Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Είδαμε τον Ξένο – όχι του Καμύ

Τις προάλλες, οργίλος, ο πολυνίκης μικρομηκάς και ψημένος τηλεορασάς Κωνσταντίνος Πιλάβιος, στο Facebook του: «αν γράφεις σενάριο, μη βάλεις ΠΟΤΕ σε περιγραφή ‘Και εδώ θα καταλάβουμε ότι’».  Διότι, ρε φίλε, αν δεν το έχουμε καταλάβει από αυτά που έχεις βάλει να γίνονται τόσην ώρα, προφανώς δεν έχεις κάνει τη δουλειά σου, συμπληρώνω εγώ. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Πριν από δυο χρόνια, το Εθνικό είχε αναθέσει στον Γιάννη Τσίρο και την Λένα Κιτσοπούλου, να γράψουν από ένα μονόπρακτο με το θέμα «Ξένος», για να λάβουν μέρος στο διεθνές θεατρικό πρόγραμμα Emergency Entrance, στο οποίο συμμετείχαν διάφορα θέατρα ανά τα Ευρώπας, και χρηματοδοτούνταν απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, προέκυψαν η Αόρατη Όλγα και το Άουστρας, ή Η Αγριάδα, που παρουσιάστηκαν με μεγάλο σουξέ στο Βρυσάκι. Και φέτος επαναλαμβάνονται στο θέατρο Θησείον.

Λοιπόν, όποιος έχει καθίσει μπροστά σε πληκτρολόγιο να γράψει – αλλά να γράψει κάτι ευμεγέθες, ένα μεγάλο άρθρο, ας πούμε, ή μια εργασία εξαμήνου, για να το παραδώσει αύριο – την έχει περάσει αυτή τη φάση: γράφεις, γράφεις, γράφεις, κι αρχίζουν και σου έρχονται ιδέες που θες να βάλεις μέσα, αλλά είσαι τόσο θολωμένος που άντε βρες να τις εντάξεις. Kι αρχίζεις και τις πετάς δεξιά κι αριστερά, ανάμεσα σε παραγράφους, κάτω από υποσημειώσεις, σε χαρτάκια στο γραφείο, και το κείμενό σου μοιάζει σαν εφηβικό δωμάτιο. Κι όσα καταφέρεις να χώσεις στο κείμενο τα χώνεις, και τα υπόλοιπα τα πετάς, για να παραδώσεις κάτι, που να διαβάζεται χωρίς φαρμακευτική υποστήριξη.

Ε, η Κιτσοπούλου, φαίνεται να έπαθε ακριβώς αυτό, αλλά δεν έκατσε να μαζέψει τις σκόρπιες ιδέες να τις βάλει στο κείμενο. Τις παράτησε εκεί, σαν παρένθετες αναλαμπές. Δεν ξέρω αν δεν προλάβαινε, αν δεν είχε όρεξη ή αν στ’ αλήθεια πιστεύει ότι αυτού του είδους η μεταχείριση του κειμένου, κι ακόμα χειρότερα, του θεατή, είναι και πολύ αβανγκάρντ να ‘ούμε. Αλλά το Άουστρας της, είναι σα να έκατσε να γράψει το μισό έργο, και να έστειλε μαζί και τις σημειώσεις για το άλλο μισό. Αν ρωτήσεις κανέναν άλλον, αυτό μπορεί να το πει και τεμπελιά. Κάπως έτσι, λοιπόν, όταν το σενάριο γράφει «Και εδώ θα καταλάβουμε ότι», ή στην προκειμένη περίπτωση, όταν η Λένα Παπαληγούρα σταματάει τη δράση, γυρνάει στο κοινό και λέει «κι εδώ η συγγραφέας ψάχνει τρόπο να μας πει ότι…», σου έρχεται να σηκωθείς να τη ρωτήσεις «και γιατί δεν τον βρίσκει τον τρόπο, Χριστιανή μου; Αυτή δεν είναι η δουλειά της;».

Αλλά συγκρατείσαι, κι η Παπαληγούρα επιδίδεται σε μια υστερική έξαρση για το πώς βαριέται την Αθήνα, την Πλάκα, τα στενά της Πλάκας, και τα μαγαζάκια της Πλάκας, που πουλάνε τσαρούχι και κουραμπιέ σετάκι, ασούμε. Κι η παράσταση συνεχίζεται, με τους ηθοποιούς κάθε τόσο να σπάνε τον «τέταρτο τοίχο», που λέγαμε και στο σινεμά, για να σου πουν, εκτός πλοκής, τι ήθελε να σκεφτεί να βρει τον τρόπο να εντάξει στην πλοκή η συγγραφέας, αλλά δεν τρέχει και τίποτα που δεν τον βρήκε, και το ρίχνουμε στο σορολόπ και το κοινό οργιάζει στο χάχανο.

H Κιτσοπούλου είναι σαν να μην έκατσε να μαζέψει τις σκόρπιες ιδέες της και να τις βάλει στο κείμενο. Τις παράτησε εκεί, σαν παρένθετες αναλαμπές. 

Κάτι τέτοιες φάσεις είναι που αναρωτιέσαι πόσο πρόθυμο είναι το κοινό να κάτσει να μασήσει ό,τι του σερβίρουνε, για να εκτονωθεί και να πιάσει τόπο το δεκάρικο που άφησε στο ταμείο. Παρ’ όλα αυτά, αν ξεπεράσεις δηλαδή το ζητηματάκι της φόρμας, ετούτο το μονόπρακτο, που παρουσιάζεται δεύτερο στην παράσταση, είναι που έχει και το περισσότερο ζουμί από τα δύο.

Το κόνσεπτ θέλει τρεις αργόσχολους κάγκουρες να καλούν για φαγητό έναν τουρίστα που πετύχανε στο Κέντρο. Κι όσο τον περιμένουν, πρώτα ξεκατινιάζουν την κουλτούρα που κληρονόμησαν, γιατί τη βαριούνται, μετά κοροϊδεύουν την άγνοιά τους (που δεν περιορίζεται μόνο στη δικιά τους κουλτούρα) και την οποία άγνοια φοράνε περήφανα στο πέτο, γιατί είναι μεγάλη μαγκιά να τα έχεις όλα αυτά γραμμένα, κι ύστερα έρχεται ο ξένος, και προσπαθούν να του φορμάρουν αυτήν τους την κουλτούρα ως υπέρτερη της δικιάς του, και του την κοπανάνε στο κεφάλι σχεδόν κυριολεκτικά, μέχρι να τονε βγάλουνε νοκάουτ, εντελώς κυριολεκτικά.

Αυτή η σύγχυση, του να προσπαθείς να επιβάλεις στον άλλο μια κουλτούρα που κι εσύ δεν την ξέρεις πέρα απ’ τα κομμάτια της που σού επέβαλαν να μάθεις στο σχολείο, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο της επιβεβλημένης εκμάθησης, την έχεις και χεσμένη στο κάτω-κάτω, αλλά την ανασύρεις όποτε σού χρειάζεται να βγάλεις την οργή σου παγανιά, όλο αυτό θα μπορούσε να έχει ενταχθεί σ’ ένα έργο βαθύτατα καυστικό για το πώς ο Έλληνας αντιλαμβάνεται την ελληνικότητα, και πώς αυτή εκφράζεται στην πραγματικότητα. Και θα είχε ενταχθεί, αν η Κιτσοπούλου είχε θέσει υπό έλεγχο αυτήν της την επιθετική αιρετικότητα.

Ο Τσίρος, απ’ την άλλη, που υπογράφει την Αόρατη Όλγα, το πρώτο μονόπρακτο της παράστασης, είναι σαφώς πιο νηφάλιος. Ξεκινώντας την παράσταση με το ψαρωτικό «βασισμένο σε αληθινά γεγονότα», ξεδιπλώνει με καθηλωτική ελλειπτική αφήγηση την ιστορία μιας Βουλγάρας μετανάστριας, που αφού κάνει το τιμητικό της tour of duty στα κωλόμπαρα της επαρχίας, καταλήγει στην Αθήνα, όπου «οι άνθρωποι είναι πιο ανθρώπινοι», για να δουλέψει για τον καινούριο της νταβατζή.

Ο νταβατζής, ο εκπρόσωπος του πόνου και της βίας, το δραματουργικό αντίβαρο στην κακόμοιρη την Όλγα, της οποίας το στωικό μαρτύριο ενσαρκώνει ανατριχιαστικά σχεδόν μόνο στο βλέμμα της η Παπαληγούρα, αυτός ο νταβατζής, είναι το βασικότερο απ’ τα προβλήματα ετούτου του μονόπρακτου. Κι όχι τόσο λόγω της αστικής αποστασιοποίησης με την οποία τον ερμηνεύει ο Γρηγόρης Γαλάτης, όσο λόγω του τρόπου που τον προσεγγίζει ο ίδιος ο Τσίρος. Ποιος νταβατζής ξεσπάει στο κομμάτι κρέας που έχει για εμπόρευμα, με την ηπιότητα των χαρακτηρισμών «θα σε πάρει ο διάολος» και «παλιοψέυτρα»; Είτε πολύ σεβαστικός νταβατζής του κατηχητικού, είτε πολύ καρικατουρίστικος νταβατζής του Σεφερλή.

Κι είναι, βέβαια, κατανοητό κι αξιέπαινο, ο Τσίρος να μην θέλει να υποκύψει στη γοητεία του shock factor, αλλά ο τρόπος που μεταχειρίζεται τους ήρωες και αντιήρωές του, δείχνει μια καθωσπρέπει αυτοσυγκράτηση, που αγγίζει τα όρια της αυτολογοκρισίας, η οποία με τη σειρά της, δίνει στο έργο του έναν αέρα αθέλητης αυτοπαρωδίας. Κι αυτός ο αέρας, είναι αρκετά δυσώδης για να καλύψει οποιαδήποτε ερμηνεία-αποκάλυψη της Παπαληγούρα.

Αλλά είναι κι αυτό που δεν μπορείς να βγάλεις από πάνω σου την αίσθηση ότι κι οι δυο τους αντιμετώπισαν το έργο, κομματάκι ως πάρεργο…

Θησείον, Ένα θέατρο για τις Τέχνες, Τουρναβίτου 7, Ψυρρή, τηλ. 210 3255444

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης