Categories: FeaturedΣΙΝΕΜΑ

Δέκα Ταινίες για Έναν Πόλεμο

Η δεύτερη μεγαλύτερη εθνική μας επέτειος, μάς έκανε τη χάρη φέτος να πέσει Δευτέρα, που σημαίνει πώς έχεις στα χέρια σου ένα ωραιότατο τριήμερο να χαλαρώσεις, και να αναλογιστείς τις θυσίες των προγόνων σου, χάρη στις οποίες, έχεις φέτος την ελευθερία να κάθεσαι στον καναπέ, και να σκέφτεσαι αν φτάνει το σάλιο να το βάλεις στο αμάξι να σε πάει καμιά εξοχή. Όμως μην ανησυχείς, η παρακάτω λίστα είναι εδώ για να γεμίσει το κενό μεταξύ ουζομεζέ και παρέλασης.

ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΕΣ

Triumph of the Will (1935): 

Το 1935 η Λένι Ρίφενσταλ παρέδωσε στην Δυτικό Πολιτισμό, το μεγαλύτερο μνημείο θαυμασμού και αφοσίωσης στις αρετές της φιλοσοφία του Ναζισμού. Ένα έπος λατρείας προς την Άρια Φυλή, ο Θρίαμβος της Θέλησης δεν ήταν μονάχα το υγρό όνειρο του μυστακιοφόρου ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά κι ένα πραγματικό επίτευγμα κινηματογραφικής τεχνικής. Με καινοτομίες που άλλαξαν τον τρόπο που γυριζόταν το σινεμά, το ντοκιμαντέρ της Ρίφενσταλ (σε παραγωγή ενός κυρίου Α. Χίτλερ) χρειάστηκε αρκετές δεκαετίες να ξεπεράσει το στίγμα της θεματικής του, για να αναγνωριστεί το στίγμα του στο παγκόσμιο σινεμά.

Why We Fight (1942-45):

Μην νομίζεις όμως, ότι οι Γερμανοί ήταν οι μόνοι που ξέραν από προπαγάνδα. Πριν ακόμη αρχίσουν οι πρώτες συρράξεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Συμμαχικές Δυνάμεις είχαν βάλει τη δύναμη της εικόνας να δουλεύει για πάρτη τους. Οι Βρετανοί ήταν οι πρωτοστάτες του προπαγανδιστικού κινήματος στην από ‘κει πλευρά του Άξονα, όμως ο θείος Σαμ δεν άργησε να πιάσει το νόημα και να εκμεταλλευτεί τον παροξυσμό των Αμερικανών με τις κινούμενες εικόνες, για να μπορέσει να τους ξεκουνήσει απ’ την παραδοσιακή τους αποστασιοποίηση. Η επτά επεισοδίων σειρά ντοκιμαντέρ του Φρανκ Κάπρα, Why We Fight, κατά παραγγελία του Στρατηγού Μάρσαλ, είναι ίσως το σπουδαιότερο έργο που παράχθηκε εκείνη την εποχή, εκφράζοντας όχι μόνο τα πιο περήφανα απ’ τα εθνικιστικά στοιχεία του σκηνοθέτη, αλλά και ακριβώς το πόσο σημαντική ήταν η δουλειά της Ρίφενσταλ, απ’ την οποία εμπνεύστηκε και στην οποία ήθελε ευθέως να απαντήσει, ο μετέπειτα σκηνοθέτης του Μια Υπέροχη Ζωή (1946).

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Σημαίες των Προγόνων μας / Γράμματα από την Ίβο Τζίμα (2006):

Πιθανότατα η μεγαλύτερη σε φιλοδοξίες και εύρος παρακαταθήκη που θα μάς αφήσει ο Κλιντ Ίστγουντ, το δίπτυχό του για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προσφέρει δυο διαφορετικές, αθέατες εκδοχές της Ιστορίας, εξίσου στοιχειωτικές, για το πώς χαράζει η φρίκη του πολέμου την ψυχή του πολεμιστή, και πώς καλείται αυτός να διαχειριστεί τα ουρλιαχτά του εφιάλτη του, όταν ησυχάσουν οι ιαχές της μάχης.

