Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Στο τέρμα της Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά υπάρχει ένα Βιβλίο

Στο αρχικό δελτίο τύπου που μας ήρθε το Νοέμβριο του 2016, η Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Σινεμά προσδιοριζόταν ως μια κινηματογραφική λέσχη που θα έδειχνε τα «Παράξενα Παραγνωρισμένα Παραμελημένα Παραπονεμένα» φιλμ της περιόδου 1960-1990. Δυο φορές το μήνα σε ορίζοντα εξαμήνου, με σκοπό λίγο πολύ να «αποκαταστήσει την τιμή», ή απλά να γνωστοποιήσει την ύπαρξη, ταινίων που γυρίστηκαν κατά βάση στον αντίποδα αυτού που σε κάθε εποχή οριζόταν ως ελληνικός εμπορικός κινηματογράφος. Σε κόπιες 35mm, σε μια σύγχρονη αίθουσα όπως το Άστορ, με ένα κοινό που σίγουρα ξεκινούσε από το κινηματογραφικό κύκλωμα αλλά θα επεκτεινόταν γρήγορα στη σινεφίλ κοινότητα της Αθήνας. Με ανθρώπους του σύγχρονου ελληνικού σινεμά να προλογίζουν τα φιλμ και παράλληλες εκδηώσεις όπως μεταμεσονύκτιες προβολές και θεματικά πάρτι να συμπληρώνουν την εμπειρία. 

Δυόμιση χρόνια μετά, η Χαμένη Λεωφόρος αφού πρόσθεσε μια ακόμα σεζόν και μια πόλη (οι ταινίες θα παίζονται μέχρι τον Απρίλιο μια Τετάρτη το μήνα και στη Θεσσαλονίκη σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου), φτάνει στο τέρμα. 17 με 21 Ιανουαρίου έρχεται η Β’ Προβολή, πάντα στο Άστορ (στις 19 έχει και πάρτι με dj sets από Felizol, the Boy και Νίκο Πάστρα, ενώ οι εικόνες του τελευταίου έχουν συγκεντρωθεί σε μια εγκατάσταση που θα τρέχει εντός της στοάς). 

Το εξώφυλλο της έκδοσης

Το πιο σημαντικό όμως είναι η έκδοση του τόμου της Χαμένης Λεωφόρου. Με 35 κείμενα από 35 καλλιτέχνες (σκηνοθέτες, συγγραφείς, εικαστικοί – όλοι σινεφίλ) για ισάριθμες ταινίες που προβλήθηκαν στο φεστιβάλ. Ορισμένα ονόματα: Αλέξης Αλεξίου, Άντζελα Δημητρακάκη, Λένα Κιτσοπούλου, Ζακλίν Λέντζου, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, Κάλλια Παπαδάκη, Εύα Στεφανή, Σύλλας Τζουμέρκας, Θωμάς Τσαλαπάτης,  Άγγελος Φραντζής. Η παρουσίαση θα γίνει στις 17 Ιανουαρίου (18:30 στο φουαγιέ του Άστορ) και ο τόμος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.

Μιλήσαμε με τις επιμελήτριες της έκδοσης, Αφροδίτη Νικολαϊδου κι Άννα Πούπου, ενώ σε αποκλειστικότητα μπορείτε να διαβάσετε στην Popaganda ένα απόσπασμα από το κείμενο του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Γκιάκ) για την ταινία Βοσκοί του Νίκου Παπατάκη…

Oh Babylon, Κώστας Φέρρης (1989)

Κατ’ αρχάς να μιλήσουμε για το βιβλίο. Πώς προέκυψε η ιδέα της έκδοσης; Πώς έγινε η επιλογή των προσώπων και των θεμάτων; ΑΠ Η έκδοση ενός τόμου ήταν στις αρχικές προθέσεις του αφιερώματος, όχι όμως τόσο σαν ένας κατάλογος ή σαν ένα πρόγραμμα που θα συνόδευε τις προβολές, αλλά σαν μια παράλληλη δράση του αφιερώματος. Ένας από τους στόχους της Χαμένης Λεωφόρου ήταν να προκαλέσει μια συνάντηση ανάμεσα στη νέα γενιά σκηνοθετών και σε αυτές τις παραγνωρισμένες ταινίες της περιόδου 1960-1990. Στο βιβλίο σκεφτήκαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να διευρύνουμε το πεδίο, και να προσκαλέσουμε νέους δημιουργούς που ασχολούνται με τη γραφή, όχι μόνο σκηνοθέτες, αλλά και σεναριογράφους, θεατρικούς συγγραφείς ή λογοτέχνες που έχουν και μια παράλληλη ενασχόληση με τον κινηματογράφο. Επιλέξαμε νέους συγγραφείς που είναι δημιουργικοί αυτοί τη στιγμή, εκφράζουν την εποχή τους και θεωρούμε ότι στοιχεία του έργου τους συνομιλούν με κάποιον τρόπο με αυτές τις «παράξενες» ταινίες του ΝΕΚ  ΑΝ Το βιβλίο περιλαμβάνει 35 κείμενα για 35 ταινίες, δηλαδή αυτές που προβλήθηκαν στην πρώτη σαιζόν, και ζητήσαμε από τους συγγραφείς να γράψουν για μια ταινία, που όμως δεν ήταν η αγαπημένη τους, αφού αρκετοί έβλεπαν τις ταινίες για πρώτη φορά, ή δεν τις ήξεραν καλά. Οπότε και για αυτούς ήταν μια ανακάλυψη, η μια ανάκληση μιας μνήμης μιας παλιότερης θέασης της ταινίας. Έτσι τελικά στον τόμο φιλοξενούνται εξομολογήσεις με ύφος αυτοβιογραφίας, δοκίμια κοινωνικής και πολιτισμικής (ενίοτε κι αρχιτεκτονικής) κριτικής, λογοτεχνικές αναγνώσεις των ταινιών αλλά και ποιήματα. 

