται λόγω προσωπικών ζητημάτων. Τι μεσολαβεί από την πρόταση μέχρι την τελική του απόφαση και ποια θα είναι αυτή;
Ο Sorentino πριν από 2-3 χρόνια επανασύστησε τη φελινική νοοτροπία στο κοινό γυρίζοντας την Τέλεια Ομορφιά (La Grande Belleza) ένα άρτιο πορτραίτο της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία μας παραδίδεται μέσω μιας περιπλάνησης με σουρεαλιστικές απολήξεις, μέσω μιας άσβεστης παρακμής, ενώ ταυτόχρονα αρωματίζει το υπέρτατο ερωτικό ραβασάκι που γράφτηκε για μια πόλη όπως η Ρώμη. Το μοτίβο της ζωής, του παρελθόντος, της σιωπηλής παρατήρησης και των εμπειρικών τσιτάτων φαίνεται εξαρχής πως θα τηρηθεί κατά γράμμα στην καριέρα του σκηνοθέτη και το όνομά του θα καταλήξει συνώνυμο με την ενδοσκόπηση, το ονειρικό, τον αισθησιασμό (χωρίς απαραίτητα σεξουαλική χροιά) και, σκηνοθετικά μιλώντας, με την άψογη φωτογραφία και τις δυνατές κεντρικές ερμηνείες. Φόβο προκαλούσε το γεγονός πως η μόνη μέχρι στιγμής αγγλόφωνη ταινία που σκηνοθέτησε, το Εκεί Που Χτυπά Η Καρδιά Μου (This Must Be The Place) κατέληξε να ανακαλείται στη μνήμη ως η μετριότερη προσπάθειά του, ο σύγχρονος Fellini θέλει έναν αντίστοιχο Marcello Mastroianni να εκφράζει σε άρτια ιταλικά τις μύχιες σκέψεις του, μεταφέροντας τες αυτούσιες και καθόλου επεξεργασμένες στους κανόνες μιας άλλης γλώσσας. Τουλάχιστον αυτή ήταν η κυρίαρχη εντύπωση μέχρι η Νιότη (Youth) να επιβεβαιώσει το αντίθετο.
Πως το επιβεβαίωσε; Αποδεικνύοντας ότι η Μεσόγειος ως νοοτροπία δεν κλείνεται σε γεωγραφικά σύνορα και, στηρίζοντας τους (φλύαρους, η λακωνικότητα δεν υπήρξε ποτέ στο λεξιλόγιο του σκηνοθέτη) παγκόσμιους υπαρξιακούς προβληματισμούς του σε δύο τιτάνες του κινηματογράφου. Όση ψύχρα και να έχει στις Άλπεις, το ιταλικό ταμπεραμέντο μπορεί να τις διαπεράσει και να εμποτίσει τη νηνεμία της κεντρικής Ευρώπης με χιούμορ και θέρμη, να απεικονίσει τον κυνισμό όχι ως αφόρητη ψυχρότητα, αλλά ως πικάντικο χιούμορ, το οποίο σε κάνει να γελάς, όχι απλά να μειδιάζεις, προσπαθώντας παράλληλα να εξετάσει τις αιτίες που έχουν την απάθεια ως αιτιατό. Δεν χαρίζεται στις γρήγορες απαντήσεις, ούτε περιορίζεται σε δύο χαρακτήρες, ο καθένας έχει τη δική του ζωή και πρέπει να τιμηθεί με κάποια διάρκεια στο σορεντινικό σύμπαν, δε θα πέσουν οι τίτλοι τέλους μέχρι να απαντηθεί το πώς συνέχισαν τις ζωές τους οι χαρακτήρες. Αυτό, βέβαια, έχει και έναν αρνητικό αντίκτυπο γιατί με περισσότερη φειδώ (το απλό και χάρη έχει) ίσως μιλάγαμε για ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα, ενώ τώρα για μια ταινία που αν μπορείς να παρασυρθείς από τη ροή της, τότε θα σε μαγέψει. Πρέπει, δηλαδή, να είσαι, αν όχι έτοιμος, τότε τουλάχιστον διατεθειμένος να αφεθείς προκειμένου να εκτιμήσεις το ταξίδι του Ιταλού auteur.
Παρά τα όσα μπορούν να της προσάψουν, η Νιότη δε σταματά να έχει αναντίρρητα σημεία μεγαλείου. Η φωτογραφία και σκηνογραφία του, παραμένει το λιγότερο μνημειακή, με το φως που εκπέμπει να αποπνέει μια θερμότητα και μια δόση ελπίδας, μακριά από την οποιαδήποτε ψυχρότητα. Τα υπερρεαλιστικά αφηγηματικά του τεχνάσματα, εμπεριέχουν αυθεντικό κάλλος και μεταφορές μελαγχολικές κατά ένα μέρος αλλά και χιουμοριστικά ρεαλιστικές στο υπόλοιπο. Ένα ξενοδοχείο στο οποίο συνυπάρχουν φιγούρες όμοιες του Maradona και του Hitler δε θα μπορούσε να μην αποτελεί ένα σουρεαλιστικά ενδιαφέρον σύνολο. Εν συνεχεία, πολλές από τις σεκάνς του έχουν τόση εικαστική αλλά και νοηματική ισχύ, τέτοιους γλυκόπικρους τόνους και γνήσια θετικό μήνυμα που δύσκολα δε θα συγκαταλεχθούν ανάμεσα στις στιγμές που ξεχωρίσαμε το 2015. Επί παραδείγματι, η σκηνή που συνοδεύεται από το Storm των Godspeed You! Black Emperor είναι ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα.
Και, στο κέντρο όλων, δύο ερμηνείες-απολογισμούς ζωής από μεριάς του πρωταγωνιστικού διδύμου Michael Caine-Harvey Keitel να δίνουν μαθήματα εμπειρίας. Κόντρα σε ό, τι μετρημένα ζεστό μας συνήθισε ο πρώτος τα τελευταία χρόνια, δείχνει το πιο σκοτεινό του πρόσωπο, παλεύοντας με τον ανομολόγητο πόνο του. Πιο προσβάσιμος ο δεύτερος, αναρωτιέται για το τι δημιούργησε ανά τα χρόνια και κάνει τον απολογισμό του και προσπαθεί να παραδώσει κάτι για το οποίο ο κόσμος θα τον θυμάται αφού φύγει. Και οι δύο, πάντως, αν δεν πρωταγωνιστούσαν ξανά σε κάποια ταινία, θα μπορούσαν να είναι σίγουροι πως οι ρόλοι τους αυτοί ήταν όντως οι διαθήκες που οι χαρακτήρες τους αναζητούν ως θέση σε αυτόν τον κόσμο.
Γλυκόπικρο, αλλά με άφθονο γέλιο, βαρύ αλλά με εξυψωτικό μήνυμα, το Youth δίνει μια αίσθηση του πως πραγματικά θα μπορούσε να είναι η συνειδητοποίηση του γήρατος και ο απολογισμός μιας ολόκληρης ζωής. Ένα μελαγχολικό τελευταίο ειδύλλιο πριν βαρεθούμε να ασχολούμαστε με τα πεπερασμένα και αναγκαστούμε να αποδεχτούμε τη μοίρα μας. Δεν έχω ακόμη αποφασίσει αν το θεωρώ ισάξιο ή κατώτερο της Τέλειας Ομορφιάς (σε σχέση με το αριστούργημα του Il Divo, δεν τίθεται σύγκριση), αλλά δώστε μου χρόνο. Και σε εμένα, και στους εαυτούς σας αφού το δείτε.