Η Πτώση (2004): 

Βασισμένος σε εξαντλητική έρευνα, σοβαρά ντοκουμέντα και καλοτεκμηριωμένες εικασίες, ο Όλιβερ Χιρσμπίγκελ σε βάζει μέσα στο Άντρο του Λύκου, να τρίβεις αγκώνες με την ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ στο υπόγειο καταφύγιό του. Πιάνοντας την ιστορία απ’ τον Απρίλη του ‘45, ο Γερμανός σκηνοθέτης ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια σου τις τελευταίες μέρες του ηγέτη της ναζιστικής απειλής, κι ο Μπρούνο Γκάντς, στο ρόλο του Χίτλερ, παραδίδει τον ορισμό της ερμηνείας καριέρας –και τον ορισμό του video meme, βεβαίως βεβαίως.

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΕΣ

Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν (1998): 

Η Απόβαση της Νορμανδίας ήταν η κίνηση που δρομολόγησε την επικράτηση των Συμμαχικών Δυνάμεων, όμως η επιτυχία της επιχείρησης δεν ήρθε παρά με μεγάλες απώλειες για το συμμαχικό στράτευμα. Συγκεκριμένα, όλα τα αδέρφια του στρατιώτη Ράιαν κατέληξαν να χάνουν τη ζωή τους, με αποτέλεσμα ο Ράιαν να είναι ο μόνος εναπομείναν απόγονος των γονιών του. Κι έτσι, ο αμερικανικός στρατός, στέλνει μια διμοιρία να πάει να τον βρει και να τον στείλει πίσω σπίτι. Θα μπορούσε να είναι μια εκστατική παρωδία για το μεγαλείο του αμερικανικού πατριωτισμού, αν ο Στήβεν Σπίλμπεργκ δεν είχε βάλει το χεράκι του για να την κάνει μια απ’ τις δυναμικότερες πολεμικές ταινίες όλων των εποχών: η σκηνή της απόβασης και μόνο, αξίζει κάθε ένα απ’ τα πέντε Όσκαρ που μάζεψε η ταινία (σκηνοθεσίας, μοντάζ, μιξάζ, ήχου και φωτογραφίας)

Pearl Harbor (2001): 

Σε αντίθεση με τον Σπίλμπεργκ, η απόπειρα του Μάικλ Μπέι να ασχοληθεί με τις πολεμικές υπερπαραγωγές, δεν ξέφυγε απ’ το να εκφυλιστεί σε αθέλητη παρωδία –και απόλυτη ένοχη απόλαυση, παρεμπιπτόντως. Στην πραγματικότητα, το μόνο κάνει το πανηγύρι πατριωτικών κλισέ του, να ξεχωρίζει απ’ τους Στρατιώτες του Σύμπαντος (1997) του Πωλ Βερχόφεν, ας πούμε, είναι το πολλαπλάσιο μπάτζετ και οι αστεράτοι πρωταγωνιστές, που γέμιζαν με τις μούτες τους και ζουμάκι από μελό κιτσερέλα, το πάρτυ βεγγαλικών που είχε στήσει ο πάντα πληθωρικός σκηνοθέτης, ως γνήσιο γέννημα-θρέμμα του Λος Άντζελες.

 ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΥΡΕΣ

Καζαμπλάνκα (1942): 

Όχι ακριβώς η ταινία που σού έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι Β’ Παγκόσμιο, όμως στην πραγματικότητα, η καραχαρακτηριστικότερη ταινία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (ναι, πιο πολύ κι απ’ το Γεράκι της Μάλτας (1941)), θα μπορούσε κάλλιστα να μπει και στην κατηγορία των προπαγανδιστικών. Άλλωστε, το όλο θέμα της ταινίας, που εκτυλίσσεται στην πόλη του τίτλου στις πρώτες μέρες του Β’ Παγκοσμίου, είναι το πώς θα γίνει ο Αμερικανός, που βρίσκεται στη μέση μιας πολύ μπλεγμένης κατάστασης, να βγάλει το κεφάλι απ’ το καβούκι του, και να πάρει επιτέλους μια θέση, μπας και σώσει καμιά έρημη ξανθιά ψυχή. Το ότι η πολιτική αλληγορία, έρχεται συσκευασμένη σε μια αξεπέραστη ιστορία αγάπης, το παίρνεις σαν έξτρα μπόνους.

Η Λίστα του Σίντλερ (1993): 

Αν έχεις υπόψιν σου τι πάει να πει συναισθηματικός εκβιασμός στο σινεμά, το έχεις μάθει απ’ αυτήν εδώ την ταινία. Ο περίτεχνος τρόπος που χειρίζεται ο Σπίλμπεργκ τις χορδές της τρυφερής καρδούλας σου, σα να είναι το προσωπικό του γιουκαλίλι, είναι κάτι που θα διδασκόταν σε κινηματογραφικές σχολές, αν η ταινία δεν καταπιανόταν με το τόσο ευαίσθητο και φορτισμένο θέμα που καταπιάνεται. Βασίζεται, ωστόσο, σε αληθινά περιστατικά, και εντάξει, ένα καλό κλάμα πού και πού, είναι και ψυχοθεραπευτικό. Εδώ πέφτουν τα βιολιά…

ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΡΕΣ

Υπολοχαγός Νατάσα (1971):

Νίκος Φώσκολος, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Δεν νομίζω να χρειάζεται να πει κανείς τίποτε άλλο, αλλά έτσι για την ιστορία, σημείωσε ότι η ταινία είχε κόψει κάτι του στυλ 760 χιλιάδες εισιτήρια όταν είχε ανοίξει, μόνο στην Αθήνα, το χειμώνα του ’71. Που πρέπει να είναι ακόμη κάποιου είδους ρεκόρ –ο πολυβαβουριασμένος Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι (2012), ας πούμε, έκοψε κάπου στα 320 χιλιάδες, σε κάτσε-μέτρα-πόσες αίθουσες ανά την Ελλάδα, και με ανελέητο μάρκετινγκ, για να καταλάβεις.

Κοντσέρτο για Πολυβόλα (1967): 

Τι άλλο να αντιτάξεις στην Αλίκη, αν όχι την Τζένη Καρέζη. Παραμονές του πολέμου, η μελαχρινή γαλανομάτα φοράει ταγεράκι πολιτικού προσωπικού του ΓΕΣ και πουλάει κρατικά μυστικά στους Ιταλούς, για να σώσει τη ζωή του αδερφού της, πριν καταλήξει διπλή πραχτόρισσα: «Τι θέλετε να κάνω; Να σωπάσω ακόμα και τη στιγμή που θα οδηγείτε στο απόσπασμα, έναν άνθρωπο που ξέρετε ότι είναι αθώος; Μην την τραβήξετε ως το τέλος αυτήν την απαίσια ιστορία! Δεν το καταλαβαίνετε πως είναι παράλογο κι απάνθρωπο;» Κοντά 500 χιλιάδες εισιτήρια, και κλάμα η κυρία…

BONUS: ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ

Band of Brothers (2001): 

Αν όλα τα παραπάνω δεν σου φτάνουν για να πνιγείς στον πόλεμο, τότε μία είναι η λύση για ‘σένα: ίσως η εικονικότερη απ’ τις σειρές που ξεκίνησαν το μεγάλο φαινόμενο της μικρής οθόνης, το Band of Brothers έβαλε στα αντρικά σαλόνια το HBO και σ’ έκανε να πάρεις στα σοβαρά την υπόθεση αμερικανική TV. Σε παραγωγή Στίβεν Σπίλμπεργκ (ναι, ξέρω, πάλι αυτός), και βασισμένο στα αληθινά περιστατικά, η μίνι σειρά ακολουθεί την πορεία μιας ομάδας αλεξιπτωτιστών, απ’ την προσγείωσή τους στην Νορμανδία μέχρι την ίδια τη Φωλιά του Αετού, το εξοχικό κρησφύγετο του Χίτλερ στις Άλπεις. Με κάθε της επεισόδιο να κοντράρει στα ίσια οποιαδήποτε σοβαρή πολεμική ταινία, παντρεύει στην οθόνη σου καλοψημένη δράση με στιβαρό δράμα, δείχνοντάς σου το επόμενο level στο τι μπορεί να πει τιβί. Σοβαρά τώρα, ποιο αντρικό διαμέρισμα μπορεί να μην έχει αυτήν την κασετίνα;

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης