Ταξιδευτής ή τουρίστας; Πού ακριβώς έγκειται η μεταξύ τους διάκριση; Έχει να κάνει απλά και μόνο με την επιλογή του προορισμού και του τρόπου με τον οποίο θα ξοδέψει κανείς εκεί τον χρόνο και το χρήμα του; Ίσως ειδικά σήμερα, στην εποχή του μάλλον αναπόφευκτου και συχνά ισοπεδωτικού εξευγενισμού, να έχει μεγαλύτερη σημασία από ποτέ ο εντοπισμός των συμπεριφορικών και -γιατί όχι;- υπαρξιακών χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν τον μεν από τον δε. Ειδικά σήμερα όμως είναι και πιο δύσκολος από ποτέ.
Είναι περισσότερο ταξιδευτής και λιγότερο τουρίστας αυτός που δεν θα επισκεφτεί την Αθήνα με πολυάριθμο γκρουπ, που δεν θα προτιμήσει all-included πακέτα διαμονής και διασκέδασης, που δεν θα πέσει στις μαύρες τρύπες του «πλαστικού» μουσακά της Πλάκας, αλλά θα προτιμήσει να μείνει σε κάποιοι δυάρι airbnb του Μεταξουργείου ή σε ένα από τα καλαίσθητα boutique hotels του ιστορικού κέντρου και πριν καν προσγειωθεί στο Ελευθέριος Βενιζέλος θα έχει κάνει εκτενέστατη έρευνα σχετικά με το «τι παίζει» σε μπαρ, εστιατόρια, εκθέσεις, συναυλίες, δρώμενα πάσης φύσεως για να καταλήξει σε ένα υπερπλήρες, πολυδιάστατο και καταδικασμένο να μη βγει -ακόμη κι αν δεν λοξοδρομήσει- πρόγραμμα;
«Είχα αντικρουόμενα συναισθήματα σχετικά με τις διαφορές μεταξύ τουριστών και ταξιδευτών. Το πρόβλημα ήταν ότι όσο περισσότερο ταξίδευα, τόσο μικρότερες γίνονταν όλες αυτές οι διαφορές. Εκτός από μία. Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι ότι οι τουρίστες πάνε διακοπές ενώ οι ταξιδευτές κάνουν κάτι άλλο: ταξιδεύουν». Τάδε έφη Alex Garland, ο συγγραφέας του βιβλίου «Η Παραλία», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2000 από τον Danny Boyle, χωρίς κανείς από τους εμπλεκόμενους να μπορεί να προβλέψει ότι δύο δεκαετίες αργότερα οι αρχές της Ταϊλάνδης θα αναγκάζονταν να απαγορεύσουν επ’ αόριστον, στους χιλιάδες επισκέπτες που κατέφταναν εκεί που κάποτε κολύμπησε ο Ντικάπριο, την πρόσβαση στην παραμυθένια παραλία Maya Bay λόγω εκτεταμένης αλλοίωσης του φυσικού περιβάλλοντος.
«Οι τουρίστες δεν γνωρίζουν πού βρίσκονται και οι ταξιδευτές δεν γνωρίζουν πού πηγαίνουν» έχει γράψει ο διάσημος Αμερικανός, ταξιδιωτικός και όχι μόνο, συγγραφέας Paul Theroux.
Ο βραβευμένος ντοκιμαντερίστας Γιώργος Κολόζης υπήρξε, ως προς τη φιλοσοφία του ως ταξιδευτής, αν μη τι άλλο πιο σαφής: «να αφήνεις πίσω σου όσα λιγότερα ίχνη γίνεται».