Τι παρατηρήσατε για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά βλέποντας τις ταινίες της «Χαμένης Λεωφόρου»; Υπάρχει συνέχεια ή οι αναφορές είναι τελείως διαφορετικές; ΑΝ Κάθε σύγχρονη εθνική κινηματογραφία παρόλο που παράγεται και διανέμεται σε δι-εθνικά περιβάλλοντα αντλεί από μια συγκεκριμένη δεξαμενή υφολογικών εργαλείων που έχουν με κάποιο τρόπο κληροδοτηθεί από παλαιότερες μορφές τέχνης. Μέσα από τις προβολές της Χαμένης Λεωφόρου μάλλον επιβεβαιώσαμε την αρχική υποψία, ότι δηλαδή αυτό το “weird’” wave τελικά δεν είναι και τόσο «παράξενο» για τα ελληνικά δεδομένα και ότι μορφές αυτής της παραξενιάς θυμίζουν ή συνομιλούν πολύ με τον κινηματογράφο της περιόδου της 1960-1990 και κυρίως με τον κινηματογράφο λίγο πριν και λίγο μετά τη δικτατορία. ΑΠ Στοιχεία δηλαδή όπως το μαύρο χιούμορ, η αποστασιοποιημένη υποκριτική, οι πολιτικές των ταυτοτήτων, η ακραία βία, ή η αισθητική του παραλόγου είναι χαρακτηριστικά του κινηματογράφου, αλλά και του θεάτρου και της λογοτεχνίας εκείνης της περιόδου. Δε θα λέγαμε ακριβώς συνέχεια, γιατί οι σημερινές ταινίες έρχονται σε αντίθεση με την αμέσως προηγούμενη γενιά αυτήν της δεκαετίας της δεκαετίας του 1990 και αρχές του 2000, αλλά επικοινωνούν με τις παλιότερες ταινίες του ΝΕΚ.

Vortex, Νίκος Κούνδουρος (1971)

Οι προβολές έμειναν στο πλαίσιο του κινηματογραφικού «χώρου» ή διαπιστώσατε ότι άνοιξαν π.χ. σε νέους σινεφίλ που γνώρισαν έναν διαφορετικό ελληνικό κινηματογράφο; ΑΝ Αν έμειναν στο πλαίσιο του κινηματογραφικού χώρου, αποτύχαμε. Μέσα από τις αφίσες του Νίκου Πάστρα, τα βίντεο, τη σελίδα μας στο fb και τώρα την έκδοση, νομίζω ότι προσελκύσαμε ένα πιο ευρύ κοινό. Άλλωστε η Λεωφόρος δεν είναι μόνο οι ταινίες που παίχτηκαν, είναι ένα concept που συζητήθηκε, μια πρόταση επικοινωνιακών πρακτικών για το ελληνικό σινεμά, είναι ένας τρόπος για να ξανακοιτάξεις το παρελθόν και το παρόν, για να συζητήσεις τον κινηματογράφο ως πολιτιστική κληρονομιά και τόσα άλλα.

Υπήρχαν μύθοι που με τη συστηματική προβολή αυτών των ταινιών καταρρίφθηκαν; Για ταινίες που ήταν «παρεξηγημένες», που είχαν καταδικαστεί ως «κουλτουριάρικες», που είχαν περάσει απαρατήρητες ή που βαφτίστηκαν εύκολα «καλτ»… ΑΝ Μια μεγάλη παρεξήγηση που αφορά βέβαια την στάνταρ εκδοχή της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου είναι ότι ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος ξεκινάει με την Αναπαράσταση του Θ. Αγγελόπουλου το 1970. Προβολές ταινιών όπως  η Ανοιχτή Επιστολή του Γ. Σταμπολόπουλου, οι Βοσκοί του Ν. Παπατάκη, το Κιέριον του Δ. Θέου, το Πρόσωπο με Πρόσωπο του Ρ. Μανθούλη, ο Φόβος του Κ. Μανουσάκη κ.ά. καταρρίπτουν αυτό το μύθο καθώς δείχνουν μια δεκαετία του εξήντα με καλλιτεχνικές ταινίες που ταξίδευαν στο εξωτερικό και έκαναν αίσθηση. Ανάμεσα στις παρεξηγημένες ανήκει σίγουρα και Η Πόλη Ποτέ Δεν Κοιμάται που για χρόνια κυκλοφορούσε σε κακιές κόπιες στο διαδίκτυο και κανείς δεν μπορούσε να εκτιμήσει την αισθητική της συγγένεια με το γαλλικό Cinema du Look.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πόσο δύσκολη ήταν η παραγωγή αυτού του κινητού φεστιβάλ αναφορικά με ζητήματα όπως κόπιες, δικαιώματα κτλ. Υπάρχει κάποια καλή ιστορία/ περιστατικό στην αναζήτηση; Υπάρχουν ταινίες που θέλατε αλλά δεν καταφέρατε να προβάλλετε; ΑΝ Θα ήταν καλύτερο να ρωτήσετε την Ελίνα Ψύκου που πραγματικά έκανε το κύριο βάρος της παραγωγής. Το βάρος ήταν και κυριολεκτικό ορισμένες φορές καθώς έπρεπε να κουβαλήσουμε τις πίτες από τις κόπιες στο ΑΣΤΟΡ, έχοντας παρκάρει παράνομα πάνω στην Πανεπιστημίου. Η μη-ύπαρξη κάποιου συγκεντρωτικού καταλόγου με δικαιώματα και δικαιούχους έκανε την έρευνα δύσκολη. Οι απαιτήσεις ορισμένων συγγενών και δικαιούχων ήταν παράλογές ή αν θέλετε απολύτως λογικές στο πνεύμα της εκμετάλλευσης ενός «εμπορικού» και όχι καλλιτεχνικού προϊόντος. Θα θέλαμε να είχαμε παίξει την Καρκαλού και το Ντανίλο Τρέλες του Σταύρου Τορνέ. Με παρακάλια κατορθώσαμε να πείσουμε την εταιρία που «εκμεταλλεύεται» τον Φόβο του Κώστα Μανουσάκη να μειώσει το κόστος του δικαιώματος προβολής. Θα θέλαμε να είχαμε παίξει τον Εφιάλτη του Ερρίκου Ανδρέου αλλά η κόπια ήταν σε κακή κατάσταση. Πολύ γλυκιά στιγμή, που μας θύμισε πόσο η γειτονιά παραμένει κύτταρο της πόλης, όταν έπρεπε να αφήσουμε την κόπια της Νίκης της Σαμοθράκης στο ψιλικατζίδικο της Μαυρομιχάλη.

Γλυκιά Συμμορία, Νίκος Νικολαϊδης (1983)

Μια φράση για καθεμία δεκαετία του ελληνικού σινεμά από τα 60s στα 00s… ΑΝ Τα 60ς είναι η δεκαετία που μας δίδαξε ότι θα πρέπει «να συνεχίσουμε ως συνένοχοι να ψάχνουμε μέσα στα σκοτεινά, μες το πλήθος που κινείται αδιάφορα και αθώα» (βλ. Κιέριον) Στη δεκαετία του ’70 θα βρει κανείς ό,τι ψάχνει για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά: μέρες οργής με avant-pop και avant–weird στοιχεία από τις Μέρες του36 στο Χάππυ Νταίη. Στα 80ς ονειρευτήκαμε πως ξαναγυρίσαμε στο Μάντερλεϊ, μας φάνηκε πως περάσαμε τη μεγάλη σιδερένια πόρτα, αλλά όταν ανοίξαμε τα μάτια παρακολουθούσαμε ήδη τηλεόραση… Και στα 90ς πια πίναμε Singapore Sling βλέποντας Γραμματικό και Τριανταφυλλίδη. Για τα 00ς δεν θα πω γιατί η Λεωφόρος δεν επεκτάθηκε (αν και θα ήθελε) σε αυτή τη δεκαετία… ελπίζω κάποιοι τωρινοί θεατές της λεωφόρου να το κάνουν σε μερικά χρόνια.

Φτάσατε στο τέρμα ή το πρότζεκτ θα συνεχιστεί με την ίδια ή κάποια άλλη μορφή; AN Στις καλές ταινίες, ενίοτε και στις πολύ κακές, ακόμα κι αν το τέλος είναι σαφές και κλειστό (που συνήθως δεν είναι) υπάρχει μια ρωγμή στην επίλυση ή ένα τελευταίο γενικό πλάνο που προοικονομεί μια συνέχεια (που στις καλές ταινίες συνήθως δεν έρχεται). Το τέλος της Λεωφόρου είναι κρυπτικό κι ανοικτό ταυτόχρονα. Ας είναι σαν το πρώτο πλάνο των credits της Χαμένης Λεωφόρου του Lynch. Σε κάθε περίπτωση, σημασία έχουν και οι παράδρομοι που έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται. Το επόμενο βήμα πάντως μια τέτοιας προσπάθειας θα ήταν η διάσωση, αποκατάσταση και ψηφιοποίηση ταινιών με σωστό τρόπο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μέσα από τη συνέργεια κρατικών φορέων και θεσμών ιδιωτικής πρωτοβουλίας. 


Με ξίφος κι εγχειρίδιο*, του Δημοσθένη Παπαμάρκου

Βοσκοί, Νίκος Παπατάκης (1966)

Μεγάλο Σάββατο μεσημέρι. Η οικογένεια σε πλήρη απαρτία στο καθιστικό. Η ατμόσφαιρα είναι υποτονική, σε πλήρη συμφωνία με την ώρα μετά το φαγητό. Φαίνεται σαν όλοι να περιμένουν κάποιον να κάνει την αρχή και να αποσυρθεί για ύπνο. Είμαι ο τελευταίος που θα φύγει από το καθιστικό. Η αδερφή μου έχει ήδη αποκοιμηθεί στον καναπέ. Σκοπεύω κι εγώ να κοιμηθώ, αλλά στα πρώτα λεπτά του ύπνου μου ένα βαρελότο που σκάει πρόωρα για την Ανάσταση κάτω από το παράθυρό μου με ξυπνάει. Τα σχέδιά μου αλλάζουν και αποφασίζω να χαζέψω καμιά ταινία. Τσεκάρω στον φάκελο του υπολογιστή μου αλλά δεν επιλέγω κάποια από αυτές που δεν έχω δει. Μια παρόρμηση της στιγμής με κάνει να ξαναβάλω τους Βοσκούς του Νίκου Παπατάκη. Αντί όμως για τη γνώριμη αλληλουχία εικόνων, από την οθόνη ξεπροβάλλει μία συμμετρία. Βρίσκομαι να ζω το Μεγάλο Σάββατο εις διπλούν. Κατά Παπατάκη και κατά τις ορθόδοξες οικογενειακές συνήθειες, και για πρώτη φορά συνειδητοποιώ πως αυτές οι δύο πραγματικότητες δεν αντιμάχονται απαραίτητα η μία την άλλη. Αντιθέτως, μάλλον αλληλοσυμπληρώνονται.

Στους Βοσκούς δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι γνώριμο στον θεατή. Άμεσα ή έμμεσα, σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό όλοι έχουμε εμπειρία των καταστάσεων και των εικόνων που ο Παπατάκης επιλέγει να χρησιμοποιήσει για την αφήγησή του. Ακόμα και η περίληψη της υπόθεσης του έργου δεν εκπλήσσει, το αντίθετο, παραπέμπει σε μια πραγματικότητα που μέχρι και πριν από τρεις δεκαετίες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινότοπη. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες που επιτρέπουν να αναδειχθεί το genius του δημιουργού τους. Ο Παπατάκης αντιστέκεται στην ευκολία της χρήσης μιας εξωτικής πρώτης ύλης έτσι ώστε να προσελκύσει άκοπα το βλέμμα του θεατή. Παρόμοια, αποκλείει και όποιο περίτεχνο σχήμα στην αφήγησή του. Οι Βοσκοί του σαν θέαμα είναι προσβάσιμο στον καθένα. Και μπορεί με αυτό τον τρόπο να διευκολύνει την αποκρυπτογράφησή του αλλά ταυτόχρονα διακινδυνεύει να μη δώσει στον θεατή την ευκαιρία της βύθισής του σε αυτόν, ακριβώς επειδή απουσιάζει το έντονο ανοικειωτικό στοιχείο που θα τον κρατούσε υπό άλλες συνθήκες σε εγρήγορση. Ο Παπατάκης όμως δείχνοντας αυτοπεποίθηση στο όραμά του και στα μέσα πραγμάτωσής του δικαιώνεται.

Το καθετί στους Βοσκούς υπακούει στους κανόνες της «αναταραχής»…

* Απόσπασμα από το κείμενο του συγγραφέα που συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση

Παναγιώτης Μένεγος