Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Προδημοσίευση: Το μοναδικό μυθιστόρημα του Γούντι Γκάθρι

Ο Τάικ και η Έλα ζουν στο Τέξας, σ’ ένα ξύλινο χαμόσπιτο, μια παράγκα· ονειρεύονται ένα κανονικό σπίτι, όπου θα μπορούν να προστατεύονται απ’ το κρύο, τη ζέστη και την ατέλειωτη σκόνη που φωλιάζει παντού. Χάρη σ’ ένα φυλλάδιο οδηγιών του υπουργείου Γεωργίας ο Τάικ καταφέρνει ν’ αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις για να φτιάξει το πολυπόθητο σπίτι με χώμα και νερό, ένα σπίτι από γη. 

Και οι δυο τους έχουν ζυμωθεί με τη γη, καθώς ζουν απ’ αυτήν δουλεύοντας σκληρά. Αλλά πανίσχυρες δυνάμεις – ανάμεσά τους τα τραστ της βιομηχανικής γεωργίας και οι τράπεζες– κάνουν το όνειρό τους απρόσιτο. 

Ο Γούντι Γκάθρι, ο θρύλος της κάντρι μουσικής στην Αμερική του μεσοπολέμου, άφησε μαζί με τα αμέτρητα τραγούδια του κι ένα μυθιστόρημα, ανέκδοτο μέχρι πρόσφατα, που το ανακάλυψε ο ιστορικός Ντάγκλας Μπρίνκλι και το εξέδωσαν από κοινού με τον Τζόνι Ντεπ, γράφοντας κι έναν εξαιρετικό πρόλογο. Μεταξύ αυτών που δεν άφησε ασυγκίνητους το Σπίτι από γη, ήταν και ο λαογράφος Άλαν Λόμαξ, που παρότρυνε τον Γκάθρι να το ολοκληρώσει και ο Μπομπ Ντίλαν, το πιο διάσημο «πνευματικό τέκνο» του, που συνέβαλε στην αποκατάσταση του έργου.

Γραμμένο το 1947, αποτελεί μια τοιχογραφία της Αμερικής της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, κι ακόμη μια κραυγή για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Το «This Land is your Land», ο ύμνος του Γκάθρι, που έχει γραφτεί στις συνειδήσεις όλου του προοδευτικού κόσμου, βρήκε ιδανικό συμπλήρωμα στο Σπίτι από Γη και μας δείχνει ότι ο αγώνας για το χώμα που πατάμε, το νερό, τον αέρα είναι πανανθρώπινος και διαχρονικός.

Εν τέλει μια κιθάρα και ένα βιβλίο μπορούν να γίνουν μηχανές κατά οποιονδήποτε φασισμού.

Διαβάστε αποκλειστικά στην Popaganda ένα απόσπασμα του βιβλίου.

Κανένα μέρος στη γη δεν είναι πιο κοντά στον ήλιο απ’ ό,τι αυτές οι εκτάσεις των ψηλών πεδιάδων. Καμία τοποθεσία στον κόσμο δεν είναι πιο κοντά στον άνεμο απ’ ό,τι αυτές οι πεδιάδες του βόρειου Πανχάντλ. Πουθενά ο άνεμος δεν μπορούσε να κάνει τη βροχή πιο κρύα απ’ ό,τι εδώ, ούτε η βροχή μπορούσε να ελπίζει ότι θα έπεφτε πιο δυνατά ή ότι θα άντεχε περισσότερο. Κανείς από τους ανέμους του κόσμου δεν θα φυσούσε πιο ξερός ή πιο γεμάτος σκόνη, ούτε πιο σφοδρός, μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει. Πουθενά στον πλανήτη οι άνεμοι δεν ρουφάνε με μεγαλύτερη μανία την υγρασία από το γρασίδι, τα φύλλα, τα γελάδια, τα πρόβατα, τα γουρούνια, τις κότες, τα σκυλιά, τους ανθρώπους. Πουθενά οι χειμώνες δεν θα μπορούσαν να έχουν πιο παγωμένους αέρηδες, ή ανεμόχιονο που να ουρλιάζει πιο μοναχικά, ή καπνό από τις καπνοδόχους των αγροτόσπιτων που να παραδέρνει πιο γρήγορα, ή σταλακτίτες που να είναι πιο μεγάλοι, ούτε ολόκληρος ο κόσμος θα μπορούσε να παγώνει ή να κρουσταλλιάζει περισσότερο μέσα σε δύο λεπτά.

Μονάχα σε έναν επίπεδο τόπο που τον λένε «ψηλές πεδιάδες» και όπου δέκα χιονοθύελλες και δέκα πλημμύρες και έπειτα τα ηφαίστεια έστησαν κάποτε ένα μεγάλο καβγά και οι καταιγίδες δεν έχουν μπορέσει να τον διευθετήσουν από τότε.

Μονάχα σε ένα στενό, μικρό καλύβι από ξύλινες σανίδες πάνω σε μια γη γεμάτη από γελάδια που βόσκουν, κοιτάσματα πετρελαίου, κοπάδια από πρόβατα, κοτέτσια, αυτοκινητόδρομους ίσιους σαν χορδή και θανάσιμα επίπεδους, σαν χαράκωμα της πρώτης γραμμής. Βασικά, σε έναν κόσμο από επίπεδη γη. Επίπεδες, σκληρές, οριζόντιες εκτάσεις. Εκεί όπου υπάρχουν ξερά χαντάκια, αρκετά μεγάλα ώστε να μπορείς να τα πεις νεαρά φαράγγια και μερικά ρέματα και φαράγγια αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να καταπιούν κάμποσες από τις μεγάλες σας κωμοπόλεις, τους γκρεμούς και τα οροπέδια, τις χαράδρες και τις κοιλάδες, τους ξεροπόταμους, τα ρυάκια με τους αμμουδερούς βυθούς, τις κότες που δεν γεννούν αβγά, τις πάπιες που τρέχουν, τα ψωράλογα, τους υποκριτές κρεμοφονιάδες, τους γιούς των παρθένων, τους χοροπηδηχτούς λαγούς, τα αρκουδοβούβαλα, τα μαλλιαρά πρόβατα, τους βαρετούς τύπους που πίνουν γκρογκ, αυτούς που τους αρέσει να μένουν με το στόμα ανοιχτό, τους σοβαρούς στοχαστές, τους κατασκευαστές μπίρας, αυτούς που αναπνέουν βρομόνερα, αυτούς που τρώνε σκόνη και βρομιές και αυτούς που κοιμούνται πάνω σε λιθάρια από αμμόλιθο. Αυτούς που έρπουν στα εδάφη της νύχτας, αυτούς που σκάβουν κάτω από το ηλιόλουστο γρασίδι, αυτούς που ψάχνουν για τρύπες, αυτούς που σκάβουν τρύπες, αυτούς που φτιάχνουν τρύπες και αυτούς που γαργαλάνε τρύπες. Αυτούς που περπατάνε με άνεση πάνω στο χαλίκι και αυτούς που λένε ιστορίες δίχως τέλος. Την ψυχή, το μυαλό, τους ανέμους, το πνεύμα των ψηλών πεδιάδων, τις επίπεδες εκτάσεις του βόρειου Πανχάντλ, τους ανέμους από τα ουράνια που ξετυλίγονται, που ξεδιπλώνονται, και τους ακροατές κάτω στη γη που αφουγκράζονται σε δύο ή τρία χαμηλά τούβλινα κτίρια, που παίζουν ζάρια, είκοσι μία, πόκερ, κουμ-καν, μπαρμπούτι, τους μουλαράδες για άλογα κούρσας, αυτούς που σου λένε ποιο είναι το πιο γρήγορο άλογο, τους ζυμωτές κρασιού και τους σγουρομάλληδες που πίνουν τρίχες. Τρίχες των ψηλών πεδιάδων. Τα εδάφη με το νεκρό χορτάρι. Τους λόφους από χαλίκι, αυτούς που σκάβουν το χαλίκι, τους τροχασμούς των σκύλων, τα μέρη όπου πίνουν νερό τα βουβάλια. Τι κότες, τις λάμιες, τα σακιά, τις τσάντες, τις καυχησιές, τα μαχαιρώματα, τους παθιασμένους κομπασμούς. Τα δόκανα στους θάμνους, αυτούς που πηδάνε για να αποφύγουν τις κοπριές, τους στρατηγούς του αποχωρητηρίου, τους καμπούρηδες ιχνηλάτες των μονοπατιών που αφήνουν πίσω τους τα γελάδια, τους προβατογαμιάδες, τους προβατοχτυπιάδες, τις προβατοκουτάλες, τους υπνοπροβατάδες και τους προβατοϋπναράδες. Εσένα. Ποιον. Τους άνεμους και τη σκόνη που μαστιγώνει τάφους δεκαεξάρηδων, εξηντάρηδων και εννιάχρονων παιδιών στη σειρά. Που πέθαναν σε οπλή ή σε τσιγκέλι. Σε μονοπάτι ή σε έλκηθρο. Σε πάγο ή σε φωτιά. Τα χέρια ανάμεσα σε σκέλια και τους μίσχους από μπανάνες, τις καροτσιές από καυτά και τις καροτσιές από γεννήματα, λάχανα, μπίρα, γογγύλια, σέλινο, αβγά, κολοκύθες που πηγαίνουν πέρα-δώθε, φορτηγά γεμάτα πεπόνια, τάιζέ την με καρπούζι για να μην το σκάσει. Τις τρίχες που είναι καμένες. Τσουρουφλισμένες. Σημαδεμένες και καμένες από πυροσφραγίδα. Αν κρύψεις τις φουσκάλες, είναι μια απλώς μια καμένη αγελάδα. Τις ψηλές πεδιάδες. Ο Τάικ Χάμλιν γνώριζε τους εσωτερικούς ήχους και όλες τις εξωτερικές μορφές που έπαιρναν τα πράγματα των πεδιάδων, των δικών του πεδιάδων.