Είναι μία φράση που ο Γιάννης Κολόζης, γιος του και συνδημιουργός του ντοκιμαντέρ «Ο Γιώργος του Κέδρου», άκουγε ξανά και ξανά και την έχει πάντα στο μυαλό του, όπως λέει στην Popaganda. «Και τα ίχνη δεν είναι μόνο τα κυριολεκτικά, όπως τα σκουπίδια για παράδειγμα, αλλά είναι και η συμπεριφορά, η ένταση και γενικότερα η προσπάθεια επιβολής της δικής μας νοοτροπίας και ψυχοσύνθεσης στα μέρη που πηγαίνουμε. Ο πατέρας μου όταν ταξίδευε προσπαθούσε να μάθει, να γνωρίσει, να καταλάβει και με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να αποκτήσει σχέσεις με τους ανθρώπους, γιατί αυτό τον ενδιέφερε περισσότερο, η ανθρώπινη επαφή. Αν μείνεις απλώς στα τοπία, στη θάλασσα και την αμμουδιά, τους λόφους και τα βουνά, τότε έχεις αφήσει έξω έναν σημαντικό παράγοντα της ταξιδιωτικής εμπειρίας και έχεις μείνει μόνο στην επιφάνεια».
Τριάντα δύο ώρες χρειάστηκε ο, δεκαεννιάχρονος τότε, Γιώργος Κολόζης για να φτάσει με το πλοίο της άγονης γραμμής στη νησιωτική κουκίδα που είχε επιλέξει τυχαία ανοίγοντας τον χάρτη το καλοκαίρι του 1972, την εποχή που οι αστακοί ήταν πιο φτηνοί από τις κονσέρβες – μια από τις πιο χαρακτηριστικές φράσεις της ταινίας. Η Δονούσα όχι μόνο ρεύμα δεν είχε, αλλά ούτε καν λιμάνι. Ήταν σχεδόν ερημονήσι και όταν ο ανήσυχος φοιτητής από την Αθήνα με τα μακριά μαύρα μάλλια και το πυκνό μούσι κατέβηκε από το καΐκι, ρώτησε και έμαθε ότι στην παραλία του Κέδρου θα μπορούσε να στήσει τη σκηνή του ανενόχλητος και να είναι εντελώς μόνος του.
Εκεί, στην έρημη παραλία, ανακάλυψε, όπως λέει σήμερα ο γιος του, ότι ο δρόμος πάνω στον οποίο ήθελε να πορευτεί ήταν του κινηματογραφιστή και συγκεκριμένα του ντοκιμαντέρ. Μαζί του είχε μια Super 8 κάμερα και αμέσως ξεκίνησε να τραβά. Θα συνέχιζε και την επόμενη χρονιά. Και την επόμενη. Και κάθε επόμενη μέχρι το 1978, οπότε και «ο Γιώργος του Κέδρου», όπως τον φώναζαν οι ντόπιοι, θα έφευγε από το νησί χωρίς να ξέρει πότε ακριβώς θα επιστρέψει.
Στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν ο Γιώργος Κολόζης θα υπέγραφε τη σκηνοθεσία και την παραγωγή ντοκιμαντέρ για την ελληνική και διεθνή αγορά και θα αποσπούσε διακρίσεις για το έργο του (το πρώτο βραβείο ελληνικής τηλεόρασης για την σειρά ντοκιμαντέρ «Τα μυστικά της φύσης» και το κρατικό βραβείο ποιότητας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία τεκμηρίωσης «Η Μνήμη», μεταξύ πολλών άλλων). Έχοντας, όμως, πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του εκείνο το σχεδόν ερημονήσι του Αιγαίου. «Εκεί τράβηξε από τα πρώτα του φιλμ 8mm. Γι’αυτό τον λόγο η Δονούσα είχε πάντα ξεχωριστή σημασία γι’αυτόν. Μιλούσε πολύ συχνά για τη Δονούσα» λέει ο γιος του. «Τη Δονούσα την επισκέφτηκε το 1999 ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας από το νησί και τότε του ήρθε η ιδέα να κάνει το ντοκιμαντέρ. Από τότε ήταν κάτι που είχε συχνά στο μυαλό του και ανέφερε σε κάθε ευκαιρία την ελπίδα κάποτε να το ολοκληρώσει».
«Το ’99 που γύρισα, είχα από το ’78 να πάω. Όλα είχαν αλλάξει τόσο ώστε όταν έφτανα με το καΐκι αντικρίζοντας το νησί που αγαπούσα τόσο πολύ, δεν το αναγνώρισα, νόμιζα ότι κάναμε λάθος» είχε πει ο Γιώργος Κολόζης σε μια παλιά του συνέντευξη, αποσπάσματα της οποίας ακούγονται στην ταινία. Ξεκίνησε να μαγνητοσκοπεί χωρίς να γνωρίζει, για μία ακόμη φορά, αν και πώς θα χρησιμοποιήσει το υλικό. Θα περνούσαν άλλα οχτώ χρόνια μέχρι να επισημοποιηθεί η έναρξη της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ, η επεξεργασία του υπάρχοντος, πολύτιμου υλικού του και η καταγραφή νέου, έχοντας πια στο πλευρό του τον γιο του, Γιάννη, που είχε ήδη ξεκινήσει να δουλεύει μαζί του λίγο αφότου τελείωσε το σχολείο, στην αρχή σε πιο βοηθητικούς ρόλους και όσο περνούσαν τα χρόνια σε πιο βασικούς.
«Το 2007 που πήγαμε μαζί στη Δονούσα δεν το κάναμε με κάποιον επίσημο τρόπο, οι κάτοικοι στην αρχή δεν είχαν καταλάβει ακριβώς ποιοί είμαστε και τι κάνουμε και αυτό έκανε όλες τις συναντήσεις μας πιο αυθόρμητες και συγκινητικές. Οι φωτογραφίες που είχε ο πατέρας μου από τη δεκαετία του ’70 ήταν μοναδικές καθώς πολλοί από τους κατοίκους δεν είχαν παρά ελάχιστες φωτογραφίες εκείνης της εποχής, οπότε ήταν εντυπωσιακό και συγκινητικό να βλέπουν τους γονείς τους, τους παππούδες τους, αλλά και τους εαυτούς τους. Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να θυμηθούν τον πατέρα μου καθώς είχαν περάσει πολλά χρόνια, αλλά οι στιγμές που τελικά τον θυμούνται είναι για μένα εξαιρετικά συγκινητικές, είναι σαν να αλλάζει το βλέμμα τους και να επιστρέφει το μυαλό τους σε εκείνα τα χρόνια για λίγο. Από τις πιο όμορφες στιγμές που ζήσαμε ήταν στο χωριό Μερσήνι με την οικογένεια της κυρά Ειρήνης και του κυρ Μήτσου, άνθρωποι πραγματικά άλλης εποχής, που η χαρά τους που τους θυμήθηκε ο πατέρας μου μετά από τόσα χρόνια και τους έφερε τις φωτογραφίες ήταν ανείπωτη. Από τότε δεν έχει υπάρξει φορά που να έχω περάσει από αυτό το σπίτι και να μην με έχουν φιλέψει κάτι, φρέσκα αυγά, πατάτες, ομελέτα, ό,τι έχουν».
«Τώρα σε θυμήθηκα, είσαι ο Γιώργος με τα μαύρα μαλλιά που έφυγες όταν βάλανε φουρνέλα στον Κέδρο» λέει μπροστά στην κάμερα ένας ντόπιος στον Γιώργο Κολόζη. «Βουνό με βουνό δε σμίγει, άνθρωπος με άνθρωπο σμίγει» μονολογεί ένας άλλος.
«Οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να θυμηθούν τον πατέρα μου καθώς είχαν περάσει πολλά χρόνια, αλλά οι στιγμές που τελικά τον θυμούνται είναι για μένα εξαιρετικά συγκινητικές, είναι σαν να αλλάζει το βλέμμα τους και να επιστρέφει το μυαλό τους σε εκείνα τα χρόνια για λίγο»
Και είναι ακριβώς αυτή η συγκρατημένη αμηχανία που εξελίσσεται γρήγορα σε βαθιά συγκίνηση που αιχμαλωτίζεται και αναδεικνύεται χωρίς λυγμόλαλες, μελό φιοριτούρες στο ντοκιμαντέρ «Ο Γιώργος του Κέδρου» μέσα από μία αλληλουχία εικόνων αποτυπωμένων σε φιλμ και αναλογικό και ψηφιακό βίντεο, μπολιάζοντας το παρόν με το παρελθόν μέσω ενός ευρηματικού μοντάζ που θολώνει τα όρια του πριν, του τώρα και του μετά, μέχρι τον απρόσμενο ερχομό ενός μεγάλου, ξαφνικού Τέλους.
«Δεν προλάβαμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι…» λέει ο Γιώργος Κολόζης συνεχίζοντας την αφήγησή του, όμως η φράση του μένει ανολοκλήρωτη, η Super 8 εικόνα «καίγεται» και η οθόνη μαυρίζει. Όταν το πλάνο ανοίγει και πάλι, είναι η σειρά της φωνής του Γιάννη Κολόζη να ακουστεί: «…δεν προλάβαμε γιατί ξαφνικά κάτι συνέβη. Κάτι που δε μπορούσα να καταλάβω. Κι ο αφηγητής άλλαξε όπως συμβαίνει πάντα με αυτόν τον αφύσικα φυσικό τρόπο».
Ο τόνος της αφήγησης έχει πια αλλάξει. Αυτός που έχει πια τη σκυτάλη στα χέρια του, δεν επιστρέφει στις αναμνήσεις του. Δημιουργεί τις αναμνήσεις του μέλλοντος του. Ή, όπως λέει σε μια χαρακτηριστική σεκάνς: «Προσπαθώντας να θυμηθώ το παρελθόν, ξαφνικά ήταν σαν να συμβαίνουν όλα τώρα, ταυτόχρονα κι έτσι αναρωτιέμαι αν τα ψάρια που έπιασαν κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’70 είναι ίδια με αυτά που έπιασαν το ’99 ή μήπως δεν τα έχουν πιάσει καν ακόμη».
«Ήταν πολλά τα χρόνια που ονειρευόταν ο πατέρας μου την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ και ήταν εξίσου πολλά τα εμπόδια που παρουσιάζονταν στην προσπάθεια να ολοκληρωθεί. Και μέσα σε όλα αυτά τα εμπόδια εμφανίστηκε και το πιο μεγάλο, ο θάνατος», λέει ο Γιάννης Κολόζης στην Popaganda. Η απόφασή του να ολοκληρώσει αυτό που είχε ξεκινήσει, και με τη δική του βοήθεια, ο πατέρας του, ήταν άμεση και αυθόρμητη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ήταν εύκολη. «Η ξαφνική απώλεια ενός ανθρώπου αφήνει πάρα πολλά κενά και έχω την εντύπωση ότι ο καλύτερος τρόπος να τα ξεπερνάς είναι να τα αντιμετωπίζεις πρόσωπο με πρόσωπο και ακόμα καλύτερα να τα καλύπτεις».
Η πρώτη φορά που πήγε μόνος του πια για να κάνει γύρισμα στη Δονούσα ήταν τον Απρίλη του 2010, μόλις επτά μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, και έμεινε για δέκα μέρες σε μια σκηνή στην παραλία του Κέδρου. «Τώρα που έχουν περάσει αρκετά χρόνια θα έλεγα ότι ήταν περισσότερο ένα ταξίδι ενδοσκόπησης παρά γύρισμα για το ντοκιμαντέρ, αλλά ακόμα κι από αυτό το ταξίδι υπάρχουν πλάνα που μπήκαν στην ταινία. Στη συνέχεια πήγα αρκετές φορές μέσα στα χρόνια με πιο ολοκληρωμένο κάθε φορά στο μυαλό μου τον τρόπο με τον οποίο ήθελα να το ολοκληρώσω».
Όπως ο πατέρας, έτσι και ο γιος, θα επέστρεφε στο νησί ξανά και ξανά. «Δεν θα ξεχάσω όταν πήγαμε τον Απρίλη του 2012 με μια σκηνή για να μείνουμε στον Κέδρο, αλλά την προηγούμενη μέρα είχε κάνει από τις χειρότερες κακοκαιρίες της χρονιάς και το κύμα σκέπαζε την παραλία του Σταυρού στην οποία θέλαμε να κοιμηθούμε το πρώτο βράδυ. Ευτυχώς ταξιδεύαμε με έναν Δονουσιώτη, τον Ηλία τον Πράσινο και φρόντισε να μείνουμε στο σπίτι της μητέρας του εκείνο το βράδυ. Αυτό ήταν το κλίμα και πίσω και μπροστά από τις κάμερες, καθώς ποτέ δεν παρουσιαστήκαμε ως κινηματογραφικό συνεργείο, αλλά ως επισκέπτες και φίλοι που ταυτόχρονα κάναμε και ένα ντοκιμαντέρ».
Σαράντα οχτώ ολόκληρα χρόνια μετά την παρθενική επίσκεψη του εκλιπόντα ταξιδευτή στη Δονούσα και δεκατρία μετά την επίσημη έναρξη των γυρισμάτων, το ντοκιμαντέρ «Ο Γιώργος του Κέδρου» των Γιώργου και Γιάννη Κολόζη, που εκτός από τη σκηνοθεσία ανέλαβαν και το πόστο της παραγωγής, έχει πια (και με τη βοήθεια, όπως ακριβώς συνέβη και με το προηγούμενο ντοκιμαντέρ του Γιάννη Κολόζη «Un Condor», μιας καμπάνιας crowdfunding στο στάδιο του μοντάζ) ολοκληρωθεί – ήταν, μάλιστα, ενταγμένο στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου και θα προβληθεί όταν καθοριστούν οι νέες ημερομηνίες διεξαγωγής του.
«Όταν πήγαμε μαζί στη Δονούσα το 2007 για το μόνο γύρισμα που τελικά θα κάναμε μαζί εκεί» θυμάται σήμερα ο Γιάννης Κολόζης, «ήθελε να αναλάβω εγώ τη διεύθυνση φωτογραφίας, ίσως και το μοντάζ, έχω την εντύπωση ότι ήθελε να με εντάξει όσο γινόταν περισσότερο σε αυτό, αλλά δεν έπαυε να είναι προσωπικό του έργο. Όταν πέθανε το 2009, είχα αρχικά αποφασίσει να το τελειώσω με ένα ακόμα γύρισμα, αλλά πάλι κυρίως ως ντοκιμαντέρ του πατέρα μου. Στη συνέχεια αποφάσισα να του δώσω χρόνο και να εντάξω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο σε αυτό, δημιουργώντας κάτι που να πηγάζει όσο γίνεται και από τους δυο μας. Πιστεύω ότι θα του άρεσε κάτι τέτοιο».
Ίσως ο Γιώργος του Κέδρου, που κάποτε είχε πει ότι «όσο μεγαλώνω τόσο έχω αρχίσει να βρίσκω την άκρη με την εξίσωση χώρος-χρόνος, βάζοντας και τον άνθρωπο μέσα, νομίζω ότι αυτό το ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, το φως, το χρώμα, οι ήχοι, είναι μαγικό», να άναβε σήμερα ένα τσιγάρο και να φυσούσε τον καπνό του προς τη γραμμή του ορίζοντος ακούγοντας τον Γιάννη του Κέδρου να λέει, στο έργο που δημιούργησαν μαζί, ότι «ίσως αυτό που νομίζουμε ότι χάνεται στο παρελθόν, τελικά να παραμένει αυτούσιο μέσα μας. Ίσως και να μη χάνεται καθόλου. Όπως μια φωτογραφία που φαίνεται σαν παρελθόν αλλά η στιγμή που απεικονίζει δεν μπορεί παρά να είναι στο παρόν στο οποίο καταγράφηκε. Είναι τουλάχιστον μια παρηγοριά».
Δεν είναι;
Δείτε πολλές ακόμη φωτογραφίες των Γιώργου και Γιάννη Κολόζη από τη Δονούσα.