Λουρί για την κοιλιά. Λουρί για την πλάτη. Χαλινάρι και περιλαίμιο. Λύσε την αγκράφα. Βγάλ’ το. Κουβάλα το και κρέμασέ το. Το παράσπιτο για το κάπνισμα των κρεάτων. Η ξύλινη καλύβα. Ο στάβλος. Η ταΐστρα. Το παχνί. Το κοτέτσι. Το μεγάλο σπίτι. Το αποχωρητήριο. Το κελάρι. Η κάνουλα. Το μάνταλο. Η βίδα και το παξιμάδι. Η γδαρμένη άρθρωση. Το κομμένο δάχτυλο. Το καμένο μπράτσο. Η τσουρουφλισμένη κνήμη. Οι ρόδες. Οι ζάντες. Οι ακτίνες. Το κάθισμα. Οι αρβύλες. Τα χοντροπάπουτσα. Πράγματα του στάβλου και πράγματα των κοτετσιών και της αλάνας. Μυρωδιές και οσμές, γλυκές, λιγωτικές, σιροπιαστές, βρόμικες, ταγκές, άσχημες και δύστροπες. Σκληρά κεφάλια. Ξερά κεφάλια. Η τρελή αγέλη και τα πόνι μπρόνκο. Το πέος του επιβήτορα που γλιστράει μέσα στη φοράδα, και η ιδρωμένη, αχνιστή, ορθάνοιχτη μήτρα της αγελάδας ενώ περιμένει τον ταύρο.

Η Έλα Μέι καταγόταν από αυτά τα πράγματα και είχε γεννηθεί και μεγαλώσει ανάμεσα σε αυτά τα πράγματα, και η ζωή που ένιωθε μέσα της ήταν η ζωή που έβλεπε, άκουγε και ένιωθε σε όλα αυτά τα πράγματα, το καθένα στην εποχή του.

Όμως οι εποχές των καλοκαιρινών πραγμάτων και των καυτών πραγμάτων έλειπαν εκείνη τη χρονιά, και αυτός ο άνεμος που έφερνε τα πρώτα άχυρα και τις σκόνες πάνω στο κτήμα έδινε μια πρώτη ιδέα για τους ανέμους της ψυχρής εποχής, τις παγωμένες, κρυσταλλιασμένες αναπνοές του γερο-χειμώνα. Και εδώ όπου δεν υπήρχαν κοιλάδες για να κρυφτούν σαν δειλοί από τον ήλιο ή από τον άνεμο, εδώ όπου δεν αναζητούσαν κάποιο καταφύγιο πίσω από βράχους, εδώ όπου αντίκριζαν και τα δέκα εκατομμύρια πράγματα που μπορούσαν να τους πετάξουν καταπάνω τους οι άντρες, οι άνθρωποι και ο καιρός, εδώ ήξεραν και οι δύο, ο Τάικ και εκείνη, ότι η διαφορά ανάμεσα στο καλοκαίρι και τις χιονοθύελλες του χειμώνα ήταν μερικές φορές, τις περισσότερες φορές, μόνο κάνα-δυο φευγαλέα λεπτά. Η γλώσσα της χιονοθύελλας του χειμώνα έγλειφε την ιπτάμενη ουρά του ζεστού καλοκαιριού. Η μία μπορούσε να φύγει και η άλλη να έρθει μέσα σε δύο λεπτά.

Αυτά περνούσαν από το μυαλό του Τάικ καθώς πασάλειβε τον τοίχο με την αλευρόκολλά του και έστρωνε τις εφημερίδες του.

Η Έλα Μέι καθόταν στο τραπέζι απέναντι από τον Τάικ και τον κοιτούσε να τρώει το βραδινό του. Ήξερε ότι ένα κοπάδι από βαθιές σκέψεις περνούσε από το μυαλό του. Κοίταξε το πιάτο του και το βλέμμα του πέρασε από μέσα του. Κοίταξε τα υπόλοιπα πιάτα στο τραπέζι, βλέποντας μέσα απ’ αυτά. Κοίταξε το δωμάτιο και τα μάτια του διαπέρασαν τους τοίχους. Συνέχισε να κοιτάζει μέσα από το σκοτεινό παράθυρο και το βλέμμα του αγκάλιασε όλο το κτήμα και πέρασε μέσα από το Πανχάντλ. Αγνάντεψε τις πεδιάδες. Είπε μόνο λίγες λέξεις και οι λέξεις έμοιαζαν να διασχίζουν τον τόπο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Χαμογέλασε σε εκείνη και την κοίταξε στα μάτια, και το βλέμμα του τρύπωσε μέσα της, πέρασε από μέσα της και συνέχισε. Τι περισσότερες φορές μιλούσαν για διάφορα πράγματα στο τραπέζι. Σήμερα υπήρξε μια ατμόσφαιρα μοναχικότητας γύρω από το τραπέζι όταν ο Τάικ έζησε μία από αυτές τις παράξενες στιγμές που κοιτούσε το κενό χωρίς να μιλάει. Όμως η Έλα Μέι καταλάβαινε τα συναισθήματα του Τάικ και ήξερε ότι ο άντρας της είχε απλώς αφήσει τους μπελάδες του να γίνουν βαρύτεροι απ’ όσο μπορούσαν να κουβαλήσουν τα χείλη του. Αυτό την έκανε να νιώθει λυπημένη και να σιωπά.

Έπλυνε τα πιάτα του βραδινού, ενώ ο Τάικ άπλωνε κι άλλες σελίδες από περιοδικά και εφημερίδες στους τοίχους. Τακτοποίησε τις κατσαρόλες και τα τηγάνια της στα ράφια από κιβώτια για πορτοκάλια που υπήρχαν στον νότιο τοίχο, κι έπειτα ακούμπησε τα πιάτα στο τραπέζι, τα σκέπασε με ένα λινό τραπεζομάντιλο και είπε: «Από μια άποψη, χαίρομαι πάντα όταν βλέπω να πιάνουν τα πολλά κρύα, γιατί σκοτώνουν τις ενοχλητικές παλιόμυγες».

«Έχεις δίκιο». Ο Τάικ είχε ξεκινήσει να στρώνει τις σελίδες πάνω στους τοίχους, και φαινόταν να κουβαλάει μέσα του έναν θυμό, που για να τον πνίξει δούλευε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Θέλεις ένα χεράκι, αδελφέ Τάικ;»

«Ναι. Δεν θα πήγαινε χαμένο».

Και μαζί άρχισαν να σφυρίζουν, να σιγομουρμουρίζουν σκοπούς και να τραγουδούν μέρη από τραγούδια, ενώ η Έλα Μέι κρατούσε στρωμένες τις εφημερίδες όσο ο Τάικ τις κολλούσε με τη σκούπα του. Γέλασαν παρέα βλέποντας τις παλιές φωτογραφίες με τα μυτερά παπούτσια του 1910. Αγκαλιάστηκαν και γέλασαν δείχνοντας τα χοντροκομμένα, ασουλούπωτα μοντέλα αυτοκινήτων με τα μπρούντζινα μπιχλιμπίδια, τα φουσκωτά κλάξον, τους ιμάντες και τις αγκράφες. Διπλώθηκαν κρατώντας τις κοιλιές τους όταν είδαν τις κυρίες με τα καπέλα τους, τα μαξιλαράκια, τα βέλα και τις περούκες τους. Ένας καλοντυμένος άντρας με ένα λινό κουστούμι και ένα σκληρό ψάθινο καπέλο τους έκοψε την ανάσα από τα γέλια. Είχαν ξαναδεί μαζί τις εφημερίδες και τα περιοδικά, επειδή η Έλα Μέι τα φύλαγε πολλά χρόνια. Έτσι το γέλιο τους το προκαλούσε περισσότερο ο άνεμος που φυσούσε απέξω, το καλύβι και ο ήχος της σκόνης που χτυπούσε στα πλαϊνά του, η σκληρή τους τύχη, η φτώχεια τους, τα χρέη και οι έγνοιες τους, παρά οι εικόνες στις σελίδες. Ένιωθαν και οι δυο ότι όλοι οι φόβοι και οι μπελάδες τους δεν ήταν τόσο αστείοι ή τόσο ανόητοι όσο αυτά τα πράγματα στις εφημερίδες πριν από είκοσι χρόνια. Ναι, και οι δυο τους θα είχαν ερμηνεύσει τα γέλια τους με αυτές τις λέξεις, αλλά η αλήθεια ήταν πως αυτό ήταν απλώς ένα από εκείνα τα λεπτά, μία από εκείνες τις ώρες που ο πόνος της έγνοιας άγγιζε το σημείο βρασμού και απλώς έλιωνε και καιγόταν μέσα στα γέλια. Αν είχαν δει έναν χαρταετό στον ουρανό, μια γάτα στον φράχτη, μια αρβύλα στο δρομάκι, ένα σκυλί με μακρύ τρίχωμα, τρία δέντρα στον λόφο, ένα χορταράκι να χτυπάει στο παράθυρο σπρωγμένο από τον αέρα της νύχτας, θα είχαν βάλει τα γέλια.


Το βιβλίο «Σπίτι από Γη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος.
POPAGANDA